Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ανεμούριον (Κιλικία Τραχεία)






Ανεμούριον (Αρχαιότητα)


Συγγραφή : Νούτσου Μαρίνα (1/28/2005)



1. Ταύτιση και ονοματολογία

Το Ανεμούριον, εμπορικό λιμάνι της νότιας Μικράς Ασίας, είναι η μεγαλύτερη από τις μικρές πόλεις που διατάσσονταν κατά μήκος της αρχαίας, παράκτιας οδού στη δυτική Κιλικία, γνωστή ως Κιλικία Τραχεία.1 Απέχει 6 χλμ. από τη σύγχρονη πόλη, Eski-Αnamur, 18 χλμ. από τη Νάγιδο και 105 χλμ. από τη Σελεύκεια, στα ανατολικά. Καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα του ακρωτηρίου Αnamur που όριζε, κατά μία άποψη, το δυτικό σύνορο μεταξύ Κιλικίας και Παμφυλίας.2
Το ακρωτήριο αποτελεί το νοτιότερο άκρο της Τουρκίας και το κοντινότερο σημείο της μικρασιατικής ακτής με την Κύπρο (μόλις 65 χλμ.).3 Στοιχεία για τη γεωγραφική θέση του Ανεμουρίου υπάρχουν και στις αρχαίες μαρτυρίες. Ο Στράβων4αναφέρει ότι η πόλη βρίσκεται σε απόσταση 300 σταδίων από το ακρωτήριο Κρόμμυον, στη βόρεια ακτή της Κύπρου. Διευκρινίζει ότι πρόκειται για την κοντινότερη στη νήσο περιοχή και ότι η πρώτη πόλη που συναντάται αμέσως μετά το Ανεμούριον, προς τα ανατολικά, είναι η Νάγιδος. Ο Πλίνιος5 μετράει σωστότερα την απόσταση μεταξύ Ανεμουρίου και Κύπρου σε 50 μίλια, δηλαδή 350 στάδια. Ο Πτολεμαίος6την κατατάσσει πρώτη στον κατάλογο των πόλεων της Κητίδος – περιοχή που εκτείνεται στα δυτικά ως την ακτή του Ανεμουρίου και στα ανατολικά ως τις εκβολές του Καλύκανδου ποταμού, στο ακρωτήριο Ζέφυρος.
Η πόλη πήρε το όνομά της από το ομώνυμο ακρωτήριο. Ετυμολογικά σχετίζεται με την παρουσία έντονων ανέμων, χαρακτηριστικό της περιοχής που οφείλεται στη γεωμορφολογία της.7
Στον Ψευδο-Σκύλακα αναφέρονται με το όνομα «Ανεμούριον» η γεωγραφική θέση και η πόλη, ενώ στον Τίτο Λίβιο δηλώνεται ως Ανεμούριον το ακρωτήριο.8
Στους παραπάνω αρχαίους συγγραφείς, καθώς και στις επιγραφές και τα νομίσματα της Ρωμαϊκής και Πρωτοβυζαντινής περιόδου, η πόλη συναντάται ως Ανεμούριον, Ανεμώριον, Ανεμούριν ή Ανεμώνη.9
Από το 12ο αιώνα και μετά, συναντάται ως Astalimure, Stallimuri, Stallimuro και ως Anamur, Anamor.10
Η ίδρυση του Ανεμουρίου ανάγεται το αργότερο στον 4ο αι. π.Χ., σύμφωνα με την αρχαιότερη γραπτή πληροφορία για την ύπαρξη της πόλης: «Ἀνεμούριον ἄκρα καὶ πόλις».11

