Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιοχές-Πόλεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιοχές-Πόλεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Κοτύωρα-Ορντού


Κατά την αρχαιότητα, και πριν από την περσική κυριαρχία, τα Κοτύωρα αποτελούσαν ανεξάρτητη δημοκρατική πολιτεία, ενώ ο Αρριανός, στο έργο του «Περίπλους Ευξείνου», κατά το 2ο αι. μ.Χ. τα αναφέρει ως μια μικρή πόλη. Κατά την εποχή του Φαρνάκη Α΄ (185-170 π.Χ.) η πόλη των Κοτυώρων υπέπεσε σε κατάσταση μικρού αλιευτικού οικισμού και μετά το 63 π.Χ. ο Πομπήιος εγκατέστησε εδώ μερικές αλιευτικές οικογένειες για τις ανάγκες των ρωμαϊκών λεγεώνων.
Επί βυζαντινών τα Κοτύωρα δεν έχουν

ιδιαίτερα σημαντική παρουσία, ενώ το 1204 υπάγονται στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1454 περιέρχονται στην κυριαρχία του Σουλεϊμάν, ο οποίος παρέδωσε την πόλη στον Πορθητή, το 1461. Να σημειωθεί πως διερχόμενος ο Πορθητής παρατήρησε πως οι Έλληνες κάτοικοί της εγκατέλειψαν την πόλη τους και έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις, αφού προηγουμένως έκαψαν τα σπίτια τους για να μην τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι. Τότε διέταξε την εκ θεμελίων καταστροφή της για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος της.

Τα σημερινά Κοτύωρα, Ορντού, σύμφωνα με τη σύγχρονη ονομασία, εικάζεται πως έχουν χτιστεί στην ίδια ή σε παρακείμενη με την αρχαία πόλη τοποθεσία, πράγμα που επιβεβαιώνουν και τα ευρήματα που έφεραν στο φως αρχαιολογικές ανασκαφές. Ο Παπαμιχαλόπουλος αναφέρει ότι στα Κοτύωρα, το 19ο αι., βρέθηκε άγαλμα ανδρός που παραπέμπει στο θεό Ερμή.



ΠΗΓΗ:

Επίσης...
Ο Ξενοφών αναφέρει την πόλη ως αποικία της Σινώπης, ο δε Όμηρος στην Ιλιάδα την αποκαλεί Κύτωρο .
Το όνομα Κοτύωρα προέρχεται από το βασιλιά της Παφλαγονίας Κότυο και την ώρα (φρούριο).
Μετα την ίδρυση του βασιλείου του Πόντου από τους Μιθριδάτες, τα Κοτύωρα υποτάχθηκαν σ' αυτούς.
Ο Στράβωνας αναφέρει ότι οι κάτοικοι των Κοτυώρων αποίκησαν την Φαρνακία, γεγονός που μας δείχνει ότι την εποχή εκείνη τα Κοτύωρα είχαν πολύ μεγάλο πληθυσμό.
Κατά το 2 ο αιώνα τα Κοτύωρα ήταν ένα μικρό χωριό. Όταν το 1461 αλώθηκε η Πόλις, τα Κοτύωρα ερημώθηκαν από τον Ελληνικό πληθυσμό τους. Τότε η πόλη ονομάστηκε από τους τούρκους Ορντού που σημαίνει στρατόπεδο, γιατί εκεί συγκεντρωνόταν ο στρατός του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή.
Ψωμιάδειος Σχολή
Γύρω στα 1770 χριστιανικές οικογένειες από την Αργυρούπολη, τα χωριά Κορόξενα, Γαργάαινα, Δέσμενα, Κασσιόπη κ.ά., εγκαταστάθηκαν σε τοποθεσία ΝΔ των Κοτυώρων και σε απόσταση μίας ώρας από αυτά υπο την διοίκηση τούρκου διοικητή, του μουσελίμη.
Εκεί έζησαν περί τα 60 με 65 χρόνια και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Ορντού όπου μετ' ολίγον ήρθαν να προστεθούν σ' αυτούς και κάτοικοι της Τραπεζούντας υπο τον φόβο πιθανού εξισλαμισμού τους.
Τα κυριότερα προϊόντα που παρήγαγε και εξήγαγε ήταν το καλαμπόκι, τα φασόλια, τα φουντούκια, τα καρύδια, το δέρμα, το μαλλί, το λινάρι, τα αβγά το βούτυρο και η ξυλεία.
Καρυπίδειος Σχολή
Κατά τις αρχές του 20ου αιώνα η πόλη είχε περίπου 12.000 κατοίκους από τους οποίους οι 6.000 ήταν Έλληνες. Το 1917 ο πληθυσμός τους φτάνει τις 17.000 εκ των οποίων οι 7.000 ήταν Έλληνες.
Η έξωση και ο αφανισμός του Ελληνικού στοιχείου από την πόλη των Κοτυώρων άρχισε τον Σεπτέμβριο του1917.
Στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν εκεί 9τάξιο Γυμνάσιο ( Ψωμειάδειος Σχολή ), 4τάξιο δημοτικό σχολείο, νηπιαγωγείο ( Καρυπίδειος Σχολή ) και παρθεναγωγείο. Ο ελληνισμός των Κοτυώρων και των 57 γύρω ελληνικών χωριών, όπως, άλλωστε και ολόκληρος ο ελληνισμός του Πόντου, υπέστη τα πάνδεινα από τους Τούρκους που είχαν στόχο την ολοσχερή εξαφάνισή του.

ΔΕΙΤΕ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΚΟΤΥΩΡΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΕΔΩ


The Greek villages of Pontus (Από το pontos world)

ΚΟΤΥΩΡΑ (ΟΡΔΟΥ) - KOTYORA (ORDOU)

Τμήμα Κοτυώρων (Section Kotyora)
Κοτύωρα - Ordu
Αλαντζούκ - Alantzouk
Αλήσαϊβάν - Alisayvan
Αλούτζιν - Aloutzin
Αρμούτελη-Μαντέν - Armouteli-Maden
Αρπάκιοϊ - Arpakoy
Άρτας - Artas
Αρτούχ - Artoukh
Αχουρλή (Ρουμ Αχουρλή) - Akhourli (Rum Akhourli)
Γενίκιοϊ - Yalıköy (Yeniköy)
Γιούναλαν (ή Ίνταλαν) - Yunalan (or Intalan)
Γκιαούρμπικι - Gkiaourbiki
Ίνερε - Inere
Καβακλίτζε - Kavaklitze
Καγιάμπασι - Kayabasi
Καραπάνατα (ή Κάτω Γκιαβούρμπικι) - Karapanata (or Lower Gkiavourbiki)
Καρατάς - Karatas
Κιάλταγου - Kialtagou
Κιρετσούχ - Kiretsoukh
Κοϊνούκ - Koynouk
Κουζούλτιζι - Kouzoultizi
Κούσουβα - Kousouva
Μεσάτσιχουρ - Mesatsikhour
Μπέηλαν - Beyalan
Οβάτζιχουρ - Ovatzikhour
Ολάαλαν - Olaalan
Ολουκλί - Oloukli

Πολεμόνιο-Bolaman
Ποτάμια - Potamia
Σεμέν - Semmen
Σινανλί - Sinanli
Ταλκιτζά - Talkitza
Τεϊνελί - Teynelli
Τελίκκαγια - Telikkayia
Τεπέκιοϊ - Tepekoy
Τιουτιουκλί - Tioutioukli
Τουρνάσουϊ - Turnasuyu

Τσάμπασι(ν)-Çambaşı
Τσαταλί - Tsatali
Τσοού - Tsoou
Φεραχλί - Ferakhli
Χαϊτάρ - Khaitar


Τμήμα Βώνας (Section Vona)
Βώνα - Vona
Γιασών (Ιασώνιον) - Yiason (Yiasonion)
Περσεμπέ - Persembe
Πολατλί - Bolatli
Τεκκιά ή Φέκια - Tekkia or Fekia
Τσάκα -Τσάκα-Aziziye (Çaka)
Φερνέκ - Fernek


Τμήμα Χαψάμανας (Section Khapsamana)
Γκιόλκιοϊ (Χαψάμανα) - Gölköy (Khapsamana)
Άκκερις - Akkeris
Αντούζ - Antouz
Γεμισκιάν - Yemiskian
Εϊρίπελ - Eirypel
Κιλιτζάχασαν - Kilitzakhasan
Κουρούαγατς - Kourouagats
Μεσάαλαν - Mesaalan
Περνετζίκ - Pernetzik
Τάμαλαν - Tamalan
Τάραχτα - Tarakhta

This list of the Greek villages of Pontus (or villages where Greeks resided) was compiled by the Center of Asia Minor Studies (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) which is based in Greece.

The list may exclude some villages which weren't known at the time the study was completed. The list comprises the villages from the
37 regions of Pontus.

Source: The History of Pontian Hellenism
Christos Samouilidis.
Thessaloniki 1992
.












ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Κοτύωρα-Ορντού "

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Το άγνωστο “Ζάλογγο” του ΠΟΝΤΟΥ





KIZLAR KAITESI - Το άγνωστο “Ζάλογγο” του Πόντου...


Asar Kale 556 in Turkey   Επί εποχής Χασάν Αλήμπεη και σε μια προσπάθεια των ανθρώπων του να συλλάβουν νεαρές γυναίκες για να τις στείλουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, ένας με­γάλος αριθμός γυναικόπαιδων και νεαρών κοριτσιών (από το Ασάρ),μπή­καν το 1680, μέσα στο κάστρο του Άλυ, το μετέπειτα Κιζ Καλεσί, για να αποφύγουν τη σύλληψη. 










