Γεννήθηκα το Μάιο του 1907 στη Μικρά Ασία στο Ατσίτενο της Ινέπολης.
Γονείς μου ήταν ο Παρασκευάς Γιαννόγλου και η Δέσποινα Σπανοπούλου.
Ημασταν τέσσερα παιδιά. Τα δύο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ήταν από τον
πρώτο γάμο του πατέρα μου και τα άλλα δύο κορίτσια από τον δεύτερο γάμο
του. Μέχρι τα πέντε με έξι χρόνια μου, η ζωή μας ήταν καλή. Ημασταν
στην ίδια γειτονιά Τούρκοι και Έλληνες. Εγώ είχα και μια Τουρκάλα
φιλενάδα που ήμασταν πολύ αγαπημένες.
Ώσπου πήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και τον πήγαν μακριά στο Ερζουρούμ. Και μετά από λίγο καιρό πήραμε το μαύρο χαμπέρι ότι σκοτώθηκε.
Από τότε άρχισαν τα βάσανά μας.
Την αδελφή μου τη μεγάλη, τη Σταματούλα, την ζήτησε μία οικογένεια από την Κασταμονή, να δουλέψει σαν υπηρέτρια. ΄Υστερα έφυγε μαζί τους στην Αυστρία. Ο αδελφός μου παντρεύτηκε 18 χρονών και μετά από λίγο τον πήρανε στρατιώτη και σκοτώθηκε. Η μάνα μου δούλευε και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα και να μας ζήσει.
Μία ημέρα οι Τούρκοι στρατιώτες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και φώναζαν: «Ολοι έξω … να φύγετε … θα πάτε πολύ μακριά». Τι να κάνει η μάνα μου; παίρνει ό,τι μπορούσε (τρόφιμα και ρούχα), κλειδώνει το σπίτι και φεύγουμε. Ηταν χειμώνας … μας έβαλαν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους στις βοϊδάμαξες (όσοι βέβαια χωρούσαν) και οι άλλοι περπατούσαν με τα πόδια … τύλιγαν με κουρέλια τα παπούτσια τους για να μην γλιστρούν στο χιόνι.
Έκανε πολύ κρύο … στο δρόμο από την ταλαιπωρία πέθαιναν κάνα δύο κάθε μέρα!!! Τους θάβαμε και συνεχίζαμε. Τα βράδια βρίσκαμε ένα χάνι και σταματούσαμε, ανάβαμε φωτιά να στεγνώσουν τα ρούχα μας, ξεκουραζόμαστε και όταν ξημέρωνε συνεχίζαμε την πορεία μας. Μετά από μερικά μερόνυχτα φτάσαμε στον τόπο που ήθελαν να μας πάνε, Τατάι το λέγανε. Εκεί είχε μερικές καλύβες, φτιάξαμε και άλλες και πέρασε ο χειμώνας. Το μέρος εκεί ήταν πεδιάδα και εύφορο μέρος και όταν ήρθε η Ανοιξη, άνθισαν τα δέντρα, έκαναν φρούτα – πολλά φρούτα – φυτέψαμε καλαμπόκια, μαναβικά, είχαμε κότες και αρχίσαμε να βρίσκουμε τον τρόπο της ζωής.
Μετά από δύο – τρία χρόνια μας είπαν: «να τα μαζέψετε και να φύγετε … θα πάτε πίσω στον τόπο σας», άντε πάλι … Παίρνει η μάνα μου μία βοϊδάμαξα, τη φορτώνει με ό,τι είχαμε και πάλι ξανά πορεία. Ευτυχώς έκανε καλό καιρό ... δεν ήταν χειμώνας. Μετά από μερικά μερόνυχτα φτάσαμε στα σπίτια μας. Τα βρήκαμε με τις πόρτες σπασμένες και δεν υπήρχε ούτε ένα κουρέλι μέσα. Πολλά σπίτια δεν είχαν ούτε σκεπή. Αρχίσαμε να τα διορθώνουμε και να ξαναβρίσκουμε το ρυθμό της ζωής μας.
Και ένα πρωί, ήταν γιορτή - ημέρα της Αναλήψεως, ακούμε τον τελάλη να φωνάζει «όλοι να μαζευτείτε στον ποταμό Κίτσαη … θα γυρίσουμε στα σπίτια και όποιον βρούμε μέσα θα τον σκοτώσουμε». Η μάνα μου παίρνει εμένα και την αδελφή μου και πάμε στο ποτάμι. Ηταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας. Εκεί βρήκαμε πολύ κόσμο, βάλανε από τη μια όχθη του ποταμιού τον κόσμο και από την άλλη όχθη ήταν στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα προς τα εμάς.
Περιμέναμε με αγωνία. Ρώτησα εγώ «γιατί μας φέρανε εδώ;» μου απαντούν «για να μας σκοτώσουν» ρωτάω ξανά «γιατί;;;» μου απαντούν «γιατί η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία».
Αρχισαν τα κανόνια από τα πλοία να ακούγονται που έριχναν κανονιές από τη θάλασσα προς το βουνό. Περιμέναμε με αγωνία τι θα γίνει.
Ξαφνικά ακούμε ένα ποδοβολητό αλόγου και έναν καβαλάρη να φωνάζει δυνατά «Διαταγή, σταματήστε μην πειράξετε κανέναν γιατί αλίμονό μας».
