Οι γονείς του αγοριού συζητούσαν και έλεγαν ότι θα παντρέψουν το γιο τους. Θα πήγαιναν να ζητήσουν από τους γονείς του κοριτσιού το κορίτσι τους. Συζητούσαν και έλεγαν, θα πάμε στο σπίτι να την ζητήσουμε. Όριζαν την ημέρα που θα πάνε. Στέλνανε είδηση ότι θα πάνε να τη ζητήσουνε και έπαιρναν μαζί τους κάποιο συγγενή. Πηγαίνανε στο σπίτι συνήθως βράδυ. Ο μπαμπάς και η μαμά της νύφης ήταν ενημερωμένοι ότι θα πάνε να ζητήσουν την κόρη τους. Ξεκινούσε η συζήτηση και έλεγαν αν το παιδί ήταν εργατικό, καλό κ.λ.π. Στο τέλος αν αποφάσιζαν να την δώσουν περίμεναν να έρθει η μέρα για να συναντηθούν με τους γονείς του αγοριού. Κανόνιζαν την ημέρα του γάμου και έλεγαν: "Δικό σας είναι το κορίτσι από τούτη την ώρα". Κάνανε ετοιμασίες για τον γάμο και η πεθερά έπαιρνε την νύφη και πήγαιναν στο μαγαζί να ψωνίσουν.
Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή δυο παλικάρια με λύρες, με ένα μπουκάλι ούζο και ένα ποτήρι ή με κεριά έβγαιναν και καλούσαν όλο το χωριό στο γάμο. Τους συγγενείς τους καλούσαν μ' ένα μαντίλι, με κάλτσες, με πετσέτες κ.λ.π.
Το Σάββατο το πρωί έστρωναν τραπέζια και έπαιρναν πιάτα και μαχαιροπίρουνα από τους συγγενείς και τους γείτονες. Το απόγευμα αρχινούσε το γλέντι. Πηγαίνανε να πάρουν τον κουμπάρο κρατώντας δυο κότες ή μια πίτα. Εκεί χόρευαν, γλεντούσαν και μετά γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού .
Κατά της 9 με 10 το βράδυ ξεκινούσε το ξύρισμα του γαμπρού. Έπαιρνε η μητέρα του γαμπρού μια πετσέτα, τον σταύρωνε και έριχνε την πετσέτα στον ώμο του κουρέα. Έβαζαν ένα ταψί, ο γαμπρός πατούσε μέσα στο ταψί και ο κουρέας τον ξύριζε. Άντρες και γυναίκες με σταυρωτά άσπρα μαντίλια χόρευαν μπροστά του και έριχναν χρήματα σε μια πιατέλα. Όταν τελείωνε το γύρισμα ο λυριτζής έπαιζε και τραγουδούσε το τραγούδι:
"Ρασχία ντο συρίζεται, ποτάμε ντο βογάτε
α έρτε το μικρόν τ'αρνί και απ 'εσάς φογάτε.
Ομάτε και ματόφρυδα και μάτε άμον ελαίας
ερούξα και αραέβατα σι πούλι τα φωλέας".
ΤΟ ΑΧΠΑΡΑΓΜΑΝ
To γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και ξανάρχιζε μετά την πρωινή λειτουργία της Κυριακής. Από το μεσημέρι οι καλεσμένοι δώριζαν στο γαμπρό και στον κουμπάρο. Υπήρχε ένας τελάλης που φώναζε: "Ο Παύλος δώρισε στον γαμπρό 100 δρχ. και στον κουμπάρο 50 δρχ., η Μαρία δώρισε στον γαμπρό ένα πουκάμισο και στον κουμπάρο κάλτσες" κ.ά. Μετά το δώρισμα συνεχιζότανε το γλέντι μέχρι την ώρα της στέψης.
Στο μεταξύ ο κουμπάρος με κάποιους φίλους του και με τα όργανα πήγαιναν να πάρουν την νύφη. Αν η νύφη ήταν μακριά πήγαιναν με αλογόκαρα στολισμένα με μαντίλια ενώ αν ήταν κοντά πήγαιναν με τα πόδια. Όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι της, η μητέρα της έφερνε μια πίτα που ήταν τιγμένη σ' ένα σεντόνι, η νύφη την έσπαγε πάνω απ' το κεφάλι της και η μητέρα της τη μοίραζε στους καλεσμένους.
Αφού έπαιρναν τη νύφη, πήγαιναν στην εκκλησία όπου γινόταν η στέψη. Όταν ο παπάς έλεγε: "Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα" η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού.
Μετά τη στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού χορεύοντας σ' όλο το δρόμο. Όταν έφτασαν στο σπίτι, έβαζαν στην πόρτα ένα πιάτο το οποίο η νύφη έπρεπε να σπάσει με το πόδι της. Ο κόσμος χειροκροτούσε και φώναζε: "άξια".