Το χωριό Ασάρ - Asar σήμερα
Μετά από πολιορκία 48 ημερών, άλλες έγκλειστες έχασαν τα λογι­κά τους, άλλες πέθαναν από πείνα και δίψα, άλλες έφυγαν κρυφά και παραδόθηκαν στους Τούρκους του ντερέμπεη, γιατί δεν άντεχαν τις στερήσεις των 48 ημερών, ενώ μια ομάδα από 30 – 40 νεαρά κορίτσια, για να μην παρα­δοθούν, ανέβηκαν ψηλά στην κορυφή του κάστρου από όπου έπεσαν και αυτοκτόνησαν.  Μετά από όλα αυτά που συνέβαιναν στην περιοχή της Πάφρας, ξεσηκώθηκαν μερικοί λεοντόκαρδοι Έλληνες και ανέβηκαν στα γύρω βουνά και, αφού ζώστηκαν τα άρματα, άρχισαν και αυτοί να κάνουν αντίποινα στους ανθρώπους του ντερέμπεη. Μέσα από τα τρίσβαθα της ψυχής τους αναπηδούσε η σπίθα της τιμής και του αγώνα, που αποτελούσαν το νόημα της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας και έπαιρναν και τη βαριά ευθύνη για έναν άνισο αγώνα, αλλά τίμιο και παλικαρίσιο, κατά του Τούρκου δυνάστη.   Μέσα στη λαίλαπα αυτή των διώξεων και των μαρτυρίων, ξεκινούν μερικοί για τον μεγάλο αγώνα, από το 1690 ακόμη, όταν ο υπόλοιπος Πόντος μένει καθη­λωμένος και αδύναμος να αντιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο. ΠΗΓΗ :olympia.gr        Ο χορός,Θανατί΄ Λάγγεμαν,Μπάφρας
Λαογραφικά στοιχεία Θανατί΄ Λάγγεμαν ή Κιζλάρ Χοπλαμασί που στην Τουρκική γλώσσα σημαίνει «Πήδημα Κοριτσιών» ή Κιζλάρ Καϊτεσί δηλαδή «μουσικός σκοπός των κοριτσιών» είναι χορός που χόρευαν στην Μπάφρα για να τιμήσουν τις 25-30 κοπέλες από το χωριό Ασάρ που το 1680 προτίμησαν να πέσουν σε γκρεμό ύψους 150 μέτρων από το θρυλικό κάστρο του Ασάρκαλέ (Asarakle), όπου είχαν καταφύγει και κρύβονταν μαζί με άλλους 2000 για να γλυτώσουν την αιχμαλωσία και την ατίμωση από τους Τούρκους. Το κάστρο άντεξε την πολιορκία των Τούρκων 48 ημέρες. Στο διάστημα αυτό κάποιοι από τους 2000 έγκλειστους πέθαναν από ασιτία με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να αποφασίσουν να παραδοθούν. Μερικές κοπέλες προτίμησαν τον θάνατο. Έτσι μετά από την αυτοθυσία των κοριτσιών το κάστρο ονομάστηκε Κίζ καλεσί (Kiz Kalesi) δηλαδή το «Το Κάστρο των Κοριτσιών». Ο χορός αναπαριστά την κίνηση της κοπέλας καθώς πηδούσε στο κενό για να συναντήσει τον θάνατο στα απότομα και κοφτερά βράχια. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν ο ζουρνάς με το νταούλι και λιγότερο η λύρα. Χορογραφία Μεικτός δεξιόστροφος χορός που έχει 10 βήματα και η λαβή είναι από τις παλάμες με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα ή στην ανάταση. Πάτημα δεξιού ποδιού στην διάσταση δεξιά πάνω στην νοητή περιφέρεια του κύκλου που κινείται ο χορός με τα χέρια να αιωρούνται προς τα πίσω (βήμα 1) το αριστερό πόδι περνά πίσω από το δεξί τα χέρια αιωρούνται προς τα εμπρός (βήμα 2) πάτημα-αναπήδηση του δεξιού ποδιού στην διάσταση δεξιά προς την νοητή περιφέρεια του κύκλου τα χέρια αιωρούνται προς τα πίσω (βήμα 3) άρση του αριστερού με ήπιο λάκτισμα ευθεία μπροστά τα χέρια αιωρούνται προς τα εμπρός (βήμα 4) πάτημα-αναπήδηση στον τόπο του αριστερού ποδιού (βήμα 5, τα χέρια προς τα πίσω) άρση του δεξιού με ήπιο λάκτισμα ευθεία μπροστά (βήμα 6 τα χέρια αιωρούνται προς τα εμπρός) πάτημα-αναπήδηση στον τόπο δεξιού ποδιού (βήμα 7 τα χέρια πίσω) άρση του αριστερού ποδιού με ήπιο λάκτισμα ευθεία μπροστά (βήμα 8 τα χέρια προς τα εμπρός) πάτημα-αναπήδηση στον τόπο αριστερού ποδιού (βήμα 9 με αιώρηση των χεριών προς τα πίσω) και άρση του δεξιού με ήπιο λάκτισμα ευθεία μπροστά (βήμα 10 τα χέρια προς τα εμπρός). Στην παραλλαγή του χορού με τα χέρια στην ανάταση στα πρώτα τέσσερα βήματα του χορού υπάρχει αιώρηση των χεριών πίσω-προς ενώ από το 5ο μέχρι το 10ο τα χέρια παραμένουν στην ανάταση. Ο ρυθμός είναι δίσημος 2/4 ή 4/8 (2-2).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Το άγνωστο “Ζάλογγο” του ΠΟΝΤΟΥ "

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

ΡΙΖΟΥΝΤΑ-ΡΙΖΑΙΟΝ

 Ριζούντα

Πόλη - λιμάνι (60 χλμ. ανατολικά της Τραπεζούντας). Στην εποχή του Ιουστινιανού ήταν πολυάνθρωπη και αποτελούσε ένα από τα κυριότερα φρούρια των ανατολικών πλευρών της Βυζαντνής αυτοκρατορίας. Από το 1878, όταν το Βατούμ καταλήφθηκε από τους Ρώσους, η Ριζούντα έγινε πρωτεύουσα της περιφέρειας του Λαζιστάν, η οποία υπαγόταν στον νομό της Τραπεζούντας.
Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός της έφτανε τις 5.000, περίπου , κατοίκους , από τους οποίους 1500 ήταν Έλληνες, , από τα Σούρμενα.
Ήταν το κέντρο μιας αγροτικής κατά κύριο λόγο περιοχής, αλλά οι κάτοικοι είχαν και τη ναυτιλία ανάμεσα στις κυριες απασχολήσεις τους.
Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη της Τραπεζούντας. Υπήρχαν πέντε εκκλησίες, τρία δημοτικά σχολεία, ημιγυμνάσιο και σχολαρχείο.
Στην πόλη δρούσαν φιλόπτωχος αδελφότητα και ο μουσικοχορευτικός σύλλογος «Χρύσανθος» (1917).
Στη διάρκεια του πολέμου το Ρίζαιον καταλήφθηκε προσωρινά από τα ρωσικά στρατεύματα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όσοι κάτοικοι της πόλης επέζησαν των διώξεων κατευθύνθηκαν προς τον Καύκασο ή την Ελλάδα.

ΠΗΓΗ:PontosNews

 

 

ΧΩΡΙΑ ΡΙΖΑΙΟΥ (ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΕΔΩ) 

Ριζούντα - Rizounta
Αργαλιά - Argalia
Γιαλός (ή Ρόσι) - Yialos (or Rosi)
Κλητό - Klito
Λαζού - Lazou
Πασιάν - Pasian
Ρωμανό - Romano

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΡΙΖΟΥΝΤΑ-ΡΙΖΑΙΟΝ "

ΟΦΗΣ

ΟΦΗΣ
 

Ή Οφία, ή ο Οφιούς. Περιοχή περί τον Όφι ποταμό, ανατολικά της Τραπεζούντας. Κύριο χαρακτηριστικό του πληθυσμού της ήταν ο ομαδικός εξισλαμισμός του κατά το 17 ο αιώνα, καθώς και η καθαρότητα (και αρχαιοπρέπεια) του γλωσσικού ιδιώματος που μιλούσαν οι Οφλήδες.
Η έλλειψη μοναστηριών στην περιοχή συντέλεσε με την σειρά της σε αυτή την τραγική για τους Οφλήδες, κατάληξη, να εξισλαμισθούν μετά απο βασανιστήρια, διώξεις και αλλεπάλληλες δοκιμασίες.
Τον Όφη διαρρέουν και οι ποταμοί Καλοπόταμος και Μπαλτατζή Ντερέ, (Ψυχροπόταμος).
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από λόφους, βουνά, χαράδρες και λαγκάδια.
Ο Όφης αποτελείτο από 65 χωριά που τα κατοικούσαν Έλληνες χριστιανοί που εξισλαμίστηκαν στα μέσα του 17 ο αιώνα δια της βίας. Περί το 1866 οι Οφλήδες κάτοικοι του Όφη έφταναν τις 15.000 ψυχές.
Τα ονόματα των χωριών τους μαρτυρούν την γνήσια Ελληνική τους καταγωγή : Αληθινός, Κοντού, Μεσοχώρι, Ξένος, Γοργορά, Όκαινα, Παλαχώρι (Παλαιοχώρι), Σαχάρω, Υψηλή, (απο όπου καταγόταν η οικογένεια των Υψηλάντηδων), Φωτεινός. Τα δέ επώνυμά των Οφλήδων δηλώνουν επίσης της αρχαιοελληνική τους καταγωγή : Αντώνογλου, Γιάννογλου, Φώτογλου, Παπάζογλου, Μαντάνης, Μερτζάνης κ.ά
Οι εξισλαμισθέντες Οφλήδες διατήρησαν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών την Ποντιακή τους λαλιά και τα πατροπαράδοτα έθιμα. Φύλαξαν με σεβασμό τα κειμήλια όπως, ευαγγέλια-ιερά βιβλία-ιερά άμφια-χειρόγραφα-θυμιατήρια-σταυρούς-εκκλησιαστικά σκεύη.
Διέφεραν κατά πολύ και απο όλους τους άλλους μουσουλμάνους τόσο στον χαρακτήρα όσο και στον πολιτισμό.
Οι Οφλήδες ήταν ήρεμοι άνθρωποι και ασχολούνταν με τα γράμματα και τις τέχνες με ιδιαίτερη κλίση στις θεολογικές σπουδές. Οι μουσουλμανικές ιερατικές σχολές του Όφη ήταν απο τις καλύτερες.
Σε παλιά χειρόγραφα οι περιοχές Κάνεως και Όφεως σημειώνονται ως επισκοπές Τραπεζούντος. Συνολικά εξισλαμίστηκαν περί τις 65.000 Έλληνες Οφλήδες.                                                                  

ΠΗΓΗ:kotsari.com

ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΕΔΩ
A list of the Greek villages of Pontus (Pontos World)

