ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΕΔΩ 1. Τοποθεσία - Ονομασία |
2. Διοικητική υπαγωγή
Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, το 15ο αιώνα, η Τρίπολη ανήκε στο ναχιγιέ Κürtün, που υπαγόταν στο βιλαέτι Τραπεζούντας. Αργότερα στον ίδιο αιώνα έγινε έδρα καζά. Κατά διαστήματα ο καζάς αυτός ανήκε είτε στο σαντζάκι Gümüşhane (Αργυρούπολης) είτε στο σαντζάκι Giresun (Κερασούντας). Το 19ο αιώνα το καϊμακαμλίκι Τρίπολης είχε την έδρα του στην πόλη και υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι και στο βιλαέτι Τραπεζούντας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Şemseddin Sami και του Ali Cevad, διατήρησε τη διοικητική αυτή θέση ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο δήμος της πόλης ιδρύθηκε το 1877. Το 1892 το καϊμακαμλίκι Τρίπολης περιλάμβανε δύο μουχταρλίκια, το Görele και το Şiran. Ο Şemseddin Sami αναφέρει ότι την ίδια εποχή στο καϊμακαμλίκι Τρίπολης υπάγονταν 114 χωριά. Τον 20ό αιώνα η διοικητική υπαγωγή του καϊμακαμλικιού Τρίπολης παραμένει ίδια με του 19ου αιώνα, αυξάνεται όμως ο αριθμός των χωριών που υπάγονται στο καϊμακαμλίκι. Συνολικά αναφέρονται 125 μουσουλμανικά και χριστιανικά χωριά.
3. Ιστορία
Το 1461 η Τρίπολη κατακτήθηκε από το Μωάμεθ τον Πορθητή στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Κομνηνών. Μετά την κατάληψη του οικισμού από τους Οθωμανούς εγκαταστάθηκαν εκεί οι Τουρκομάνοι νομάδες Çepni. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη του μουσουλμανικού στοιχείου στην περιοχή. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, από το 15ο έως το 18ο αιώνα η Τρίπολη αναπτύχθηκε οικονομικά ως λιμάνι αλλά δε συναντάμε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Για το λόγο αυτόν, ίσως, το 1701 ο Tournefort την αναφέρει ως χωριό. Το 18ο αιώνα αρκετοί μετανάστες μεταλλουργοί από την περιοχή της Χαλδίας εγκαταστάθηκαν στην Τρίπολη και σε άλλες πόλεις. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις και περιοχές του Πόντου, οι κάτοικοί της δεν εξισλαμίστηκαν, αλλά διατήρησαν τη θρησκευτική τους παράδοση. Η βασική αιτία ήταν η ύπαρξη των μεταλλείων όπου εργάζονταν οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν ειδικά προνόμια, όπως απαλλαγή από κάποιους φόρους.
Το 1806 εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ο Kel Alioğlu Ali Ağa, ύστερα από την εξέγερση της οικογένειας Tuzcu oğulları στην περιοχή του Ερζερούμ. Το 1816 ο Kel Alioğlu Ali Ağa κατέλαβε την πόλη, αλλά στις 26 Οκτωβρίου 1816 τα οθωμανικά στρατεύματα επανέκτησαν τον έλεγχό της. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η κατάσταση για τους ορθόδοξους της πόλης ήταν εκρηκτική, όπως φαίνεται από το φιρμάνι που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη προς τη διοίκηση της Τρίπολης στα τέλη Απριλίου 1821. Σύμφωνα με το φιρμάνι, όσοι ορθόδοξοι υποστήριζαν την επανάσταση και συμμετείχαν σε αυτή θα αντιμετώπιζαν αυστηρές ποινές.
Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου και την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αυτόν η κατάσταση στην πόλη άλλαξε άρδην. Το Δεκέμβριο του 1914 ο ρωσικός στόλος βομβάρδισε την Τρίπολη. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν άμαχοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στα μέσα Ιουνίου 1915, ξεκίνησε ο εκτοπισμός των Αρμένιων κατοίκων της πόλης.
Το ξημέρωμα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου 1916 ξεκίνησε ο εκτοπισμός περίπου 3.000 ορθοδόξων από την πόλη της Τρίπολης. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί οδηγήθηκαν στο χωριό Μπρικ, ένα εγκαταλειμμένο Αρμενοχώρι όπου κάποτε ζούσαν 500 οικογένειες. Τέσσερις μήνες μετά την εγκατάστασή τους εκεί, σημειώθηκε επιδημία. Αργότερα προχώρησαν προς τη Ρωσία, όπου παρέμειναν περίπου 9 μήνες. Τελικά τον Απρίλιο του 1919 αρκετοί από τους Τριπολίτες εγκατέλειψαν τη Ρωσία και κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα.