2. Ιστορική επισκόπηση

Το Ανεμούριο ιδρύθηκε από τους Έλληνες ως λιμάνι υπαγόμενο διοικητικά στη Νάγιδο. Εκτός από την πρώτη γραπτή αναφορά του 4ου αι. π.Χ., δεν υπάρχουν άλλα τεκμήρια για την εποχή της ίδρυσής του. Τα πρώτα υλικά δεδομένα προέρχονται από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αφορούν δύο νομίσματα του Δημητρίου Πολιορκητή
(294-288 π.Χ.).12
Η ιστορία της πόλης κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους είναι συγκεχυμένη. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ανήκε στις παράλιες μικρασιατικές κτήσεις του Πτολεμαίου Α΄
. Η κυριαρχία του Πτολεμαίου στη νότια ακτή της Κιλικίας έληξε το 197 π.Χ. όταν, σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ο Αντίοχος Γ΄κατέλαβε αρκετές πόλεις, ανάμεσά τους και το Ανεμούριον.13 Κατά τον 1ο αι. π.Χ. εξαρτήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα απευθείας από τη Ρώμη ως κώμη της Κιλικίας Τραχείας.14
Μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα, η δυτική Κιλικία (επομένως και το Ανεμούριο) περιλήφθηκε στο εξαρτημένο από τη Ρώμη βασίλειο της Καππαδοκίαςμε ηγεμόνα τον Αρχέλαο Β΄.15 Δεν είναι σαφές πότε χάνει ο Αρχέλαος τη δυτική Κιλικία. Πάντως στο α΄ μισό του 1ου αι. μ.Χ. το Ανεμούριον και όλη η περιοχή της Σελευκείας έκοβαν νομίσματα του αυτοκράτορα Τιβερίου. Φαίνεται ότι για σύντομη χρονική περίοδο εξαρτήθηκε πάλι από τη Ρώμη που δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα.16


To 38 μ.Χ. ο Καλιγούλας έδωσε την Κιλικία Τραχεία και τμήμα της Λυκαονίας στον υποτελή ηγεμόνα, Αντίοχο Δ' Κομμαγηνής. Κατά συνέπεια, το Ανεμούριον υπάχθηκε διοικητικά στο ημιαυτόνομο κράτος της Κομμαγηνής που βρισκόταν μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και παρθικού βασιλείου. Με τον Αντίοχο Δ' αρχίζει η περίοδος ευημερίας του Ανεμουρίου. Στα πλαίσια της ρωμαϊκής ειρήνης (pax romana) αναδείχθηκε σε ακμάζον λιμάνιτης ανατολικής Μεσογείου. Έκοψε για πρώτη φορά τοπικά νομίσματα και αντικατέστησε τη Νάγιδο ως κέντρο της περιοχής αποκτώντας τον έλεγχο της παράκτιας πεδιάδας.17
Στη διάρκεια της Ελληνιστικής και Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, το Ανεμούριον, λόγω της θέσης του, έγινε πολλές φορές στόχος πειρατών, ενώ διέτρεχε κινδύνους και από τις επιδρομές των γύρω ορεινών φυλών. Μια τέτοια φυλή, από την περιοχή της Κητίδος, πολιόρκησε την πόλη το 51-52 μ.Χ.18 Για τους δύο επόμενους αιώνες το Ανεμούριον γνώρισε περίοδο ειρήνης και ευημερίας.
Το 72 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός εκθρόνισε τον Αντίοχο Δ' και η πόλη περιήλθε πάλι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπαγόμενη διοικητικά στην επαρχία της Κιλικίας. Η Μέση Αυτοκρατορική περίοδος (2ος-3ος αι. μ.Χ.) είναι η εποχή της ακμής του Ανεμουρίου όπως αποδεικνύουν τα οικοδομικά κατάλοιπα, τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα και ένας μεγάλος αριθμός επιγραφών και τοπικών νομισματικών κοπών. Η ευημερία του Ανεμουρίου ανακόπηκε το 260 μ.Χ., όταν καταλήφθηκε από τους Πέρσες μεγάλο μέρος της Κιλικίας Τραχείας, μετά τη νίκη του Σασσανίδη βασιλιά, Σαπώρ Α΄
επί του αυτοκράτορα Βαλεριανού.19 Με την αναδιάρθρωση των επαρχιών επί Διοκλητιανού, το Ανεμούριον πέρασε διοικητικά στην επαρχία Ισαυρίας, με κέντρο τη Σελεύκεια.20
Γύρω στο 382 μ.Χ. η πρώτη λεγεώνα, η αρμενική (Legio I Armeniaca), που τελούσε υπό τις διαταγές του ηγεμόνα της Ισαυρίας, Matronianus, έχτισε τα θαλάσσια τείχη και ενίσχυσε την οχύρωση της δυτικής και της βόρειας πλευράς. Στρατιωτική φρουρά αυτής της λεγεώνας παρέμεινε στην πόλη τουλάχιστον για τα επόμενα 30 χρόνια.21 Από τις αρχές του 4ου αιώνα, η πόλη πέρασε σταδιακά στην Πρωτοχριστιανική περίοδο, όπως βεβαιώνουν οι γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη επισκοπής και τα πλούσια κατάλοιπα των χριστιανικών ναών. 22