ΟΦΗ - OFI
Αληθινός-Uzuntarla (Alithinos)
Γίγας - Yigas
Γοργοράς-Eğridere (Gorgoras)
Ζήνων-Ulucami(Zeno)
Ζησινό - Zisino
Ζουρέλ - Zourel

Κοντού-Dernekpazarı
Κουρίτς - Kourits
Κοφκία - Kofkia
Κρηνίτα - Krinita
Λέκα - Leka

Μεσοχώρι 
Ξένος
Όκαινα
Παλαχώρι (Παλαιοχώρι)
Σάραχο-Uzungol (Şaraho) 
Υψήλ-Arpaozu 
Φωτεινός-Kabataş(Fotinos)  
Χαλτ - Halt
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΟΦΗΣ "

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

ΤΡΙΠΟΛΗ-TIREBOLU

ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΕΔΩ
1. Τοποθεσία - Ονομασία
Η πόλη Τρίπολη βρίσκεται κοντά στις εκβολές του ποταμού Χαρσιώτου (Harşit), 77 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας και 54 χλμ. ανατολικά της Κερασούντας. Κοντά στην πόλη βρίσκονται τα βουνά Σισ-δάγ και Τσαλ-δάγ, με ύψος 2.810 μ. και 1.966 μ. αντίστοιχα. Η ονομασία της πόλης οφείλεται στη δημιουργία της από τρεις προϋπάρχουσες αρχαίες πόλεις: την Ισχόπολη, την Αργύρια ή Αργύρεια και τη Φιλοκάλεια. Μετά την οθωμανική κατάκτηση ονομάστηκε Driboli και αργότερα Tirebolu.
2. Διοικητική υπαγωγή
Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, το 15ο αιώνα, η Τρίπολη ανήκε στο ναχιγιέ Κürtün, που υπαγόταν στο βιλαέτι Τραπεζούντας. Αργότερα στον ίδιο αιώνα έγινε έδρα καζά. Κατά διαστήματα ο καζάς αυτός ανήκε είτε στο σαντζάκι Gümüşhane (Αργυρούπολης) είτε στο σαντζάκι Giresun (Κερασούντας). Το 19ο αιώνα το καϊμακαμλίκι Τρίπολης είχε την έδρα του στην πόλη και υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι και στο βιλαέτι Τραπεζούντας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Şemseddin Sami και του Ali Cevad, διατήρησε τη διοικητική αυτή θέση ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο δήμος της πόλης ιδρύθηκε το 1877. Το 1892 το καϊμακαμλίκι Τρίπολης περιλάμβανε δύο μουχταρλίκια, το Görele και το Şiran. Ο Şemseddin Sami αναφέρει ότι την ίδια εποχή στο καϊμακαμλίκι Τρίπολης υπάγονταν 114 χωριά. Τον 20ό αιώνα η διοικητική υπαγωγή του καϊμακαμλικιού Τρίπολης παραμένει ίδια με του 19ου αιώνα, αυξάνεται όμως ο αριθμός των χωριών που υπάγονται στο καϊμακαμλίκι. Συνολικά αναφέρονται 125 μουσουλμανικά και χριστιανικά χωριά.
3. Ιστορία
Το 1461 η Τρίπολη κατακτήθηκε από το Μωάμεθ τον Πορθητή στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Κομνηνών. Μετά την κατάληψη του οικισμού από τους Οθωμανούς εγκαταστάθηκαν εκεί οι Τουρκομάνοι νομάδες Çepni. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη του μουσουλμανικού στοιχείου στην περιοχή. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, από το 15ο έως το 18ο αιώνα η Τρίπολη αναπτύχθηκε οικονομικά ως λιμάνι αλλά δε συναντάμε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Για το λόγο αυτόν, ίσως, το 1701 ο Tournefort την αναφέρει ως χωριό. Το 18ο αιώνα αρκετοί μετανάστες μεταλλουργοί από την περιοχή της Χαλδίας εγκαταστάθηκαν στην Τρίπολη και σε άλλες πόλεις. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις και περιοχές του Πόντου, οι κάτοικοί της δεν εξισλαμίστηκαν, αλλά διατήρησαν τη θρησκευτική τους παράδοση. Η βασική αιτία ήταν η ύπαρξη των μεταλλείων όπου εργάζονταν οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν ειδικά προνόμια, όπως απαλλαγή από κάποιους φόρους.
Το 1806 εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ο Kel Alioğlu Ali Ağa, ύστερα από την εξέγερση της οικογένειας Tuzcu oğulları στην περιοχή του Ερζερούμ. Το 1816 ο Kel Alioğlu Ali Ağa κατέλαβε την πόλη, αλλά στις 26 Οκτωβρίου 1816 τα οθωμανικά στρατεύματα επανέκτησαν τον έλεγχό της. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η κατάσταση για τους ορθόδοξους της πόλης ήταν εκρηκτική, όπως φαίνεται από το φιρμάνι που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη προς τη διοίκηση της Τρίπολης στα τέλη Απριλίου 1821. Σύμφωνα με το φιρμάνι, όσοι ορθόδοξοι υποστήριζαν την επανάσταση και συμμετείχαν σε αυτή θα αντιμετώπιζαν αυστηρές ποινές.
Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου και την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αυτόν η κατάσταση στην πόλη άλλαξε άρδην. Το Δεκέμβριο του 1914 ο ρωσικός στόλος βομβάρδισε την Τρίπολη. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν άμαχοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στα μέσα Ιουνίου 1915, ξεκίνησε ο εκτοπισμός των Αρμένιων κατοίκων της πόλης.
Το ξημέρωμα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου 1916 ξεκίνησε ο εκτοπισμός περίπου 3.000 ορθοδόξων από την πόλη της Τρίπολης. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί οδηγήθηκαν στο χωριό Μπρικ, ένα εγκαταλειμμένο Αρμενοχώρι όπου κάποτε ζούσαν 500 οικογένειες. Τέσσερις μήνες μετά την εγκατάστασή τους εκεί, σημειώθηκε επιδημία. Αργότερα προχώρησαν προς τη Ρωσία, όπου παρέμειναν περίπου 9 μήνες. Τελικά τον Απρίλιο του 1919 αρκετοί από τους Τριπολίτες εγκατέλειψαν τη Ρωσία και κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα.
4. Δημογραφία
Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Τρίπολη οι κάτοικοι ήταν αποκλειστικά χριστιανοί ορθόδοξοι. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή πληθυσμού του 1486, στο φρούριο υπήρχαν μόνο 67 νοικοκυριά χριστιανών ορθοδόξων. Είναι γνωστό ότι αργότερα στον οικισμό εγκαταστάθηκαν οι νομάδες Çepni, αλλά δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη χρονολογία της εγκατάστασης. Το 1515 ο αριθμός των νοικοκυριών των ορθοδόξων ανερχόταν σε 271, από τα οποία τα 60 προέρχονταν από μετεγκατάσταση κατά το 16ο αιώνα χωρίς να είναι γνωστός ο αρχικός τους τόπος εγκατάστασης. Την ίδια χρονιά έχουν καταγραφεί και 4 μουσουλμανικά νοικοκυριά. Αργότερα, στις απογραφές του 1554, βρέθηκαν 16 μουσουλμανικά νοικοκυριά, 265 ορθόδοξα νοικοκυριά, 6 άγαμοι μουσουλμάνοι και 132 άγαμοι ορθόδοξοι. Στις επόμενες απογραφές ο αριθμός και των ορθόδοξων νοικοκυριών και των μουσουλμανικών είχε αυξηθεί, στα 397 και στα 27 αντίστοιχα. Το 1640 ο Evliya Çelebi περιγράφει την Τρίπολη ως έναν οικισμό σε καλή οικονομική κατάσταση με χριστιανούς ορθόδοξους κατοίκους. Προφανώς οι ορθόδοξοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων του οικισμού. Δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη σύνθεση του πληθυσμού της Τρίπολης το 18ο αιώνα.
Το 1813 ο Kinneir αναφέρει 400 χριστιανικά νοικοκυριά. Αργότερα, το 1834, στην Τρίπολη κατοικούσαν 400 μουσουλμανικές οικογένειες και 100 χριστιανικές. Η σημαντική μείωση των ορθόδοξων κατοίκων μέσα σε μια εικοσαετία οφειλόταν στην οικονομική παρακμή της Τρίπολης. Το 1846 ο αριθμός των μουσουλμανικών οικογενειών αυξήθηκε σε 450 και των χριστιανών σε 150. Το 1866 ο αριθμός των ορθόδοξων σπιτιών αυξήθηκε στα 200 και παρέμεινε ο ίδιος μέχρι το 1870. Στα 1869 ο αριθμός των φορολογούμενων αρρένων της πόλης ανερχόταν σε 8.258, από τους οποίους 1.707 ήταν ορθόδοξοι και 205 Αρμένιοι. Το 1877 ο αριθμός των σπιτιών της πόλης ανερχόταν σε 500, από τα οποία τα 100 ανήκαν σε ορθοδόξους. Το 1880, σύμφωνα με τις κρατικές απογραφές του βιλαετιού της Τραπεζούντας, στην Τρίπολη κατοικούσαν 18.139 άρρενες φορολογούμενοι, από τους οποίους 2.934 ήταν ορθόδοξοι και 213 Αρμένιοι. Ο Cuinet αναφέρει για το 1890 ότι στην Τρίπολη κατοικούσαν 8.000 άτομα, από τα οποία 5.600 ήταν μουσουλμάνοι, 2.000 χριστιανοί ορθόδοξοι και 400 γρηγοριανοί Αρμένιοι. 
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρονολογία εγκατάστασης των Αρμενίων στην Τρίπολη, αλλά πρέπει να έγινε το 19ο αιώνα. Το 1901 ο αριθμός των οικογενειών των ορθοδόξων ανερχόταν σε 250, όμως το 1903, σύμφωνα με τις πληροφορίες του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου, αυξήθηκαν σε 350. Ο Χρύσανθος αναφέρει ότι ο συνολικός πληθυσμός των ορθοδόξων ήταν 3.000 άτομα, αριθμός που φαίνεται μάλλον υπερβολικός. Από το 1910 έως το 1912 αρκετοί ορθόδοξοι εγκατέλειψαν την Τρίπολη για οικονομικούς λόγους με προορισμό τη Ρωσία. Στα τελευταία χρόνια της ορθόδοξης παρουσίας, στην πόλη κατοικούσαν περίπου 2.500 ορθόδοξοι.
Οι χριστιανοί κάτοικοι της Τρίπολης μιλούσαν την ποντιακή. Τα ποντιακά της Τρίπολης έμοιαζαν με αυτά της Αργυρούπολης, αλλά διέφεραν από εκείνα της Κερασούντας.
5. Θρησκεία
Από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά έθιμα των χριστιανών ορθόδοξων κατοίκων της Τρίπολης ήταν το χατζηλίκι. Οι προσκυνητές ξεκινούσαν το ταξίδι τους πριν από την Καθαρά Δευτέρα για να βρίσκονται στους Αγίους Τόπους τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το ταξίδι προς τους Αγίους Τόπους γινόταν μέσω της θαλάσσιας οδού. Διέσχιζαν τον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο Πέλαγος και τη Μεσόγειο. Περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, αγκυροβολούσαν στη Σκάλα Βηρυτού, κοντά στη Γιάφα, και από εκεί προχωρούσαν με τα πόδια προς τα Ιεροσόλυμα. Μόνο οι ευκατάστατοι Τριπολίτες πραγματοποιούσαν αυτό το ταξίδι, καθώς ήταν πολυέξοδο. Επίσης υπήρχαν γυναίκες προσκυνήτριες, τις οποίες αποκαλούσαν χατζάδες ή χατζίνες. Επέστρεφαν στην πατρίδα τους στο διάστημα από την Κυριακή του Θωμά μέχρι τα μέσα της εβδομάδας μετά από αυτήν. Όταν επέστρεφαν οι προσκυνητές, έπρεπε να δώσουν διάφορες δωρεές σε φίλους και συγγενείς και να ενισχύσουν τους φτωχούς. Είχαν επίσης την υποχρέωση να φιλοξενούν τους ξένους που έρχονταν στην Τρίπολη.
6. Δομή του οικισμού
Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη δομή της πόλης αφορούν τα μέσα του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, πριν από την εγκατάλειψη της πόλης από τον ορθόδοξο πληθυσμό. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι συνοικίες της πόλης ήταν οι εξής: Cintaşi, Hammam, Yeniköy, Çarşı, Kumyalı, Puçuklu, Kurtköyü, Gelibolu, Çatalçeşme, Çarşıbaşı ή Çarşı, İçeri και Mataracı. Η συνοικία Çarşıbaşı ήταν κέντρο εμπορικής δραστηριότητας και βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι αμιγώς χριστιανικές συνοικίες ήταν το Παραπόρτιν, το Σαλόνιν, η Τσιμιδά, το Ρούδιν και το Αγαλούκιν. Οι μεικτές συνοικίες, όπου κατοικούσαν ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι, ήταν οι συνοικίες Εγκίκιοϊ, Μαχμούτιν, Καραμάν Γιαλουσού και Σαργανά, στις οποίες οι ορθόδοξοι κατοικούσαν κοντά στην παραλία και οι Τούρκοι στο βάθος. Στο Αγαλούκιν η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν ορθόδοξοι, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι Αρμένιοι. Στη συνοικία Σαργανά κατοικούσαν 40 οικογένειες ορθοδόξων και ελάχιστοι μουσουλμάνοι. Στη συνοικία του Καραμάν Γιαλουσού ή Καραμάν Γιαλού η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι και υπήρχαν μόνο 36 οικογένειες ορθοδόξων. Η συνοικία του Ρούδιν βρισκόταν δεξιά από το λιμάνι της πόλης και εκεί κατοικούσαν μόνο 42 οικογένειες ορθοδόξων. Στο Παραπόρτι κατοικούσαν 47 και στο Μαχμούτιν 42 οικογένειες ορθοδόξων. Στη μεικτή συνοικία του Εγκίκιοϊ ζούσαν 45 οικογένειες ορθόδοξων χριστιανών. Στο Σαλόνι έμεναν 23 οικογένειες ορθοδόξων. Σημαντικότερη ορθόδοξη συνοικία της πόλης ήταν η Τσιμιδά, με 70 οικογένειες. Σε αυτή τη συνοικία βρισκόταν η εκκλησία του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ και η Αστική Σχολή.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην πόλη υπήρχαν 8 τζαμιά, 2 ορθόδοξες εκκλησίες, μία αρμενική εκκλησία, 350 καταστήματα, 2 χάνια, ένα χαμάμ, 15 φούρνοι και 8 μύλοι. Στην Τρίπολη υπήρχαν δύο πλατείες: το Τσιν-Τασί (Πέτρα της Νεράιδας) και η πλατεία προς το λιμάνι, που ονομαζόταν Λιμένι. Υπήρχαν επίσης ωραία πέτρινα σπίτια με κεραμίδια.