4. Δημογραφία
Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Τρίπολη οι κάτοικοι ήταν αποκλειστικά χριστιανοί ορθόδοξοι. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή πληθυσμού του 1486, στο φρούριο υπήρχαν μόνο 67 νοικοκυριά χριστιανών ορθοδόξων. Είναι γνωστό ότι αργότερα στον οικισμό εγκαταστάθηκαν οι νομάδες Çepni, αλλά δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη χρονολογία της εγκατάστασης. Το 1515 ο αριθμός των νοικοκυριών των ορθοδόξων ανερχόταν σε 271, από τα οποία τα 60 προέρχονταν από μετεγκατάσταση κατά το 16ο αιώνα χωρίς να είναι γνωστός ο αρχικός τους τόπος εγκατάστασης. Την ίδια χρονιά έχουν καταγραφεί και 4 μουσουλμανικά νοικοκυριά. Αργότερα, στις απογραφές του 1554, βρέθηκαν 16 μουσουλμανικά νοικοκυριά, 265 ορθόδοξα νοικοκυριά, 6 άγαμοι μουσουλμάνοι και 132 άγαμοι ορθόδοξοι. Στις επόμενες απογραφές ο αριθμός και των ορθόδοξων νοικοκυριών και των μουσουλμανικών είχε αυξηθεί, στα 397 και στα 27 αντίστοιχα. Το 1640 ο Evliya Çelebi περιγράφει την Τρίπολη ως έναν οικισμό σε καλή οικονομική κατάσταση με χριστιανούς ορθόδοξους κατοίκους. Προφανώς οι ορθόδοξοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων του οικισμού. Δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη σύνθεση του πληθυσμού της Τρίπολης το 18ο αιώνα.
Το 1813 ο Kinneir αναφέρει 400 χριστιανικά νοικοκυριά. Αργότερα, το 1834, στην Τρίπολη κατοικούσαν 400 μουσουλμανικές οικογένειες και 100 χριστιανικές. Η σημαντική μείωση των ορθόδοξων κατοίκων μέσα σε μια εικοσαετία οφειλόταν στην οικονομική παρακμή της Τρίπολης. Το 1846 ο αριθμός των μουσουλμανικών οικογενειών αυξήθηκε σε 450 και των χριστιανών σε 150. Το 1866 ο αριθμός των ορθόδοξων σπιτιών αυξήθηκε στα 200 και παρέμεινε ο ίδιος μέχρι το 1870. Στα 1869 ο αριθμός των φορολογούμενων αρρένων της πόλης ανερχόταν σε 8.258, από τους οποίους 1.707 ήταν ορθόδοξοι και 205 Αρμένιοι. Το 1877 ο αριθμός των σπιτιών της πόλης ανερχόταν σε 500, από τα οποία τα 100 ανήκαν σε ορθοδόξους. Το 1880, σύμφωνα με τις κρατικές απογραφές του βιλαετιού της Τραπεζούντας, στην Τρίπολη κατοικούσαν 18.139 άρρενες φορολογούμενοι, από τους οποίους 2.934 ήταν ορθόδοξοι και 213 Αρμένιοι. Ο Cuinet αναφέρει για το 1890 ότι στην Τρίπολη κατοικούσαν 8.000 άτομα, από τα οποία 5.600 ήταν μουσουλμάνοι, 2.000 χριστιανοί ορθόδοξοι και 400 γρηγοριανοί Αρμένιοι.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρονολογία εγκατάστασης των Αρμενίων στην Τρίπολη, αλλά πρέπει να έγινε το 19ο αιώνα. Το 1901 ο αριθμός των οικογενειών των ορθοδόξων ανερχόταν σε 250, όμως το 1903, σύμφωνα με τις πληροφορίες του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου, αυξήθηκαν σε 350. Ο Χρύσανθος αναφέρει ότι ο συνολικός πληθυσμός των ορθοδόξων ήταν 3.000 άτομα, αριθμός που φαίνεται μάλλον υπερβολικός. Από το 1910 έως το 1912 αρκετοί ορθόδοξοι εγκατέλειψαν την Τρίπολη για οικονομικούς λόγους με προορισμό τη Ρωσία. Στα τελευταία χρόνια της ορθόδοξης παρουσίας, στην πόλη κατοικούσαν περίπου 2.500 ορθόδοξοι.