3. Οικονομική ζωή

Κύρια πηγή της οικονομικής ευημερίας του Ανεμουρίου ήταν το εμπορικό λιμάνι εξαιτίας του οποίου είχε γίνει και σταθμός του οδικού δικτύου
.23 Στην πόλη κατέληγε ο κύριος οδικός άξονας που οδηγούσε από τη Λυκαονία και την ορεινή περιοχή του Ταύρου στη θάλασσα, περνώντας από το Ικόνιο, το Λάρανδα, τη Γερμανικούπολη και την Ειρηνούπολη. Αυτή η οδική αρτηρία ανάγεται στα Ρωμαϊκά χρόνια.
Άλλα περάσματα οδηγούσαν απευθείας από τη Λυκαονία στην ακτή του Ανεμουρίου, στην Κελενδερίδα και στη Σελεύκεια. Αρχαιότερη ακόμη είναι η αμαξιτή οδός που ερχόταν από το Λάρανδα στην Κλαυδιούπολη, έφθανε στο ακρωτήριο και κατέληγε στη Σελεύκεια. Φαίνεται ότι ο Ιεροκλής ταυτίζει τις πόλεις στον κατάλογό του ακολουθώντας αυτόν τον αρχαίο δρόμο (Λάρανδας – Σελεύκεια μέσω Κλαυδιούπολης).24 Ο παράκτιος οδικός άξονας ένωνε τις πόλεις κατά μήκος της ακτής συνδέοντας τις εύφορες πεδιάδες της Κιλικίας με αυτές της Παμφυλίας. Ο δρόμος ερχόταν από τα Άδανα
και τη Σελεύκεια, και περνώντας από το Ανεμούριον έφθανε στη Σίδη και την Πέργη.25
Από το Ανεμούριον υπήρχε άμεση πρόσβαση προς και από την Κύπρο και κατ΄ επέκταση προς και από την ακτή της Συρίας. Η επικοινωνία με την ανατολική Μεσόγειο αποτέλεσε, εκτός από πηγή οικονομικής άνθησης, και τη βασική αιτία της επιβίωσης της πόλης ύστερα από περιόδους παρακμής. Πληροφορίες για εξαγώγιμη τοπική παραγωγή δεν υπάρχουν.


Η τοπική νομισματοκοπία ξεκινά στο Ανεμούριον τον 1ο αι. μ.Χ., επί Αντιόχου Δ' Κομμαγηνής (38-72 μ.Χ.). Τα νομίσματα φέρουν την εικόνα του Αντιόχου στον εμπροσθότυπο
, και στον οπισθότυπο την Άρτεμη και την επιγραφή «Ανεμουριέων». Άλλοι τύποι φέρουν στον οπισθότυπο την Ιωτάπη, ή στον εμπροσθότυπο την Ιωτάπη και τον Απόλλωνα στον οπισθότυπο. Οι τοπικές κοπές συνεχίστηκαν κατά την Αυτοκρατορική περίοδο ως την εποχή του Βαλεριανού (3ος αι. μ.Χ.). 26 Στους οπισθότυπους των αυτοκρατορικών νομισμάτων απεικονίζονται η Άρτεμη, η Αθηνά, ο Απόλλων, ο Διόνυσος κρατώντας κάνθαρο, ο Περσέας με λύρα και γοργόνειο, καθώς και μια γυναικεία μορφή, προσωποποίηση της πόλης.
Οι κάτοικοι των Ρωμαϊκών χρόνων απολάμβαναν στο Ανεμούριον μια άνετη δημόσια και ιδιωτική ζωή, όπως προδίδει το σύνολο των δημόσιων κτισμάτων, κυρίως ο αριθμός των εγκαταστάσεων θερμών που έχει βρεθεί στην πόλη, καθώς και τα ψηφιδωτά δάπεδα , που ανήκαν σε κάποιες από τις ιδιωτικές οικίες. Ο πληθυσμός του πιθανόν να έφτανε τις 4.000 ή 5.000 την εποχή της ακμής της πόλης.