Μετά γινόταν το αποκαμάρωμα. Εφτά νιόπαντρα ζευγάρια και ο κουμπάρος μόνος χόρευαν γύρο από τη νύφη και τον γαμπρό κρατώντας στα χέρια τους κεριά. Ο λυράρης τραγουδούσε:
"Νύφε, τίμα τον πεθερό σ', άσον κύρη σ' καλίον,
νύφε, τίμα την πεθερά σ', άσην μάνα σ' καλίον,
νύφε, τίμα τα ντράδελφα σ', άσ' αδέλφες καλίον,
νύφε, τίμα τις συγγενούς σ', άσι συγγενούς σ' καλίον".
Έπειτα έμπαινε στο χορό και ο υπόλοιπος κόσμος και το γλέντι συνεχιζόταν.
Το βράδυ της Κυριακής ξανά καλούσαν τους συγγενείς και τους γείτονες και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν από μία κότα. Τις μαγειρεύανε, έφτιαχναν μεζέδες και το γλέντι συνεχιζόταν το πρωί της Δευτέρα.
Μετά το γλέντι κάνανε το "νυμφίο". Επειδή ζούσαν πολλές οικογένειες μαζί χώριζαν ένα μέρος για τον γαμπρό και την νύφη και το έλεγαν "νυμφίο".
Το πρωί της Τρίτης η νύφη έπαιρνε ένα γκιούμι νερό, μια λεκάνη και πετσέτες και πήγαινε με μια κοπέλα (μπορεί να ήταν φίλη, κουνιάδα κ.λπ.) να πλένει τα πόδια των συγγενών. Άμα τους έπλενε τα πόδια, τους φορούσε κάλτσες και τους έκανε δώρα.
Έτσι τέλειωνε ο γάμος που κρατούσε τρεις μέρες και δυο νύχτες.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
"Έλα πουλί μ' ας φέβουμε και σα μακρά ας πάμε
να μην εξέρνε οι τουσμάν εγέ και συ ντ' εφτάμε".
"Εμείς είμεσε Πόντιοι, Πόντια σκύλ' παιδία,
σα μέσα μου φυλάττομε μοσαίρε και σπαθία".
"Ντο συλέον καρδίαν εχ'ς, είστε γελώ κλαινείς με
κι εγώ αγαπώ σε κι έρχομαι και συ παραμερίζ'ς με".
"Έλα πουλί μ' ας φέβουμαι και σα μακράν ας πάμε,
εκεί 'ναι τα πουλόπα μου κι ξέρομε ντ' εφτάνε".
Έλ' απ' αδάκες απ' ατού κι ας δι'ομεν τα σέρε,
να μη μας ξεχωρίζουνε εχθροί με τα μασαίρε"
ΠΗΓΗ:Από εργασία του Κετετζίδη Νικόλαου και του Δημοτικού Σχολείου Ριζού Ν. Πέλλας http://dim-rizou.pel.sch.gr
Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή δυο παλικάρια με λύρες, με ένα μπουκάλι ούζο και ένα ποτήρι ή με κεριά έβγαιναν και καλούσαν όλο το χωριό στο γάμο. Τους συγγενείς τους καλούσαν μ' ένα μαντίλι, με κάλτσες, με πετσέτες κ.λ.π.
Το Σάββατο το πρωί έστρωναν τραπέζια και έπαιρναν πιάτα και μαχαιροπίρουνα από τους συγγενείς και τους γείτονες. Το απόγευμα αρχινούσε το γλέντι. Πηγαίνανε να πάρουν τον κουμπάρο κρατώντας δυο κότες ή μια πίτα. Εκεί χόρευαν, γλεντούσαν και μετά γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού .
Κατά της 9 με 10 το βράδυ ξεκινούσε το ξύρισμα του γαμπρού. Έπαιρνε η μητέρα του γαμπρού μια πετσέτα, τον σταύρωνε και έριχνε την πετσέτα στον ώμο του κουρέα. Έβαζαν ένα ταψί, ο γαμπρός πατούσε μέσα στο ταψί και ο κουρέας τον ξύριζε. Άντρες και γυναίκες με σταυρωτά άσπρα μαντίλια χόρευαν μπροστά του και έριχναν χρήματα σε μια πιατέλα. Όταν τελείωνε το γύρισμα ο λυριτζής έπαιζε και τραγουδούσε το τραγούδι:
"Ρασχία ντο συρίζεται, ποτάμε ντο βογάτε
α έρτε το μικρόν τ'αρνί και απ 'εσάς φογάτε.
Ομάτε και ματόφρυδα και μάτε άμον ελαίας
ερούξα και αραέβατα σι πούλι τα φωλέας".