Οι χριστιανοί κάτοικοι της Τρίπολης μιλούσαν την ποντιακή. Τα ποντιακά της Τρίπολης έμοιαζαν με αυτά της Αργυρούπολης, αλλά διέφεραν από εκείνα της Κερασούντας.
5. Θρησκεία
Από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά έθιμα των χριστιανών ορθόδοξων κατοίκων της Τρίπολης ήταν το χατζηλίκι. Οι προσκυνητές ξεκινούσαν το ταξίδι τους πριν από την Καθαρά Δευτέρα για να βρίσκονται στους Αγίους Τόπους τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το ταξίδι προς τους Αγίους Τόπους γινόταν μέσω της θαλάσσιας οδού. Διέσχιζαν τον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο Πέλαγος και τη Μεσόγειο. Περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, αγκυροβολούσαν στη Σκάλα Βηρυτού, κοντά στη Γιάφα, και από εκεί προχωρούσαν με τα πόδια προς τα Ιεροσόλυμα. Μόνο οι ευκατάστατοι Τριπολίτες πραγματοποιούσαν αυτό το ταξίδι, καθώς ήταν πολυέξοδο. Επίσης υπήρχαν γυναίκες προσκυνήτριες, τις οποίες αποκαλούσαν χατζάδες ή χατζίνες. Επέστρεφαν στην πατρίδα τους στο διάστημα από την Κυριακή του Θωμά μέχρι τα μέσα της εβδομάδας μετά από αυτήν. Όταν επέστρεφαν οι προσκυνητές, έπρεπε να δώσουν διάφορες δωρεές σε φίλους και συγγενείς και να ενισχύσουν τους φτωχούς. Είχαν επίσης την υποχρέωση να φιλοξενούν τους ξένους που έρχονταν στην Τρίπολη.
6. Δομή του οικισμού
Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη δομή της πόλης αφορούν τα μέσα του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, πριν από την εγκατάλειψη της πόλης από τον ορθόδοξο πληθυσμό. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι συνοικίες της πόλης ήταν οι εξής: Cintaşi, Hammam, Yeniköy, Çarşı, Kumyalı, Puçuklu, Kurtköyü, Gelibolu, Çatalçeşme, Çarşıbaşı ή Çarşı, İçeri και Mataracı. Η συνοικία Çarşıbaşı ήταν κέντρο εμπορικής δραστηριότητας και βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι αμιγώς χριστιανικές συνοικίες ήταν το Παραπόρτιν, το Σαλόνιν, η Τσιμιδά, το Ρούδιν και το Αγαλούκιν. Οι μεικτές συνοικίες, όπου κατοικούσαν ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι, ήταν οι συνοικίες Εγκίκιοϊ, Μαχμούτιν, Καραμάν Γιαλουσού και Σαργανά, στις οποίες οι ορθόδοξοι κατοικούσαν κοντά στην παραλία και οι Τούρκοι στο βάθος. Στο Αγαλούκιν η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν ορθόδοξοι, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι Αρμένιοι. Στη συνοικία Σαργανά κατοικούσαν 40 οικογένειες ορθοδόξων και ελάχιστοι μουσουλμάνοι. Στη συνοικία του Καραμάν Γιαλουσού ή Καραμάν Γιαλού η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι και υπήρχαν μόνο 36 οικογένειες ορθοδόξων. Η συνοικία του Ρούδιν βρισκόταν δεξιά από το λιμάνι της πόλης και εκεί κατοικούσαν μόνο 42 οικογένειες ορθοδόξων. Στο Παραπόρτι κατοικούσαν 47 και στο Μαχμούτιν 42 οικογένειες ορθοδόξων. Στη μεικτή συνοικία του Εγκίκιοϊ ζούσαν 45 οικογένειες ορθόδοξων χριστιανών. Στο Σαλόνι έμεναν 23 οικογένειες ορθοδόξων. Σημαντικότερη ορθόδοξη συνοικία της πόλης ήταν η Τσιμιδά, με 70 οικογένειες. Σε αυτή τη συνοικία βρισκόταν η εκκλησία του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ και η Αστική Σχολή.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην πόλη υπήρχαν 8 τζαμιά, 2 ορθόδοξες εκκλησίες, μία αρμενική εκκλησία, 350 καταστήματα, 2 χάνια, ένα χαμάμ, 15 φούρνοι και 8 μύλοι. Στην Τρίπολη υπήρχαν δύο πλατείες: το Τσιν-Τασί (Πέτρα της Νεράιδας) και η πλατεία προς το λιμάνι, που ονομαζόταν Λιμένι. Υπήρχαν επίσης ωραία πέτρινα σπίτια με κεραμίδια.