7. Οικονομία
Στην Τρίπολη δεν υπήρχε κάποιος δρόμος που να συνδέει την πόλη με το εσωτερικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Υπήρχε πρόσβαση μόνο από τη θάλασσα. Μέχρι το 1820 οι μεταφορές γίνονταν με καΐκια, τα οποία έκαναν διαδρομές προς και από τις άλλες παραλιακές πόλεις του Πόντου. Με αυτά μετέφεραν τα περισσότερα προϊόντα τους, εξαγωγικά και εισαγωγικά. Η ίδρυση του ταρσανά το 1703 βοήθησε πολύ την οικονομική ζωή της πόλης. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα η πόλη είχε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα προς τη Ρωσία. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στον 20ό τα μεγάλα πλοία έπλεαν με ρωσική σημαία στη Μαύρη Θάλασσα. Μετά το 1840 άρχισε η ανάπτυξη της ναυπηγικής στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα να μπουν στην κυκλοφορία μεγαλύτερα πλοία.
Οι σημαντικότερες εμπορικές συναλλαγές και ο εφοδιασμός της Τρίπολης με είδη γενικού εμπορίου γίνονταν από την Τραπεζούντα και περισσότερο από την Κερασούντα. Τα κύρια προϊόντα τα προμήθευε η Ρωσία: αλεύρι, ζάχαρη, πετρέλαιο. Δύο φορές την εβδομάδα γίνονταν παζάρια, τη Δευτέρα στην Έσπιεν και την Τετάρτη στη Χαλκάβαλα. Σε αυτά τα παζάρια συμμετείχαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών, οι οποίοι πουλούσαν τα προϊόντα τους. Στην πόλη δεν είχε αναπτυχθεί η κτηνοτροφία διότι δεν υπήρχαν λιβάδια και βοσκοτόπια.
Η μοναδική καλλιέργεια που γινόταν σε τέτοιες ποσότητες ώστε να αποδίδει αξιόλογα εισοδήματα στους κατοίκους της Τρίπολης ήταν η κάνναβη. Από αυτήν έφτιαχναν σκοινιά, υφάσματα και χρησιμοποιούσαν τους σπόρους της στο φαγητό. Η υφαντουργία με βάση την κάνναβη ήταν διαδεδομένη, αφού μέχρι τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο όλοι οι κάτοικοι φορούσαν αυτό το είδος ρούχων. Από τα δημητριακά ευδοκιμούσε μόνο το καλαμπόκι. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν το μοναδικό της πόλης και αποτελούσε μέρος της διατροφής όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Επίσης υπήρχε παραγωγή σε φασόλια, ρύζι, καρύδια και μαύρα λάχανα. Τα αμπέλια τους ήταν γνωστά, όπως επίσης και το κρασί τους, το οποίο εξαγόταν. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα το σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της Τρίπολης ήταν το μπρούσκο κρασί. Αργότερα, όταν παρατήρησαν ότι το φουντούκι απέδιδε μεγαλύτερο κέρδος, ξερίζωσαν τα αμπέλια και καλλιέργησαν φουντουκιές. Με την ανάπτυξη της ναυτιλίας τα φουντούκια εξάγονταν και σε μακρινές αγορές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Γύρω στο 1856 έγινε η επέκταση της καλλιέργειας του φουντουκιού και όλο το εμπόριο της πόλης βασιζόταν σε αυτή. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επίπεδο της ζωής ήταν πολύ χαμηλό λόγω μείωσης στις τιμές του φουντουκιού στην αγορά. Αλλά αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι τιμές διπλασιάστηκαν. Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου οι θαλάσσιες επικοινωνίες διακόπηκαν και οι κάτοικοι στράφηκαν στην παραγωγή λαδιού από τα φουντούκια. Στην Τρίπολη παρήγαν δύο ειδών φουντούκια: Το «Σιβρί», που ήταν μακρουλό και πιο νόστιμο και εξαγόταν όλο στη Ρωσία, και το φτηνότερο, που ονομαζόταν «Μπουλκ», ήταν στρογγυλό και εξαγόταν στην Ευρώπη.
Το 19ο και τον 20ό αιώνα αρκετοί ψαράδες από την Τρίπολη πήγαιναν ως οικονομικοί μετανάστες στη Ρωσία και συγκεκριμένα στα παράλια της Κριμαίας. Εργάζονταν με μισθό και ποσοστό σε ψαράδικα εργοστάσια, όπου πάστωναν ψάρια. Εγκατέλειπαν τις οικογένειες τους το Μάρτη και επέστρεφαν το Σεπτέμβρη. Το χειμώνα δεν εργάζονταν. Η πλειοψηφία των ξενιτεμένων δεν ήξερε καμία τέχνη. Οι ορθόδοξοι που έμειναν στην πόλη είχαν καταστήματα και οι περισσότεροι ήταν αρτοποιοί. Υπήρχαν όμως και τεχνίτες χτίστες, μαραγκοί, ακόμα και μάγειροι.
8. Διοίκηση
Το 19ο αιώνα η πόλη ήταν έδρα καϊμακάμη. Λειτουργούσε επίσης ένα επταμελές συμβούλιο που αποτελούνταν από δύο μουσουλμάνους, έναν Αρμένιο, έναν εκπρόσωπο της ορθόδοξης κοινότητας, έναν ορθόδοξο εκκλησιαστικό επίτροπο, ένα μουφτή και τον ίδιο τον καϊμακάμη. Ο εκπρόσωπος της ορθόδοξης κοινότητας, ή μουχτάρης, ήταν ελληνόφωνος ο οποίος ανήκε στο συμβούλιο του καϊμακάμη. Εκλεγόταν με την υποστήριξη της δημογεροντίας από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης. Ο μουχτάρης ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των φόρων των ομογενών του και την παράδοσή τους. Στις αρχές του 20ού αιώνα η θέση του καταργήθηκε.
Το 19ο αιώνα ιδρύθηκε η κοινότητα των ορθοδόξων της Τρίπολης. Μετά την ίδρυση της κοινότητας ο πιο ευκατάστατος από τα μέλη της καταλάμβανε το αξίωμα του προέδρου. Ένας από τους πιο γνωστούς κοινοτικούς άρχοντες ήταν ο Χατζη-Γιώργης Μαυρίδης, ο οποίος μονοπώλησε αυτό το αξίωμα σχεδόν 40 χρόνια. Λόγω του πλούτου του είχε μεγάλη επιρροή στην Τραπεζούντα, στην Κωνσταντινούπολη και ανάμεσα στους μουσουλμάνους της Τρίπολης. Ταυτόχρονα ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Τρίπολης, σύμβουλος του καϊμακάμη. Λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στο αξίωμα του κοινοτικού άρχοντα αποκλήθηκε από τους συντοπίτες του «δικτάτορας».
Ανάμεσα στο Μαυρίδη και την κοινότητα ξέσπασε μεγάλη διαμάχη. Η κοινότητα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιτύχει την απομάκρυνσή του από την προεδρία. Για αυτόν το λόγο στις αρχές του 20ού αιώνα η κοινότητα συνέταξε κανονισμό, το λεγόμενο «Κοινοτικό Συνταγματικό», σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος της κοινότητας έπρεπε να εκλεγεί με ψηφοφορία. Ο Μαυρίδης μεταχειρίστηκε όλες τις δυνάμεις και τα μέσα που διέθετε για να αντιμετωπίσει την καινούργια κατάσταση, η οποία τον απομάκρυνε από την προεδρία της κοινότητας. Στο τέλος «αγόρασε εκατό συνδρομές που του δώσανε την εκλογική νίκη». Σύμφωνα με το «Κοινοτικό Συνταγματικό» έγιναν εκλογές και πρόεδρος της κοινότητας έγινε και πάλι ο Μαυρίδης.
Τα μέλη της κοινοτικής επιτροπής ήταν δεκατρία, πέντε δημογέροντες, τρεις στην εφορία, ένας επόπτης του σχολείου, δύο επίτροποι της εκκλησίας και δύο επίτροποι εισπράξεως καθυστερημένων φόρων. Η θητεία της δημογεροντίας ήταν διετής. Καταβαλλόταν προσπάθεια ώστε όλες οι διαφορές που ανέκυπταν μεταξύ των Ελλήνων να επιλύονται μέσα στα πλαίσια της κοινότητας και να αποφεύγεται η προσφυγή τους στις οθωμανικές αρχές.
Οι Έλληνες πλήρωναν ένα φόρο προς την κοινότητα ο οποίος ονομαζόταν «σχολική εισφορά». Το ποσό της εισφοράς ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση του καθενός και όποιος δεν πλήρωνε δεν είχε δικαίωμα ψήφου στην κοινότητα. Οι φτωχοί δεν πλήρωναν σχεδόν ποτέ, με συνέπεια να μη συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Η περιουσία της κοινότητας περιλάμβανε κυρίως ακίνητα. Τα έξοδά της καλύπτονταν από τη «σχολική εισφορά» ή από φιλανθρωπικές εισφορές. Η κοινότητα δεν συντηρούσε δρόμους, ούτε έκανε κοινοτικά έργα, όμως βοηθούσε φτωχούς και αρρώστους. Ο δεσπότης δεν επενέβαινε στη διοίκηση της κοινότητας παρά μόνον αν το ζήτημα ήταν εκκλησιαστικό. Μετά την ίδρυση του δήμου το 1877 ο δήμαρχος εκλεγόταν από τον πληθυσμό της πόλης και ήταν πάντα μουσουλμάνος. Το 1908 ιδρύθηκε από τη νεολαία της Τρίπολης ο Ελληνικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Οδύσσεια» με σκοπό τη διάδοση της παιδείας στους νέους και τη ενίσχυση των φτωχών της πόλης.
9. Εκκλησία
Το 19ο αιώνα στην Τρίπολη, η οποία διοικητικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η μεγάλη ορθόδοξη εκκλησία της πόλης ήταν αφιερωμένη στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και βρισκόταν στη συνοικία Τζαμιδά. Η μικρή βυζαντινή εκκλησία, χτισμένη σε βράχο, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και στα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί.
Κάθε δύο ή τρία χρόνια ο μητροπολίτης περιόδευε στην περιφέρειά του. Ο αντιπρόσωπος του μητροπολίτη ήταν υπεύθυνος για την έκδοση των αδειών γάμου και άλλων εγγράφων. Στην εκκλησία το ευαγγέλιο διαβαζόταν στην ποντιακή.
10. Εκπαίδευση
Στις αρχές του 19ου αιώνα στην πόλη της Τρίπολης δεν υπήρχε σχολείο. Την εκπαίδευση των κατοίκων την είχε αναλάβει ένας εγγράμματος, που αποκαλούνταν «λογιώτατος». Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχε σχολείο, στο οποίο δίδασκε ο ιερέας της πόλης. Το 1866 στην πόλη λειτουργούσε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, αλλά το 1870 συναντάμε το πρώτο ελληνικό αρρεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν πολλοί μαθητές από τα γύρω χωριά. Το δημοτικό σχολείο της πόλης χτίστηκε προφανώς στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Κυριάκο Ξενόπουλο. Το κτήριό του βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Το 1896 στο δημοτικό σχολείο της πόλης φοιτούσαν 120 μαθητές και δίδασκαν 3 δάσκαλοι. Το σχολείο περιλάμβανε επτατάξιο αρρεναγωγείο και τριτάξιο παρθεναγωγείο. Από την τετάρτη τάξη οι μαθήτριες παρακολουθούσαν κοινά μαθήματα με τα αγόρια. Στο κτήριο του δημοτικού σχολείο στεγαζόταν και το νηπιαγωγείο.
Το 1905 με εισφορές της κοινότητας Τρίπολης ιδρύθηκαν τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια. Τότε πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο Μαυρίδης, ο οποίος προσπάθησε να ονομαστεί το σχολείο στο όνομά του, κάτι που δεν αποδέχθηκαν οι ορθόδοξοι της πόλης με συνέπεια να δημιουργηθεί αναταραχή. Τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια περιλάμβαναν επτατάξια αστική σχολή αρρένων και πεντατάξιο παρθεναγωγείο, 6 δασκάλους και 350 μαθητές. Τα σχολεία συντηρούνταν από την κοινότητα, η οποία διόριζε τον έφορο του σχολείου και τους δασκάλους.
ΠΗΓΗ:ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ


View 5.ΤΡΙΠΟΛΗ-6.ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ(Tirebolu & Giresun) in a larger map
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΤΡΙΠΟΛΗ-TIREBOLU "

ΟΙΝΟΗ


1. Τοποθεσία 
Ο οικισμός Οινόη κείται στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Βρίσκεται στα ΒΑ της Νεοκαισάρειας (Niksar) σε απόσταση 67 χλμ., στα Α-ΝΑ της Σαμψούντας σε απόσταση 82 χλμ., στα ΒΔ των Κοτυώρων (Ορντού) σε απόσταση 52 χλμ. Στην εποχή της βυζαντινής κυριαρχίας την αποκαλούσαν Οιναίον. Αργότερα ονομάστηκε Ünye από τους Τούρκους, ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. 
2. Διοικητική υπαγωγή 
Δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη διοικητική υπαγωγή του οικισμού από την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς ως το 19ο αιώνα. Αλλά είναι πιθανό στο 16ο αιώνα ο οικισμός Οινόη να ανήκε στο σαντζάκι Canik. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα ο οικισμός Οινόη ήταν έδρα ομώνυμου καζά. Το 1847 ο καζάς Οινόης υπαγόταν στο σαντζάκι και βιλαέτι Τραπεζούντας. Το 1867 ο καζάς Οινόης αλλάζει διοικητική υπαγωγή και εντάσσεται στο σαντζάκι Canik του βιλαετιού Τραπεζούντας. Το 1890 υπαγόταν σε αυτόν ο μοναδικός ναχιγιές, αυτός του Karakuş. Το 1896, ο Δομνηνός στο βιβλίο του Γεωγραφία του Πόντου αναφέρει ότι ο καζάς Οινόης ανήκε στο σαντζάκι Σαμψούντας και περιλάμβανε έναν ναχιγιέ, δέκα κοινότητες, τρεις δήμους και 124 χωριά. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ali Cevad αναφέρει ότι στον καζά Οινόης υπαγόταν ο ναχιγιές Karauç και 104 χωριά. Στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τις πληροφορίες των Αρχείων Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ο καζάς Οινόης υπαγόταν στο βιλαέτι Τραπεζούντας. Αργότερα όμως, το 1920, υπαγόταν στο σαντζάκι Σαμψούντας και στο βιλαέτι Ορντού (Κοτυώρων).
3. Ιστορία 
Προφανώς το 1461 η Οινόη κατακτήθηκε από το Μωάμεθ Β΄ στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίων των Κομνηνών. Στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν μικρός οικισμός. Αργότερα, χάρη στις ναυπηγικές γνώσεις των κατοίκων της, η Οινόη αναπτύχθηκε και δόθηκαν προνόμια στους κατοίκους της. Στην εποχή των ντερεμπέηδων η Οινόη χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριό τους με συνέπεια η ευρύτερη περιοχή να υποφέρει πολύ και να μειωθεί ο πληθυσμός του οικισμού. Στο 19ο αιώνα, το 1806, η κατάσταση στην Οινόη επιδεινώθηκε από τις επιδρομές των Λαζών, που λεηλατούσαν τα περίχωρα. Οι λεηλασίες είχαν ως αποτέλεσμα τη φυγή μέρους των κατοίκων της Οινόης, οι οποίοι κατέφυγαν σε διάφορες παραλιακές πόλεις της Ρωσίας και κάποιοι άλλοι στη Σινώπη. Το 1838 μεγάλη πυρκαγιά κατάστρεψε περίπου 700 σπίτια και προκάλεσε μεγάλες ζημιές, γεγονός που συνετέλεσε στην παρακμή της πόλης την ίδια εποχή. Περίπου το 1880 προκλήθηκε δεύτερη πυρκαγιά στον οικισμό. Η φωτιά ξεκίνησε από την Πούντα και σταμάτησε στη συνοικία Μάλι. Στη διάρκεια της πυρκαγιάς κάηκαν πολλά σπίτια, καθώς και το σχολείο των ορθόδοξων κατοίκων της Οινόης. Το 1907 πληροφορούμαστε για άλλη πυρκαγιά που κατέστρεψε την αγορά της Οινόης.
Στον 20ό αιώνα, μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε ο διωγμός των ορθόδοξων κατοίκων του οικισμού. Τον Ιανουάριο του 1917 διατάχθηκε από τις αρχές η εκκένωση της Οινόης. Οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε άλλες περιφέρειες, όπως της Νεοκαισαρείας. Κατά τα έτη 1922-1923 όσοι ορθόδοξοι χριστιανοί παρέμεναν στον οικισμό εγκατέλειψαν την Οινόη κατευθυνόμενοι προς τον ελλαδικό χώρο.
4. Δημογραφία 
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την πληθυσμιακή σύνθεση και τον αριθμό των κατοίκων της Οινόης από το 15ο έως το β΄ μισό του 19ου αιώνα. Είναι όμως γνωστό ότι κατοικούνταν κυρίως από ορθόδοξους χριστιανούς. Άγνωστο παραμένει το πότε ακριβώς εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι στην Οινόη. Η μοναδική πληροφορία που μας δίνεται για το 16ο αιώνα είναι ότι συνολικά στην Οινόη και στο φρούριό της κατοικούσαν 152 άτομα, χωρίς να αναφέρεται η εθνοτική της σύνθεση. Το 1870 στην Οινόη κατοικούσαν 800 ορθόδοξες οικογένειες, όμως η πλειονότητα των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι. Το 1890 ο Cuinet αναφέρει ότι στην Οινόη κατοικούσαν συνολικά 10.000 άνθρωποι, από τους οποίους 3.000 ήταν μουσουλμάνοι, 5.000 ορθόδοξοι και 2.000 Αρμένιοι. Ωστόσο, στην ίδια εποχή ο Şemseddin Sami υπολογίζει τον αριθμό των κατοίκων σε 6.700. Ο αριθμός των ορθόδοξων κατοίκων ως τα τέλη του 19ου αιώνα θα παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα. Το 1902 στην Οινόη κατοικούσαν περίπου 4.000 ορθόδοξοι. Το 1914 ο αριθμός αυτός μειώνεται σε 2.500. Προφανώς η μείωση του ορθόδοξου πληθυσμού οφείλεται στη μετανάστευση σε άλλες πόλεις. Το 1919 ο Οικονομίδης ανεβάζει τον αριθμό των ορθόδοξων κατοίκων του οικισμού σε 4.500 και ο Κοντογιάννης με τη σειρά του σε 5.000. Αν λάβουμε υπόψη τους διωγμούς των ορθόδοξων χριστιανών από το 1916 ως τη Μικρασιατική καταστροφή θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για υπερβολικές εκτιμήσεις. 
Εκτός από τους μουσουλμάνους και τους ορθοδόξους στην Οινόη ζούσαν λίγοι Αρμένιοι και ακόμα 3-4 οικογένειες ελληνόφωνων προτεσταντών. 
Όσον αφορά την καταγωγή των ορθόδοξων κατοίκων υπήρχαν δύο παραδόσεις, μάλλον επινομημένες εκ των υστέρων. Πρώτον ότι κατάγονταν από την Οινόη της Αττικής και δεύτερον ότι κατάγονταν από τη Μάνη. Αλλά η πλειονότητα των κατοίκων της Οινόης ζούσαν εκεί από τα Βυζαντινά χρόνια. Αργότερα, μετά την οικονομική ακμή της Οινόης, εγκαταστάθηκαν εκεί μετανάστες από τη Σινώπη.
Οι ορθόδοξοι κάτοικοι του οικισμού μιλούσαν ελληνικά και την ποντιακή διάλεκτο. Στα χωριά οι ορθόδοξοι μιλούσαν ποντιακά επειδή κατάγονταν από τη Ματσούκα και από την Αργυρούπολη.
Ως το 1914 οι σχέσεις μουσουλμάνων και ορθοδόξων της Οινόης ήταν πολύ καλές. Οι μουσουλμάνοι συμμετείχαν σε αρκετές θρησκευτικές γιορτές και στα πανηγύρια των ορθοδόξων. Αντίθετα οι σχέσεις των ορθόδοξων κατοίκων του οικισμού με τους ομοθρήσκους τους στα χωριά δεν ήταν καλές, πράγμα που μάλλον οφείλεται στη διαφορετική καταγωγή και κοινωνική ομάδα. 
5. Δομή του οικισμού 
Είναι σχεδόν άγνωστη η οικιστική δομή της Οινόης από το 15ο έως το 19ο αιώνα. Οι πρώτες πληροφορίες εντοπίζονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι ελληνικές συνοικίες ήταν το Περιγιάλι και η Πούντα που βρίσκονταν στα δυτικά του οικισμού. Στο Περιγιάλι πριν από την εγκατάλειψη της Οινόης κατοικούσαν κυρίως ορθόδοξοι, περίπου 290 άτομα. Στα ανατολικά βρίσκονταν οι μουσουλμανικές συνοικίες. Στη συνοικία Περιγιάλι υπήρχε αγορά και τα καταστήματά της ανήκαν στους ορθοδόξους. Η μεγάλη αγορά της Οινόης βρισκόταν στη συνοικία των μουσουλμάνων. Ένας από τους γνωστότερους δρόμους της Οινόης ονομαζόταν Χατζισμαΐλ και εκεί βρίσκονταν σπίτια ορθοδόξων, η αρμενική εκκλησία και το αρρεναγωγείο τους. Τα σπίτια ήταν ξύλινα αλλά υπήρχαν και πετρόχτιστα. Τα αρχοντικά σπίτια άρχιζαν από τη θάλασσα. Σε κάθε σπίτι υπήρχε στέρνα όπου μαζεύονταν νερά από τη βροχή. Το πόσιμο νερό προερχόταν από βρύσες.
Η σκεπαστή αγορά της Οινόης ονομαζόταν Καπάνι. Η πλατεία της βρισκόταν μπροστά στο διοικητήριο που λεγόταν Καβλάνι. Μέσα στην Οινόη υπήρχαν τέσσερα λουτρά που ανήκαν στους μουσουλμάνους. Οι ορθόδοξοι έίχαν πρόσβαση στα λουτρά την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ο ταρσανάς (ναυπηγεία) της Οινόης βρισκόταν περίπου 1,5 χλμ. ΝΑ του οικισμού στην ξύλινη γέφυρα Köprü Başı.
6. Οικονομία 