4. Θρησκευτική και κοινωνική ζωή

Λιγοστές είναι οι πληροφορίες για την τοπική προχριστιανική θρησκεία στο Ανεμούριον, καθώς ελάχιστα είναι τα αρχαιολογικά δεδομένα και οι αναφορές σε γραπτές πηγές. Ένδειξη της ευρέως διαδεδομένης λατρείας του Ασκληπιού αποτελεί μια επιγραφή από δημόσιο κτήριο που αναφέρεται στο θεό-ιατρό.27 Πηγή πληροφοριών αποτελούν και οι οπισθότυποι των νομισμάτων, όπου απεικονίζονται κυρίως ο Απόλλων με την Άρτεμη, η Αθηνά και ο Διόνυσος.
Η διάδοση του χριστιανισμού ξεκίνησε στους πρώτους αποστολικούς χρόνους και σύμφωνα με την παράδοση αποδίδεται στον Απόστολο Βαρνάβα. 28 Από τα τέλη του 4ου αιώνα άρχισε η ανέγερση εκκλησιών, ενώ ήδη τον 5ο αιώνα το Ανεμούριον κατέχει δική του επισκοπή.


5. Τοπογραφική οργάνωση της αρχαίας πόλης

Ο οικισμός του Ανεμουρίου αναπτυσσόταν με κατεύθυνση Ν-Β σε μια στενή λωρίδα ασβεστολιθικής γης, στο βορειοανατολικό τμήμα του ομώνυμου ακρωτηρίου. Η πόλη χωριζόταν σε δύο τμήματα, στην ακρόπολη που υψωνόταν στα νότια και στην κάτω πόλη που εκτεινόταν προς τα βόρεια, ακολουθώντας την ομαλή κατωφέρεια του εδάφους. Η έκταση που καταλάμβανε είχε μέγιστο πλάτος 400 μ. και μέγιστο μήκος, κατά την περίοδο της ακμής, 1.700 μ.29
Η ακρόπολη διέθετε δική της οχύρωση. Το τείχος, ενισχυμένο με πύργους, προστάτευε τη βόρεια και ανατολική πλευρά που ήταν εύκολα προσπελάσιμες. Ο απότομος βράχος, ύψους 150 μ., παρείχε φυσική προστασία από τα δυτικά και τα νότια.
Ο οικισμός οριοθετούνταν από την ακρόπολη στα νότια και τη βραχώδη ακτή στα ανατολικά. Το δυτικό του σύνορο όριζε η διαδρομή του υδραγωγείου. Ασαφή είναι τα βόρεια-βορειοδυτικά σύνορα λόγω της κακής διατήρησης του τείχους που χώριζε τον οικισμό από τη Νεκρόπολη.30
Ο ελληνιστικός οικιστικός πυρήνας καταλάμβανε μικρή έκταση που φαίνεται ότι δεν αυξήθηκε σημαντικά ως την Πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο. Το μόνο οικοδομικό κατάλοιπο από την προ-ρωμαϊκή εποχή προέρχεται από την ακρόπολη. Στη βραχώδη πλαγιά εντοπίστηκε πυργοειδές κτίσμα που χρονολογείται στα Ύστερα Ελληνιστικά χρόνια και είχε τη χρήση παρατηρητηρίου.31
Ο πρώτος πυρήνας της ρωμαϊκής πόλης κατά τον 1ο αι. μ.Χ. είχε έκταση μήκους 435 μ. προς βορρά. Στα ανατολικά έφθανε ως την άκρη του ακρωτηρίου και είναι πιθανή η ύπαρξη υποτυπώδους οχυρωματικού περίβολου που ενίσχυε τη φυσική προστασία του οικισμού από τη μεριά της θάλασσας. Τη βόρεια πλευρά της πόλης όριζε τείχος ύψους 8 μ. που διέθετε πύργους και παρακολουθούσε την πορεία της ομαλής κατωφέρειας. Γύρω στο 51-52 μ.Χ., την περίοδο της πολιορκίας από το λαό της Κητίδος, χρονολογείται το πρώτο σοβαρό τείχος αμυντικού χαρακτήρα, που προστάτευε την ευπαθή βόρεια-βορειοδυτική πλευρά του οικισμού.32
Κατά την περίοδο της ακμής (2ος και 3ος αι. μ.Χ.), παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα που έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του οικισμού. Ο πολεοδομικός ιστός ακολουθεί τη λογική με την οποία οργανώνονται οι ρωμαϊκές πόλεις
. Ο οικισμός είναι προσανατολισμένος προς το κέντρο που αναπτύσσεται στις δυτικές παρυφές της πόλης με κατεύθυνση προς τα ανατολικά και τα βόρεια. Ωστόσο, το σχέδιο πόλης είναι άναρχο ως προς την κανονικότητα των οικοδομικών τετραγώνων, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτες οι κύριες οδοί. Το γεγονός οφείλεται στην ειδική μορφολογία του εδάφους, καθώς και στη γρήγορη οικοδομική ανάπτυξη κατά τη Μέση Αυτοκρατορική περίοδο. Μόνο στο ανατολικό τμήμα προς την πλευρά της ακτής υπάρχουν ίχνη υπόστυλου δρόμου (πολυάριθμα τμήματα μεγάλων μονολιθικών κιόνων) με κατεύθυνση Β-Ν.33
Μετά το 382 μ.Χ., με την ανακατασκευή και διεύρυνση τη οχύρωσης
από την αρμενική λεγεώνα, τα τείχη ενισχύθηκαν με πύργους και η πόλη αυξήθηκε κατά 6,5 εκτάρια προς τα βόρεια, φτάνοντας στη μέγιστη επέκτασή της.