7. Οικονομία
Στην Τρίπολη δεν υπήρχε κάποιος δρόμος που να συνδέει την πόλη με το εσωτερικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Υπήρχε πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα. Μέχρι το 1820 οι μεταφορές γίνονταν με καΐκια, τα οποία έκαναν διαδρομές προς και από τις άλλες παραλιακές πόλεις του Πόντου. Με αυτά μετέφεραν τα περισσότερα προϊόντα τους, εξαγωγικά και εισαγωγικά. Η ίδρυση του ταρσανά το 1703 βοήθησε πολύ την οικονομική ζωή της πόλης. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα η πόλη είχε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα προς τη Ρωσία. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στον 20ό τα μεγάλα πλοία έπλεαν με ρωσική σημαία στη Μαύρη Θάλασσα. Μετά το 1840 άρχισε η ανάπτυξη της ναυπηγικής στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα να μπουν στην κυκλοφορία μεγαλύτερα πλοία.
Οι σημαντικότερες εμπορικές συναλλαγές και ο εφοδιασμός της Τρίπολης με είδη γενικού εμπορίου γίνονταν από την Τραπεζούντα και περισσότερο από την Κερασούντα. Τα κύρια προϊόντα τα προμήθευε η Ρωσία: αλεύρι, ζάχαρη, πετρέλαιο. Δύο φορές την εβδομάδα γίνονταν παζάρια, τη Δευτέρα στην Έσπιεν και την Τετάρτη στη Χαλκάβαλα. Σε αυτά τα παζάρια συμμετείχαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών, οι οποίοι πουλούσαν τα προϊόντα τους. Στην πόλη δεν είχε αναπτυχθεί η κτηνοτροφία διότι δεν υπήρχαν λιβάδια και βοσκοτόπια.
Η μοναδική καλλιέργεια που γινόταν σε τέτοιες ποσότητες ώστε να αποδίδει αξιόλογα εισοδήματα στους κατοίκους της Τρίπολης ήταν η κάνναβη. Από αυτήν έφτιαχναν σκοινιά, υφάσματα και χρησιμοποιούσαν τους σπόρους της στο φαγητό. Η υφαντουργία με βάση την κάνναβη ήταν διαδεδομένη, αφού μέχρι τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο όλοι οι κάτοικοι φορούσαν αυτό το είδος ρούχων. Από τα δημητριακά ευδοκιμούσε μόνο το καλαμπόκι. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν το μοναδικό της πόλης και αποτελούσε μέρος της διατροφής όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Επίσης υπήρχε παραγωγή σε φασόλια, ρύζι, καρύδια και μαύρα λάχανα. Τα αμπέλια τους ήταν γνωστά, όπως επίσης και το κρασί τους, το οποίο εξαγόταν. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα το σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της Τρίπολης ήταν το μπρούσκο κρασί. Αργότερα, όταν παρατήρησαν ότι το φουντούκι απέδιδε μεγαλύτερο κέρδος, ξερίζωσαν τα αμπέλια και καλλιέργησαν φουντουκιές. Με την ανάπτυξη της ναυτιλίας τα φουντούκια εξάγονταν και σε μακρινές αγορές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Γύρω στο 1856 έγινε η επέκταση της καλλιέργειας του φουντουκιού και όλο το εμπόριο της πόλης βασιζόταν σε αυτή. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επίπεδο της ζωής ήταν πολύ χαμηλό λόγω μείωσης στις τιμές του φουντουκιού στην αγορά. Αλλά αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι τιμές διπλασιάστηκαν. Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου οι θαλάσσιες επικοινωνίες διακόπηκαν και οι κάτοικοι στράφηκαν στην παραγωγή λαδιού από τα φουντούκια. Στην Τρίπολη παρήγαν δύο ειδών φουντούκια: Το «Σιβρί», που ήταν μακρουλό και πιο νόστιμο και εξαγόταν όλο στη Ρωσία, και το φτηνότερο, που ονομαζόταν «Μπουλκ», ήταν στρογγυλό και εξαγόταν στην Ευρώπη.