Από ό,τι φαίνεται η βασική βιοποριστική ασχολία των κατοίκων της Οινόης ήταν η ναυπήγηση πλοίων. Λόγω των πλούσιων δασών και της άριστης ποιότητας των δέντρων που βρίσκονταν στην περιφέρεια της Οινόης η ναυπήγηση πλοίων αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, ώσπου οι κάτοικοι απέκτησαν προνόμια από το οθωμανικό κράτος. Αρχικά οι μάστορες που εργάζονταν σε ναυπηγεία ήταν ορθόδοξοι αλλά αργότερα άρχισαν να εργάζονται εκεί και μουσουλμάνοι. Η ξυλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως από καστανιά. Όπως διευκρινίζει ο Οικονομίδης, μπορεί να ήταν η πρώτη πόλη στα χρόνια της ναυτικής ακμής του Πόντου, η οποία όμως δεν προσδιορίζεται χρονικά. Οι επιδόσεις των κατοίκων της Οινόης στην κατασκευή και εμπορία καραβιών παρουσιάζουν κάμψη πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στις επιδρομές των Λαζών στην Οινόη αλλά και στη μεγάλη πυρκαγιά του 1838, που είχε ως αποτέλεσμα να μεταναστεύσουν οι κάτοικοί της σε άλλους οικισμούς της περιοχής. Αργότερα, για ένα χρονικό διάστημα, υπήρξε μια αναβίωση. Η τελική παρακμή της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας στην Οινόη όμως ήρθε με την εξάπλωση της ατμοπλοΐας στις αρχές του 20ού αιώνα. Λόγω της εμπορικής κίνησης του λιμανιού της Οινόης υπήρχαν πρακτορεία ατμοπλοϊκών εταιρειών διάφορων χωρών, όπως η Ρωσία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Αυστρία.
Άλλη σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή ήταν τα λατομεία. Ένα είδος άσπρης πέτρας που έμοιαζε πολύ με μάρμαρο εξαγόταν στη Σαμψούντα, στα Κοτύωρα και στην Κερασούντα. Επίσης υπήρχε μαύρη πέτρα που βρισκόταν κοντά στην Οινόη. Όμως αυτό το είδος πέτρας δεν το εξήγαν, αλλά το χρησιμοποιούσαν τοπικά.
Στην ορθόδοξη συνοικία Πούντα υπήρχαν βιοτεχνίες κεραμικής που κατασκεύαζαν στάμνες, κεραμίδια και τσουκάλια.
Η τέχνη κατασκευής σχοινιού ήταν πολύ σημαντική και γνωστή. Την εξασκούσαν αποκλειστικά οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του οικισμού. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα σχοινιά και τα κεραμικά ήταν από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του οικισμού. 
Λόγω της απασχόλησης των κατοίκων στα ναυπηγεία η γεωργία ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο η κάνναβη, πρώτη ύλη για τη σχοινοποιία, ήταν ένα από τα πιο βασικά προϊόντα της Οινόης και θεωρούνταν ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του οικισμού. Στα 1890 ο Cuinet αναφέρει ότι τα σημαντικότερα εξαγόμενα γεωργικά προϊόντα της Οινόης ήταν τα φασόλια, η κάνναβη και το καλαμπόκι. Άλλα προϊόντα ήταν το σιτάρι, ρύζι, κριθάρι, βρόμη, λίνο, ρεβίθια, φακή και κουκιά.
Οι εξαγωγές επίσης περιλάμβαναν κρασί, βούτυρο, και τυρί. Η αλιεία δεν ήταν τόσο σημαντική και κυρίως κατευθυνόταν στην ντόπια αγορά. Αρκετοί ψαράδες ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Πολλοί ορθόδοξοι της Οινόης ασχολούνταν με το εμπόριο. Μερικοί Αρμένιοι έκαναν εμπόριο υφασμάτων. Κάθε Σάββατο σε ένα ανοιχτό μέρος μπροστά από το σχολείο των μουσουλμάνων γινόταν αγορά. Σε αυτή την αγορά δε συμμετείχαν οι ορθόδοξοι κάτοικοι των γύρων χωριών αλλά μόνο οι μουσουλμάνοι χωρικοί που πουλούσαν τα προϊόντα τους. Η άλλη αγορά του οικισμού ήταν το Γιάγμπαζαρ (αγορά λαδιού). Εκεί οι χωρικοί πουλούσαν τυριά και βούτυρο. Άλλη αγορά της Οινόης ήταν το Ούνπαζαρι (αγορά αλευριού) όπου γινόταν εμπόριο αλεύρων. 
Η παρακμή του εμπορίου της Οινόης ξεκίνησε όταν η Σαμψούντα έγινε λιμάνι της Σεβάστειας. Από το λιμάνι της Οινόης μεταφέρονταν εμπορεύματα από και προς τη Σεβάστεια, αλλά, από τη στιγμή που η Σαμψούντα χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο μεταφοράς εμπορευμάτων της Σεβάστειας, η Οινόη έχασε τη σημασία της. Μετά την οικονομική παρακμή της Οινοής, αρκετοί τεχνίτες, όπως μαραγκοί και χτίστες, εγκαταστάθηκαν ως εποχιακοί στη Σαμψούντα, που συγκέντρωνε μετανάστες από μεγάλο τμήμα του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Αυτοί παρέμεναν εκεί από τό Πάσχα έως τα Χριστούγεννα. Στο β΄ μισό του 19ου αιώνα παρατηρούμε μεταναστευτικό ρεύμα των τεχνιτών από την Οινόη προς τη Ρωσία.
7. Διοίκηση - Κοινοτική Οργάνωση 
Από το 19ο αιώνα, ύστερα από τη διοικητική αναβάθμιση της Οινόης σε καζά, ο οικισμός διοικούνταν από καϊμακάμη. Οι ορθόδοξοι είχαν το δικό τους μουχτάρη. Αυτός ήταν αντιπρόσωπος της ορθόδοξης κοινότητας. Ήταν υπεύθυνος εκ μέρους της κοινότητας απέναντι στις αρχές και εκλεγόταν από την κοινότητα. Υπήρχε και εκκλησιαστική επιτροπή που φρόντιζε την εκκλησία, καθώς και σχολική επιτροπή που μεριμνούσε για τα σχολεία. Αυτές οι επιτροπές ορίζονταν από την κοινότητα.Σχετικά με τις αρμοδιότητες και τον τρόπο εκλογής των δημογερόντων της κοινότητας της Οινόης δε διαθέτουμε πληροφορίες. 
8. Εκκλησία 
Στην Οινόη υπήρχαν δύο ορθόδοξες εκκλησίες. Η πρώτη εκκλησία ονομαζόταν «Απάνω Εκκλησία» ή Παναγία και ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία της Οινόης. Η δεύτερη ονομαζόταν «Κάτω Εκκλησία» ή Άγιος Νικόλαος. Αυτή βρισκόταν σε μια τοποθεσία μετά την Πούντα, πάνω σε μια προεξοχή που περιβαλλόταν από θάλασσα. Το 1896 στις εκκλησίες της Οινόης υπηρετούσαν τέσσερις ιερείς. Επίσης υπήρχαν παρεκκλήσια του Αγίου Δημητρίου, που ήταν βυζαντινό, και του Προφήτη Ηλία, που βρισκόταν έξω από τον οικισμό στο δρόμο προς τη Φάτσα. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση τα σημαντικότερα αγιάσματα της Οινόης ήταν του Αϊ Γιάννη και του Αγίου Κωνσταντίνου. Το αγίασμα του Αϊ Γιάννη βρισκόταν στη συνοικία της Πούντας κοντά στη θάλασσα και για να το επισκεφθεί κανείς κατέβαινε 30 σκαλιά. Το αγίασμα του Αγίου Κωνσταντίνου βρισκόταν στα σύνορα των συνοικιών Περιγιάλι και Πούντα. Παλιότερα υπήρχε εκεί εκκλησία.
Εκκλησιαστικά η Οινόη υπάγονταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας. Η έδρα της βρισκόταν στο Τοκάτ, αλλά το 1911 μεταφέρθηκε στη πόλη Κοτύωρα. Εκπρόσωπος του μητροπολίτη ήταν ο αρχιερατικός επίτροπος που έφερε τον τίτλο έξαρχος. Αυτός εξέδιδε και τις άδειες γάμου.
9. Σχολεία 
Τα σχολεία των ορθοδόξων της Οινόης ιδρύθηκαν το 19ο αιώνα. Το 1866 στην Οινόη υπήρχε ένα γραμματοδιδασκαλείο, που βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση. Αργότερα, προφανώς με τη βοήθεια της κοινότητας, η κατάσταση της εκπαίδευσης στον οικισμό βελτιώθηκε. Έτσι το 1870 υπήρχαν ένα ελληνικό σχολείο και ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο αρρένων, όπου συνολικά φοιτούσαν πάνω από 330 μαθητές. Το 1896 σε αυτά τα σχολεία φοιτούσαν 270 μαθητές και δίδασκαν 6 δάσκαλοι.
Στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο. Το αρρεναγωγείο ήταν ένα κτήριο διώροφο που βρισκόταν μέσα στον περίβολο της «Άνω Εκκλησίας». Στον κάτω όροφό του υπήρχε θέατρο. Το παρθεναγωγείο βρισκόταν στο αυλόγυρο της «Κάτω Εκκλησίας».Το αρρεναγωγείο ήταν οκτατάξιο αλλά αργότερα, το 1914, λόγω της μείωσης του ορθόδοξου πληθυσμού, έγινε επτατάξιο. Το παρθεναγωγείο επίσης στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν πεντατάξιο, αλλά το 1914 συρρικνώθηκε σε τετρατάξιο.
Το μισθό των δασκάλων όριζε η δημογεροντία. Η εκκλησία αναλάμβανε τα έξοδα των φτωχών μαθητών και επίσης συνεισέφερε στην πληρωμή των δασκάλων. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου τα σχολεία παρέμειναν κλειστά. Το 1918, μετά το τέλος του πολέμου, όταν ο οικισμός άρχισε να ξαναζεί στους κανονικούς του ρυθμούς, τα σχολεία λειτούργησαν ξανά. Έκλεισαν μόνιμα μετά το διωγμό των ορθόδοξων κατοίκων από την Οινόη.Στην Οινόη υπήρχαν αρκετοί σύλλογοι, γεγονός που αποδεικνύει την έντονη δραστηριότητα της ορθόδοξης κοινότητάς της. Το 1890 ιδρύθηκε το Aναγνωστήριο Οινόης «Φιλαδέλφεια», του οποίου η λειτουργία ξεκίνησε από το 1891. Σκοπός του ήταν η υποστήριξη των ορθόδοξων σχολείων της Οινόης και των γύρω χωριών, η εξεύρεση εργασίας στους φτωχούς και η μόρφωση των ορθόδοξων κατοίκων της Οινόης. Ο δεύτερος Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος του οικισμού ιδρύθηκε στο 1909 με την ονομασία «Πατρίς» με σκοπό την υποστήριξη των σχολείων και τη μόρφωση των ορθόδοξων κατοίκων. Τελευταία ήταν η Λέσχη «Ο Ευαγγελισμός» που είχε σκοπό επίσης την ενίσχυση των σχολείων της κοινότητας.
ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΟΙΝΟΗΣ (ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΕΔΩ)
Τμήμα Οινόης - Section Oinoy
Οινόη - Oinoy
Κερίς - Keris
Κιρέζτεπε - Kireztepe
Μέλποχλου - Melpokhlou
Μπογμαλίκ - Bogmalik
Ντίζμεσε - Dizmese
Τσιλάρ - Tsilar
Τσοκτσέ - Tsoktse
Χινιάρ (Εχπάρογλου) - Hiniar (Ekhparoglou)