ΤΟ ΑΧΠΑΡΑΓΜΑΝ
To γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και ξανάρχιζε μετά την πρωινή λειτουργία της Κυριακής. Από το μεσημέρι οι καλεσμένοι δώριζαν στο γαμπρό και στον κουμπάρο. Υπήρχε ένας τελάλης που φώναζε: "Ο Παύλος δώρισε στον γαμπρό 100 δρχ. και στον κουμπάρο 50 δρχ., η Μαρία δώρισε στον γαμπρό ένα πουκάμισο και στον κουμπάρο κάλτσες" κ.ά. Μετά το δώρισμα συνεχιζότανε το γλέντι μέχρι την ώρα της στέψης.
Στο μεταξύ ο κουμπάρος με κάποιους φίλους του και με τα όργανα πήγαιναν να πάρουν την νύφη. Αν η νύφη ήταν μακριά πήγαιναν με αλογόκαρα στολισμένα με μαντίλια ενώ αν ήταν κοντά πήγαιναν με τα πόδια. Όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι της, η μητέρα της έφερνε μια πίτα που ήταν τιγμένη σ' ένα σεντόνι, η νύφη την έσπαγε πάνω απ' το κεφάλι της και η μητέρα της τη μοίραζε στους καλεσμένους.
Αφού έπαιρναν τη νύφη, πήγαιναν στην εκκλησία όπου γινόταν η στέψη. Όταν ο παπάς έλεγε: "Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα" η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού.
Μετά τη στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού χορεύοντας σ' όλο το δρόμο. Όταν έφτασαν στο σπίτι, έβαζαν στην πόρτα ένα πιάτο το οποίο η νύφη έπρεπε να σπάσει με το πόδι της. Ο κόσμος χειροκροτούσε και φώναζε: "άξια".
Μετά γινόταν το αποκαμάρωμα. Εφτά νιόπαντρα ζευγάρια και ο κουμπάρος μόνος χόρευαν γύρο από τη νύφη και τον γαμπρό κρατώντας στα χέρια τους κεριά. Ο λυράρης τραγουδούσε:
"Νύφε, τίμα τον πεθερό σ', άσον κύρη σ' καλίον,
νύφε, τίμα την πεθερά σ', άσην μάνα σ' καλίον,
νύφε, τίμα τα ντράδελφα σ', άσ' αδέλφες καλίον,
νύφε, τίμα τις συγγενούς σ', άσι συγγενούς σ' καλίον".
Έπειτα έμπαινε στο χορό και ο υπόλοιπος κόσμος και το γλέντι συνεχιζόταν.
Το βράδυ της Κυριακής ξανά καλούσαν τους συγγενείς και τους γείτονες και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν από μία κότα. Τις μαγειρεύανε, έφτιαχναν μεζέδες και το γλέντι συνεχιζόταν το πρωί της Δευτέρα.
Μετά το γλέντι κάνανε το "νυμφίο". Επειδή ζούσαν πολλές οικογένειες μαζί χώριζαν ένα μέρος για τον γαμπρό και την νύφη και το έλεγαν "νυμφίο".
Το πρωί της Τρίτης η νύφη έπαιρνε ένα γκιούμι νερό, μια λεκάνη και πετσέτες και πήγαινε με μια κοπέλα (μπορεί να ήταν φίλη, κουνιάδα κ.λπ.) να πλένει τα πόδια των συγγενών. Άμα τους έπλενε τα πόδια, τους φορούσε κάλτσες και τους έκανε δώρα.
Έτσι τέλειωνε ο γάμος που κρατούσε τρεις μέρες και δυο νύχτες.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
"Έλα πουλί μ' ας φέβουμε και σα μακρά ας πάμε
να μην εξέρνε οι τουσμάν εγέ και συ ντ' εφτάμε".
"Εμείς είμεσε Πόντιοι, Πόντια σκύλ' παιδία,
σα μέσα μου φυλάττομε μοσαίρε και σπαθία".
"Ντο συλέον καρδίαν εχ'ς, είστε γελώ κλαινείς με
κι εγώ αγαπώ σε κι έρχομαι και συ παραμερίζ'ς με".
"Έλα πουλί μ' ας φέβουμαι και σα μακράν ας πάμε,
εκεί 'ναι τα πουλόπα μου κι ξέρομε ντ' εφτάνε".
Έλ' απ' αδάκες απ' ατού κι ας δι'ομεν τα σέρε,
να μη μας ξεχωρίζουνε εχθροί με τα μασαίρε"
ΠΗΓΗ:Από εργασία του Κετετζίδη Νικόλαου και του Δημοτικού Σχολείου Ριζού Ν. Πέλλας http://dim-rizou.pel.sch.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ,αφήστε σχόλιο...