Το 19ο και τον 20ό αιώνα αρκετοί ψαράδες από την Τρίπολη πήγαιναν ως οικονομικοί μετανάστες στη Ρωσία και συγκεκριμένα στα παράλια της Κριμαίας. Εργάζονταν με μισθό και ποσοστό σε ψαράδικα εργοστάσια, όπου πάστωναν ψάρια. Εγκατέλειπαν τις οικογένειες τους το Μάρτη και επέστρεφαν το Σεπτέμβρη. Το χειμώνα δεν εργάζονταν. Η πλειοψηφία των ξενιτεμένων δεν ήξερε καμία τέχνη. Οι ορθόδοξοι που έμειναν στην πόλη είχαν καταστήματα και οι περισσότεροι ήταν αρτοποιοί. Υπήρχαν όμως και τεχνίτες χτίστες, μαραγκοί, ακόμα και μάγειροι.
8. Διοίκηση
Το 19ο αιώνα η πόλη ήταν έδρα καϊμακάμη. Λειτουργούσε επίσης ένα επταμελές συμβούλιο που αποτελούνταν από δύο μουσουλμάνους, έναν Αρμένιο, έναν εκπρόσωπο της ορθόδοξης κοινότητας, έναν ορθόδοξο εκκλησιαστικό επίτροπο, ένα μουφτή και τον ίδιο τον καϊμακάμη. Ο εκπρόσωπος της ορθόδοξης κοινότητας, ή μουχτάρης, ήταν ελληνόφωνος ο οποίος ανήκε στο συμβούλιο του καϊμακάμη. Εκλεγόταν με την υποστήριξη της δημογεροντίας από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης. Ο μουχτάρης ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των φόρων των ομογενών του και την παράδοσή τους. Στις αρχές του 20ού αιώνα η θέση του καταργήθηκε.
Το 19ο αιώνα ιδρύθηκε η κοινότητα των ορθοδόξων της Τρίπολης. Μετά την ίδρυση της κοινότητας ο πιο ευκατάστατος από τα μέλη της καταλάμβανε το αξίωμα του προέδρου. Ένας από τους πιο γνωστούς κοινοτικούς άρχοντες ήταν ο Χατζη-Γιώργης Μαυρίδης, ο οποίος μονοπώλησε αυτό το αξίωμα σχεδόν 40 χρόνια. Λόγω του πλούτου του είχε μεγάλη επιρροή στην Τραπεζούντα, στην Κωνσταντινούπολη και ανάμεσα στους μουσουλμάνους της Τρίπολης. Ταυτόχρονα ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Τρίπολης, σύμβουλος του καϊμακάμη. Λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στο αξίωμα του κοινοτικού άρχοντα αποκλήθηκε από τους συντοπίτες του «δικτάτορας».
Ανάμεσα στο Μαυρίδη και την κοινότητα ξέσπασε μεγάλη διαμάχη. Η κοινότητα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιτύχει την απομάκρυνσή του από την προεδρία. Για αυτόν το λόγο στις αρχές του 20ού αιώνα η κοινότητα συνέταξε κανονισμό, το λεγόμενο «Κοινοτικό Συνταγματικό», σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος της κοινότητας έπρεπε να εκλεγεί με ψηφοφορία. Ο Μαυρίδης μεταχειρίστηκε όλες τις δυνάμεις και τα μέσα που διέθετε για να αντιμετωπίσει την καινούργια κατάσταση, η οποία τον απομάκρυνε από την προεδρία της κοινότητας. Στο τέλος «αγόρασε εκατό συνδρομές που του δώσανε την εκλογική νίκη». Σύμφωνα με το «Κοινοτικό Συνταγματικό» έγιναν εκλογές και πρόεδρος της κοινότητας έγινε και πάλι ο Μαυρίδης.
Τα μέλη της κοινοτικής επιτροπής ήταν δεκατρία, πέντε δημογέροντες, τρεις στην εφορία, ένας επόπτης του σχολείου, δύο επίτροποι της εκκλησίας και δύο επίτροποι εισπράξεως καθυστερημένων φόρων. Η θητεία της δημογεροντίας ήταν διετής. Καταβαλλόταν προσπάθεια ώστε όλες οι διαφορές που ανέκυπταν μεταξύ των Ελλήνων να επιλύονται μέσα στα πλαίσια της κοινότητας και να αποφεύγεται η προσφυγή τους στις οθωμανικές αρχές.