Τμήμα Τέρμε - Section Terme
Τέρμε - Terme
Λιμάντερε - Limantere
Ντερέμπασι - Derembasi
Τσάγκερις - Tsagkeris
Τσοράχ - Tsorakh

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΟΙΝΟΗ "

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

ΑΜΑΣΕΙΑ


Η Αμάσεια (τουρκ. Amasya) είναι μία πόλη της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα της χώρας (Πόντος), η οποία είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι η πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα. Ο πληθυσμός της πόλης είναι περίπου 80.000. Κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε το έθιμο να αποστέλλονται εκεί οι Οθωμανοί πρίγκιπες για να αποκτούν διοικητική εμπειρία.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το ελληνικό στοιχείο της περιοχής αριθμούσε 155.000 κατοίκους σε 392 ενορίες με ισάριθμες εκκλησίες, και 325 σχολεία, όπου φοιτούσαν 10.000 μαθητές και δίδασκαν 565 δάσκαλοι. Ήταν επίσης έδρα Μητρόπολης.
Με το όνομα αυτής της πόλης έχουν συνδεθεί τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν εδώ από τους Τούρκους οι Έλληνες του Πόντου σε φυλακές-κάτεργα. Από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τα λεγόμενα «λευκά κελιά» εκατοντάδες Έλληνες, πολλοί από αυτούς με διακρίσεις στην οικονομική ζωή του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερζιφούντας. Τις ίδιες ημέρες τουρκικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο, χωρίς απολογία, άλλους 180 Πόντιους πατριώτες. Στην κεντρική πλατεία κρεμάστηκαν από τους Τούρκους περισσότεροι από 70.
Στην πόλη σήμερα επιβιώνουν οι παλιές ελληνικές γειτονιές, με σπίτια-φαντάσματα. Πολλά από αυτά βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ίρι, που διασχίζει την Αμάσεια.