Η ύδρευση επιτυγχανόταν μέσω αρδευτικών έργων
που μετέφεραν νερό από την κοιλάδα, στα ανατολικά. Εντοπίστηκαν δύο χτιστοί αγωγοί-υδραγωγεία. Ο πρώτος και αρχαιότερος έφθανε ως το ανατολικό τμήμα της πόλης. Περισσότερο ενισχυμένη κατασκευή διέθετε το μεταγενέστερο υδραγωγείο (3ος αι. μ.Χ.) που κατέβαινε χαμηλότερα στις δυτικές παρυφές και εξυπηρετούσε το κατώτερο τμήμα της πόλης. Το δυτικό υδραγωγείο σώζεται σήμερα σε ικανοποιητικό βαθμό.34


Η συντήρηση καί διάσωση των ψηφιδωτών
είναι σχεδόν ανύπαρκτη

5.1. Δημόσια οικοδομήματα

Τα σωζόμενα δημόσια κτήρια αντιπροσωπεύουν τη Μέση Αυτοκρατορική και Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Στα κτίσματα της Ρωμαϊκής περιόδου ανήκουν το θέατρο, το ωδείο, η ρωμαϊκή βασιλική και τα συγκροτήματα των θερμών. Τα περισσότερα οικοδομήματα αλλά και τα ταφικά μνημεία της Νεκρόπολης κοσμούνταν με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και φυτικά θέματα.35