Οι Έλληνες πλήρωναν ένα φόρο προς την κοινότητα ο οποίος ονομαζόταν «σχολική εισφορά». Το ποσό της εισφοράς ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση του καθενός και όποιος δεν πλήρωνε δεν είχε δικαίωμα ψήφου στην κοινότητα. Οι φτωχοί δεν πλήρωναν σχεδόν ποτέ, με συνέπεια να μη συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Η περιουσία της κοινότητας περιλάμβανε κυρίως ακίνητα. Τα έξοδά της καλύπτονταν από τη «σχολική εισφορά» ή από φιλανθρωπικές εισφορές. Η κοινότητα δεν συντηρούσε δρόμους, ούτε έκανε κοινοτικά έργα, όμως βοηθούσε φτωχούς και αρρώστους. Ο δεσπότης δεν επενέβαινε στη διοίκηση της κοινότητας παρά μόνον αν το ζήτημα ήταν εκκλησιαστικό. Μετά την ίδρυση του δήμου το 1877 ο δήμαρχος εκλεγόταν από τον πληθυσμό της πόλης και ήταν πάντα μουσουλμάνος. Το 1908 ιδρύθηκε από τη νεολαία της Τρίπολης ο Ελληνικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Οδύσσεια» με σκοπό τη διάδοση της παιδείας στους νέους και τη ενίσχυση των φτωχών της πόλης.
9. Εκκλησία
Το 19ο αιώνα στην Τρίπολη, η οποία διοικητικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η μεγάλη ορθόδοξη εκκλησία της πόλης ήταν αφιερωμένη στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και βρισκόταν στη συνοικία Τζαμιδά. Η μικρή βυζαντινή εκκλησία, χτισμένη σε βράχο, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και στα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί.
Κάθε δύο ή τρία χρόνια ο μητροπολίτης περιόδευε στην περιφέρειά του. Ο αντιπρόσωπος του μητροπολίτη ήταν υπεύθυνος για την έκδοση των αδειών γάμου και άλλων εγγράφων. Στην εκκλησία το ευαγγέλιο διαβαζόταν στην ποντιακή.
10. Εκπαίδευση
Στις αρχές του 19ου αιώνα στην πόλη της Τρίπολης δεν υπήρχε σχολείο. Την εκπαίδευση των κατοίκων την είχε αναλάβει ένας εγγράμματος, που αποκαλούνταν «λογιώτατος». Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχε σχολείο, στο οποίο δίδασκε ο ιερέας της πόλης. Το 1866 στην πόλη λειτουργούσε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, αλλά το 1870 συναντάμε το πρώτο ελληνικό αρρεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν πολλοί μαθητές από τα γύρω χωριά. Το δημοτικό σχολείο της πόλης χτίστηκε προφανώς στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Κυριάκο Ξενόπουλο. Το κτήριό του βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Το 1896 στο δημοτικό σχολείο της πόλης φοιτούσαν 120 μαθητές και δίδασκαν 3 δάσκαλοι. Το σχολείο περιλάμβανε επτατάξιο αρρεναγωγείο και τριτάξιο παρθεναγωγείο. Από την τετάρτη τάξη οι μαθήτριες παρακολουθούσαν κοινά μαθήματα με τα αγόρια. Στο κτήριο του δημοτικού σχολείο στεγαζόταν και το νηπιαγωγείο.
Το 1905 με εισφορές της κοινότητας Τρίπολης ιδρύθηκαν τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια. Τότε πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο Μαυρίδης, ο οποίος προσπάθησε να ονομαστεί το σχολείο στο όνομά του, κάτι που δεν αποδέχθηκαν οι ορθόδοξοι της πόλης με συνέπεια να δημιουργηθεί αναταραχή. Τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια περιλάμβαναν επτατάξια αστική σχολή αρρένων και πεντατάξιο παρθεναγωγείο, 6 δασκάλους και 350 μαθητές. Τα σχολεία συντηρούνταν από την κοινότητα, η οποία διόριζε τον έφορο του σχολείου και τους δασκάλους.
ΠΗΓΗ:ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
View 5.ΤΡΙΠΟΛΗ-6.ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ(Tirebolu & Giresun) in a larger map
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ,αφήστε σχόλιο...