ΠΗΓΗ: el.wikipedia.org

ΕΠΙΣΗΣ:Αρχαία πόλη του Πόντου και μία απο τις λίγες που διατήρησε αναλλοίωτο το όνομά της απο την αρχαιότητα έως το 1922.
Ο αρχαίος γεωγράφος και ιστορικός Στράβων (63 π.Χ. - 23 μ.Χ.) ήταν από την Αμάσεια , παραλιακή πόλη του Πόντου, που τη διασχίζει ο ποταμός Ίρις. Ο Στράβων γράφει για την πατρίδα του (Γεωγραφικά, Βιβλίο ΙΒ, παράγραφος 547, εδάφιο 15): Ο Ίρις ποταμός έχει τας πηγάς του εις αυτόν τον Πόντον, ρέων διαμέσου της πόλεως των Κομάνων [...] επιστρέφει προς βορράν [.]κατόπιν κάμνει πάλιν καμπήν προς ανατολάς, δεχόμενος τα ύδατα του Σκύλακος και άλλων ποταμών και ρέει ορμητικά πλησίον αυτού του τείχους της Αμάσειας , της πατρίδος μου , η οποία είναι οχυρωτάτη πόλις. (Μετάφραση Α.Σ. Αρβανιτοπούλου).
Η Αμάσεια ήταν πρωτεύουσα των Μιθριδατών έως το 183 π.Χ. Η πόλη έχει τα περισσότερα αρχαία μνημεία στον Πόντο. Στα βραχώδη βουνά της υπάρχουν σπηλιές που δεν είναι παρά οι συλημένοι τάφοι των Μιθριδατών. Στο Μουσείο της αφθονούν τα αρχαιοελληνικά ευρήματα.
Απέχει περίπου 70 χλμ απο την Αμισό και η τοποθεσία όπου είναι χτισμένη την έχει καταστήσει φυσικό οχυρό.
Περιβάλλεται απο απόκρημνα και απρόσιτα βουνά, το δε κλίμα της είναι υγιεινό. Όλη η γύρω περιοχή ήταν κατάφυτη απο αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα και κάθε είδους λαχανικά. Κυριότερα προϊόντα της ήταν τα δημητριακά, οι ονομαστές μπάμιες, τα περίφημα δαμάσκηνα και τα νοστιμότατα μήλα.
Οι τέχνες και το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.
Την Αμάσεια δεν μπορεί να την παραβγεί καμία άλλη πόλη του Πόντου σε αρχαιότητες (αρχαία μνημεία).Σπουδαίο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκαλισμένοι στους βράχους, βασιλικοί τάφοι.
Το 70 π.Χ. η Αμάσεια κυριεύτηκε απο τους Ρωμαίους και υποτάχθηκε στον στρατηγό Λούλουδο, ενώ το 63 π.Χ. έγινε μία απο τις έντεκα επαρχίες που ιδρύθηκαν στον Πόντο απο τον Πομπήιο.
Στα χρόνια της Βυζαντινής κυριαρχίας, η Αμάσεια ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας του Ελλενόποντου, ενώ αποτελούσε ένα απο τα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής.
Το 529 μ.Χ. καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς απο ισχυρό σεισμό, αλλά οικοδομήθηκε πάλι επί εποχής Ιουστινιανού.
Τον 11 ο αιώνα η πόλη έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων. Σπουδαίοι Πόντιοι καταδικάστηκαν και μαρτύρησαν, αργότερα, με την κατηγορία ότι μαζί με τους αντάρτες αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Στην κεντρική πλατεία της πόλης, το Σεπτέμβριο 1821 οι Τούρκοι απαγχόνισαν 174 Έλληνες του Πόντου.
Στην περιφέρεια της Αμάσειας κατοικούσαν στις αρχές του 20ού αιώνα 155.000 Έλληνες και λειτουργούσαν εκεί 325 σχολεία με 10.000 και 565 δασκάλους.
Τελευταίος μητροπολίτης Αμάσειας ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935), γνωστός για την εθνική αγωνιστική του δράση του.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΑΜΑΣΕΙΑΣ(Σύμφωνα με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) 


Αμάσεια - Amasya 
Αλαμάντσιφλικ - Alamantsiflik
Αμπατζί - Ampatzi
Γούχαγιαπουλάρ - Yioukhayiapoular
Ζάνα - Zana
Ζιερέ - Ziere
Σαλαμούρ - Salamour
Σάζνταγι - Sazntayi
Σιχλάρια - Sikhlaria
Τουζσούζ - Touzsouz
Φουντουκλί - Fountoukli


View ΠΟΝΤΟΣ in a larger map

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΑΜΑΣΕΙΑ "

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

ΓΟΥΡΟΥΧ (ΚΙΡΙΚ)


Written by Πολατίδης Βασίλειος
Saturday,05February2011

ΓΟΥΡΟΥΧ

Ορεινή περιοχή σε υψόμετρο 800 μέτρων ανατολικά της Κερασούντας και σε απόσταση 75 χλμ απο αυτήν. Ήταν κατάφυτη απο δάση έλατου και οξιάς. Το κλίμα της ήταν εξαιρετικά υγιεινό.
Υπήρχαν στην περιοχή Γουρούχ, τρία χωριά.
Η Σίλλη, το Γιατμούς, και το Ενεγιάτ, χωριά τα οποία αξιοποιήθηκαν αρκετά λόγω του δημόσιου δρόμου που τα διέσχιζε και οδηγούσε απο την Κερασούντα στη Νικόπολη.
Στην περιοχή ήταν ανεπτυγμένη η γεωργία και η κτηνοτροφία.
Διοικητικά υπαγόταν στην υποδιοίκηση Νικοπόλεως ενώ εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη Κολωνίας.
Οι κάτοικοι της, υπέστησαν φοβερά μαρτύρια απο τις ορδές του Τοπάλ Οσμάν και ελάχιστοι επέζησαν. Σήμερα τα τρία αυτά χωριά της περιοχής Γουρούχ έχουν σκεπαστεί απο δάσος.

ΠΗΓΗ:kotsari.com

ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ:Γιάννης Νικολαΐδης, Ακριτών Γενεά, Σύλλογος Ποντίων Νεολαίας νομού Ροδόπης ¨Η Τραπεζούντα¨.
Η περιοχή Γουρούχ Κερασούντας.
Στην ορεινή περιοχή της οροσειράς του Παριάρδη ή Εγρίμπελ, νότια του Ντερελή και εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε στη Νικόπολη, υπήρχε η συστάδα των ελληνικών χωριών του Κιρίκ ή Γουρούχ που σε μεγάλο βαθμό εποικίστηκαν από Αργυρουπολίτες το 18ο και 19ο αι.
Τα χωριά του Κιρίκ που ήταν στο σύνολό τους ελληνόφωνα και ανήκαν εκκλησιαστικά στο τμήμα του Κουλάκκαγια της μητρόπολης Κολωνείας (Γαράσαρη), απομονωμένα καθώς ήταν στα βουνά και τα όρη της περιοχής κατά την περίοδο 1916 – 1923 υπέστησαν τα πάνδεινα από του «ατάκτους» του Τοπάλ Οσμάν. Ήταν τέτοια η καταστροφή την οποίαν υπέστησαν, που υπολογίζεται ότι μόνον το 10 – 15 % των Ελλήνων κατοίκων τους διασώθηκαν, για να καταφύγει στη Ρωσία και στην Ελλάδα….
(Σάββας Καλεντερίδης, Ταξιδιωτικοί οδηγοί 17, σελ. 148).
Το 1780 Έλληνες κυρίως από τα χωριά Δέσμενα, Σίμικλη, Γαργάενα και Σαρήπαπα της περιοχής του Κιουρτίν της επαρχίας Άρδασας (Τορούλ) Αργυρουπόλεως, αλλά και από άλλα χωριά της Αργυρούπολης, όπως τη Θέμπετα, εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες και μεταναστεύουν για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, δυτικότερα, στην επαρχία του Γουρούχ Κερασούντας, σε περιοχές της Νικόπολης, των Κωτυόρων, της Κολώνιας, του Επές και αλλού.
Το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των δέκα ελληνικών χωριών της επαρχίας Γουρούχ Κερασούντας:
1) Πασλάχ
2) Κιούρτιν
3) Ενεέτ
4)Γάαλαν
5) Σιούνλιου
6) Κουλακκαγιά
7) Σπαχού
8) Γιάτμου
9) Κιόπλη
10) Παΐράμ-Τανουσμάν.
Στον πληθυσμό τους προστέθηκαν αργότερα μετανάστες από το χωριό Λαχανά της Τρίπολης του Πόντου, αλλά και από άλλες περιοχές, κυρίως, της Αργυρούπολης.
Η περιοχή του Γουρούχ ήταν ως τότε ακατοίκητη και καλύπτονταν από μεγάλα δάση με πλούσια βοσκοτόπια και άφθονα νερά. Αφού κατοικήθηκε από Έλληνες, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μεταξύ αυτών και λίγες τούρκικες οικογένειες με τις οποίες οι Έλληνες διατηρούσαν αδερφικές σχέσεις. Λέγεται μάλιστα ότι κι αυτοί κατάγονταν από την περιοχή της Άρδασας και έτσι ένιωθαν πατριώτες.
Οι οικογένειες των Γουρουχλήδων που έχουν εγκατασταθεί στο Θρυλόριο προέρχονται κυρίως από τα χωριά Γιατμούς, Γάαλαν, Κιόπλη και Σιούνλιου. Ήταν όλοι τους ελληνόφωνοι και μιλούσαν ένα ιδίωμα της ποντιακής διαλέκτου χαρακτηριστικό για την ιδιομορφία της μουσικότητάς του και το λεξιλόγιό του. Οι Γουρουχλήδες φημίζονται για την εργατικότητά τους αλλά και την ιδιορρυθμία του έκρυθμου χαρακτήρα τους.





View 5.ΤΡΙΠΟΛΗ-6.ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ(Tirebolu & Giresun) in a larger map
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΓΟΥΡΟΥΧ (ΚΙΡΙΚ) "