Το θέατρο χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. Βρίσκεται στις δυτικές παρυφές της πόλης, βόρεια του υδραγωγείου. Σε μικρή απόσταση, στα νοτιοανατολικά του, έχει ανασκαφεί το ωδείο που χρονολογείται στον 3ο αι. μ.Χ. και είχε χρήση βουλευτηρίου. Διαθέτει ημικυκλική ορχήστραμε διάμετρο μήκους 31 μ. και 17 σειρές εδωλίων, χωρητικότητας 800-900 θεατών. Το συνολικό πλάτος του ωδείου είναι 20 μ. Το δάπεδο της ορχήστρας καλυπτόταν με ψηφιδωτό, όπως μαρτυρούν τα σχετικά σπαράγματα. Η σκηνή είχε ξύλινο δάπεδο και απλή, μονώροφη πρόσοψη με μία κεντρική πύλη και δύο πλαϊνές. Μοναδικός είναι ο υπόγειος καμαροσκέπαστος διάδρομος που αναπτύσσεται περιμετρικά στο εσωτερικό του κοίλου και χωρίζεται σε τρία κλίτη. Πρόκειται για ιδιαίτερα πολυτελή κατασκευή την οποία κοσμούν τοιχογραφίες και μωσαϊκά δάπεδα.
Άλλο οικοδομικό συγκρότημα με ασαφή χρήση ανασκάφηκε βόρεια του ωδείου και πιθανόν σχετίζεται με αυτό. Το κύριο τμήμα του συγκροτήματος αποτελεί ορθογώνιο κτίσμα με κατεύθυνση Β-Ν. Πρόκειται για τον αρχιτεκτονικό τύπο της ρωμαϊκής βασιλικής
με ημικυκλική κόγχη και μεγάλη εξέδρα στη βόρεια πλευρά της. Εδώ βρέθηκε επιγραφή που αναφέρεται στον Ασκληπιό.
Αρκετές ήταν οι εγκαταστάσεις λουτρών
, ώστε να καθιστούν το Ανεμούριον τη λουτρόπολη της περιοχής. Ανασκάφηκαν τρεις ρωμαϊκές θέρμες, ενώ μικρότερα συγκροτήματα χρονολογούνται στους Πρώτους Χριστιανικούς χρόνους.
Το μεγαλύτερο οικοδόμημα, οι κεντρικές θέρμες , χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αιώνα. Βρίσκεται στα ΒΑ του ωδείου και υδρευόταν, κατά πάσα πιθανότητα, από το δυτικό υδραγωγείο. Το συγκρότημα καταλάμβανε έκταση ενός οικοδομικού τετραγώνου συνολικού μήκους 100 μ., με κατεύθυνση Α-Δ. Οι κύριες αίθουσες (χώροι θερμού, χλιαρού και ψυχρού λουτρού) συγκεντρώνονταν στο δυτικό ήμισυ του οικοδομήματος. Το ανατολικό τμήμα καταλάμβανε η παλαίστρα που ήταν ο μεγαλύτερος χώρος των θερμών (36,50 × 25,30 μ). Στην ανατολική της πλευρά ανοιγόταν η κύρια είσοδος. Λόγω του χαμηλότερου επιπέδου του εδάφους (-8 μ.), η πρόσβαση γινόταν μέσω πλατιάς κλίμακας, 17 βαθμίδων. Τόσο ο χώρος της παλαίστρας όσο και οι υπόλοιπες αίθουσες καλύπτονταν με ψηφιδωτά δάπεδα συνολικού εμβαδού 900 τ.μ. Στην ανατολική πλευρά του ψηφιδωτού δαπέδου της παλαίστρας υπάρχει επιγραφή που καλωσορίζει τους λουόμενους με την ευχή να έχουν καλό μπάνιο. Αντίστοιχα, άλλη επιδαπέδια επιγραφή στη δυτική έξοδο αποχαιρετά τον επισκέπτη ευχόμενη να είχε καλό μπάνιο.
Στον ύστερο 4ο και στα μέσα του 5ου αιώνα, το οικιστικό τετράγωνο των κεντρικών θερμών μετατράπηκε σε εργαστηριακό συγκρότημα που διέθετε δύο μικρά λουτρά.36
Ένα δεύτερο συγκρότημα θερμών, μικρότερο και λίγο μεταγενέστερο των κεντρικών, βρίσκεται στα Ν του θεάτρου και Α του δυτικού υδραγωγείου. Σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση ως το ύψος των αψιδωτών οροφών. Η είσοδος γινόταν από τα νότια μέσω κλίμακας 30 βαθμίδων, ενώ και εδώ οι εσωτερικοί χώροι καλύπτονταν με ψηφιδωτά δάπεδα.
Το τρίτο λουτρό βρίσκεται έξω από το κέντρο της πόλης, στα βορειοανατολικά, και χρονολογείται στους Υστερορωμαϊκούς χρόνους. Το ψηφιδωτό δάπεδο που φέρει ο καλύτερα σωζόμενος χώρος του αποδυτηρίου ανάγεται στον 5ο αιώνα.37
Μεταξύ των μεγάλων δημόσιων οικοδομημάτων και του υστερορωμαϊκού λουτρού τοποθετείται η αγορά
της πόλης. Από τις ανασκαφικές εργασίες δεν εντοπίστηκαν ως σήμερα ίχνη αρχαίων ναών ούτε στην πόλη ούτε στην ακρόπολη. Το γεγονός οφείλεται πιθανόν στην έντονη οικοδομική δραστηριότητα που σημειώθηκε στην πόλη κατά τη Βυζαντινή εποχή.
Κύριο υλικό δόμησης των κτισμάτων ήταν τα ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής. Αντίθετα με τις σύγχρονες ρωμαϊκές, η πόλη ήταν φειδωλή στη χρήση μαρμάρου που εντοπίζεται μόνο σε διακοσμητικά στοιχεία και μαρμαροθετήματα.
Μόνο από τον 4ο αιώνα και μετά φαίνεται ότι γίνεται εισαγωγή μεγάλης ποσότητας μαρμάρου για την ανέγερση των χριστιανικών ναών.38


5.2. Οικισμός

Οι ιδιωτικές οικίες έχουν σωθεί σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι τα δημόσια κτίσματα και, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, ήταν σε χρήση ως τον 7ο αι. μ.Χ. Λείψανα σπιτιών έχουν αποκαλυφθεί στο βόρειο τμήμα της πόλης. Καλύτερα διατηρείται ο νοτιοδυτικός οικιστικός τομέας, στην περιοχή του υδραγωγείου.
Τα οικοδομικά τετράγωνα έχουν κατεύθυνση Α-Δ. Τα σπίτια ήταν καμαροσκεπή οικοδομημένα με ακανόνιστες, πελεκητές πέτρες κατά το πρότυπο των οικιών της ανατολικής Παμφυλίας. Αποτελούνταν από δύο ή τρία κύρια δωμάτια, ορθογωνίου σχήματος, που έφεραν για παράθυρα στενά τοξωτά ανοίγματα. Οι μικρές αυλές, ορθογώνιες ή σε σχήμα Γ, ορίζονταν με ψηλούς περίβολους. Συχνά τα σπίτια ήταν διώροφα. Ο άνω όροφος χρησιμοποιούνταν για την κατοίκηση και ο κάτω λειτουργούσε ως στάβλος ή ως αποθηκευτικός χώρος.39

5.3. Νεκρόπολη

Η ευημερία και η καλλιτεχνική άνθηση της πόλης αντανακλώνται με μοναδικό τρόπο στη Νεκρόπολη που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης. Πρόκειται για το καλύτερα διατηρημένο νεκροταφείο
της Ρωμαϊκής Μικράς Ασίας με συνεχή χρήση από τον 1ο ως τον 4ο αι. μ.Χ. Στην περιοχή ανασκάφηκαν 350 τάφοι που ποικίλλουν ως προς την αρχιτεκτονική και τη διακόσμησή τους.40Τα παλαιότερα ταφικά κτίσματα του 1ου αι. μ.Χ. φιλοξενούσαν τρεις ταφές. Είναι απλά, ελεύθερα, καμαροσκεπή οικοδομήματα από πελεκητές πέτρες, χτισμένα πάνω σε βαθμιδωτό πόδιο. Πιο σύνθετοι ήταν οι πλούσιοι οικογενειακοί τάφοι. Εκτός από τον κύριο νεκρικό θάλαμο είχαν προθάλαμο, δευτερεύοντες χώρους και προαύλιο που οριζόταν με περίβολο. Τα μεταγενέστερα ταφικά μνημεία του 3ου αι. μ.Χ. γίνονται ακόμη πιο πολύπλοκα και κάποιες φορές διώροφα. Στους τοίχους διαμορφώνονται μικρές κόγχες και, εκτός από τον κύριο νεκρικό θάλαμο, τα δευτερεύοντα δωμάτια και το προαύλιο, διέθεταν αίθουσα για τις νεκρικές τελετές. Τα περισσότερα κοσμούνταν με ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες με κυρίαρχα θέματα τα γεωμετρικά μοτίβα, ανθέμια, γιρλάντες, τσαμπιά από σταφύλια και ερωτιδείς. Εξαιρετικό παράδειγμα τεχνικής και θεματολογίας αποτελεί η τοιχογραφία στη θολωτή οροφή εισόδου ενός τάφου, όπου απεικονίζονται οι προσωποποιήσεις των εποχών.



1.Την αρχαία θέση εντόπισε, μαζί με άλλες κώμες της περιοχής, η Elisabeth Rosenbaum, ύστερα από ανασκαφικές έρευνες που διενεργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960. Εκτεταμένες ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1970 από τον James Russel. Βλ. σχετικά: Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 3-4.
2.Hirschfeld, G., “Anemurion”, RE I 2, στ. 2182.
3.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 187.
4. Στράβ. ΧΙV 5.3 ( C 669).
5. Πλίν., ΦΙ V 93 και 130.
6. Πτολ., Γεωγρ. V 8, 3.
7. Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt7, Heft 4 (1976), σελ. 4· Του ιδίου, The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 15.
8. Liv. XXXIII 20,4· Ψευδο-Σκύλαξ, Περίπλους 102.
9.Πρβ. γενικά για επιγραφές: Russel, J.,The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), και για σχετική βιβλιογραφία: Του ιδίου, “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien” Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 20, d. Για τις ονομασίες της πόλης βάσει των αρχαίων πηγών πρβ. Ramsay, M.W.,The historical Geography of Asia Minor(London 1890), σελ. 362. Στα πρακτικά της συνόδου της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.) καταγράφεται ως Anemourium και στην επιστολή των επισκόπων της Ισαυρίας προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (458 μ.Χ.) ως Anemorium, βλ. Acta Conciliorum Oecumenicorum (ΑCO) II 1, 2 [348] Nr. 370 και II 5 S. 50. Τον 6ο αιώνα το Ανεμούριο αναφέρεται στους πίνακες του Ιεροκλή, βλ. Ιεροκ. 708,4. Για «Ανεμώριον» και «Ανεμόνη», βλ. Darrouzes,J., Notitiae, 7.514, 10.734, 13.496. Ως Anemorion μαρτυρείται το 692 μ.Χ., βλ. MANSI XI 1001 D.
10.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 188. Κατά την επίσκεψη του βασιλιά της Γαλλίας, Φιλίππου Β΄, το 12ο αιώνα, το Ανεμούριο αναφέρεται ως “Sta(le)mere”: Gesta Ricardi I. II, 194. Παλαιότερα ο Ramsay, M.W.,The historical Geography of Asia Minor(London 1890), σελ. 362, είχε θεωρήσει λανθασμένα ότι το Ανεμούριο ταυτίζεται με την πόλη «Συκαί» που καταγράφεται στις συνόδους του 787 και 879.
11.Ψευδο-Σκύλαξ,Περίπλους102.
12.Russel, J.,The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 15.
13.Ιερώνυμος,FGrH260 F43
14.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 187-188· Russel, J.,The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 15-16.
15.Στράβ. ΧΙΙ 1.4 (C 535) και ΧΙΙ 2.11 (C 540). Κατά το Στράβωνα η επικράτεια αυτού του βασιλείου είχε οριστεί από τους Ρωμαίους ως «ἑνδεκάτη στρατηγία».
16.Ramsay, M.W.,The historical Geography of Asia Minor(London 1890), σελ. 372.
17.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 188· Russel, J.,The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 15-16.
18.Τάκ.,Χρον. XII 55.
19.Maricq,Res gestae321.
20.Ιεροκ. 708, 4· Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 188.
21.Russel, J.,The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 19.
22.Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt7, Heft 4 (1976), σελ. 16.
23.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 188.
24.Ιεροκ. 708, 4. Τους πίνακες του Ιεροκλή χρησιμοποίησε αργότερα ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος για τη διαμόρφωση των θεμάτων.
25.Για το οδικό δίκτυο και το θαλάσσιο δρόμο πρβ. Ramsay, M.W.,The historical Geography of Asia Minor(London 1890), σελ. 350, 358 και 361. Επίσης, Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 188.
26.Hirschfeld, G.,“Anemurion”,REI2, στ. 2182· Ramsay, M.W.,The historical Geography of Asia Minor(London 1890), σελ., 372· Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 4.
27.Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt7, Heft 4 (1976), σελ. 11.
28.Acta Barnabae 12 -14. Lipsius,Die apokryphen Apostelgeschichten und ApostellegendenIII (Leipzig 1907), σελ. 282-283 και 296-297.
29.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, 1990), σελ. 188-189.
30.Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 5· Του ιδίου, The mosaic inscriptions of Anemurium(Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 17.
31.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, 1990), σελ. 189· Russel, J., The mosaic inscriptions of Anemurium (Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 16.
32.Russel, J., The mosaic inscriptions of Anemurium (Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 17.
33.Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien” Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 8.
34.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 189. Russel, J., The mosaic inscriptions of Anemurium (Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987), σελ. 18.
35.Γενικότερα για τα οικοδομήματα του Ανεμουρίου βλ. Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien” Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 6-20.
36.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 188
37.Για τα οικοδομήματα των θερμών βλ. Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”Antike Welt 7, Heft 4(1976), σελ. 16-18. Για τις ψηφιδωτές επιγραφές βλ. Russel, J., The mosaic inscriptions of Anemurium (Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1987). Ειδικότερα για την παλαίστρα πρβ. Russel, J., “Mosaic Inscriptions from Palestra at Anemurium” AnSt24 (1974), σελ. 95 κ.ε.
38.Russel, J., “Anemurium – Eine römische Kleinstadt in Kleinasien”, Antike Welt 7, Heft 4 (1976), σελ. 8· Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 189.
39.Hild, F. – Hellenkemper, H., “Anemurion” (ΤΙΒ 5.1, Wien 1990), σελ. 189.
40.Βλ. σχετικά Rosenbaum-Alföldi, E., Anamur Nekropolü. The Nekropolis of Anemurium (TTKY Seri VI, 12, Ankara 1971).

















Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ,αφήστε σχόλιο...