Ηταν απόγευμα, μας λένε «να πάτε στα σπίτια σας και να μην βγείτε έξω, ούτε να ανάψετε φώτα». Την άλλη μέρα το πρωί μαθαίνουμε ότι την ώρα που έφευγε ο κόσμος από το ποτάμι οι Τούρκοι στα κρυφά σκότωσαν κάποιους.
Τον παπα-Διονύση Αλεξιάδη,
Τον Βασίλη Σπανόπουλο
Τον Δημήτρη Σπανούδη
Την Παρασκευή Λαμπρίδου
Την Σμαράγδα Αλεξιάδου
Τη Σοφία Αλεξιάδου
Τη Σουλτάνα Κελεγκουρίδου
Αρχίσαμε και πάλι να βρίσκουμε το ρυθμό της ζωής μας. Η μάνα μου δούλευε στο λιμάνι και σιγά σιγά φτιάξαμε το νοικοκυριό μας. Πέρασαν δύο τρία χρόνια και άντε πάλι … ένα πρωί χτυπούσαν οι τούρκοι άγρια τις πόρτες και φώναζαν «Εξω όλοι να φύγετε, να πάτε στην Ελλάδα. Τι να κάνουμε;;; παίρνουμε ό,τι ρούχα μπορούσαμε και φεύγουμε. Μας βάζουν σπρώχνοντας στο καράβι μας ψάχνανε και ό,τι χρυσά και λεφτά είχαμε μας τα παίρνανε και να φορούσαμε σκουλαρίκια τα τραβούσανε και κόβανε τα αυτιά. Ητανε μία Ινεπολίτισσα. Η Θεοδώρα η κόρη της Καμάλας τη λέγανε. Τα αυτιά της ήταν κομμένα από το τράβηγμα για να της πάρουν τα σκουλαρίκια.
Ταξιδεύοντας το καράβι έκανε στάση σε δύο τρία νησιά και άφηνε κόσμο. Εμάς μας πήγανε στη Θεσσαλονίκη. Μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα και πήγαμε στο Αμύνταιο. Εκεί καθήσαμε να ξεκουραστούμε. Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε πάει να σηκωθεί η μάνα μου και πέφτει κάτω και πεθαίνει. «Τι θα κάνετε;» μας λένε «θα έρθετε μαζί μας ή θα μείνετε εδώ;» Πού να μείνουμε … στην ερημιά;;; Αφήνουμε τη μάνα μας στη μέση του δρόμου και φύγαμε μαζί με τους άλλους. Φτάσαμε στην Ξηρολίμνη. Μας βάλανε όλους σε ένα σχολείο. Ξυπνάω ένα πρωί και βλέπω την αδελφή μου δίπλα μου πεθαμένη.
Μετά άρχισαν να δίνουν στον κόσμο σπίτια και λίγοι - λίγοι έφευγαν από το σχολείο. Εγώ έμεινα μοναχή μου, πού να πάω; Βγήκα στον δρόμο πήγα σε ένα σπίτι τους ζήτησα λίγο ψωμί και μου έδωσαν. Το βράδυ βρήκα ένα σταύλο, είχε αγελάδες μέσα, είδα ότι ήτανε δεμένες. Μπήκα μέσα. πήγα σε μια γωνιά και κοιμήθηκα. Το πρωί ήρθε μια γυναίκα να ταϊσει τις αγελάδες και με ρωτάει «τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έχεις οικογένεια; » της λέω «όχι» μου λέει «έρχεσαι μαζί μου στο σπίτι;» της λέω «έρχομαι». Πάμε στο σπίτι της και λέει στον άντρα της (Ηλία Αβραμίδη τον έλεγαν και τη γυναίκα του Ανατολή, ήταν Πόντιοι πρόσφυγες) « Να το κρατήσουμε αυτό το κορίτσι μαζί μας;; δεν έχει κανένα συγγενή». Αυτός πρόθυμος απαντά «να το κρατήσουμε». Τους έλεγα θείο και θεία, με αγαπούσαν πολύ, περνούσα καλά μαζί τους, ήθελαν να με υιοθετήσουν.
Μια μέρα ήρθε η αδελφή μου η Σταματούλα από την Αυστρία στην Ξηρολίμνη. Μόλις την είδα χάρηκα και μου λέει «Ηρθα να σε πάρω να πάμε στην Αθήνα». Στεναχωρέθηκα που θα άφηνα το θείο και τη θεία μου και εκείνοι έκλαιγαν που έφευγα. Ηρθαμε στην Αθήνα, πήγαμε σε ένα σπίτι με την αδελφή μου, στο σπίτι της αδελφής του τότε υπουργού Δοξιάδη, (την έλεγαν Φρόσω Νικολαϊδου), για να τη βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού. Μόλις με είδε με καλοδέχτηκε, με αγαπούσε και περνούσα πολύ καλά. Κάναμε πολύ συχνά το τραπέζι στον Πλαστήρα, το Βενιζέλο και πολλούς άλλους πολιτικούς.
Μία μέρα με φωνάζει ο ξάδελφός μου και μου κάνει προξενιά έναν νέο τον Αντώνη το Μακρίδη, που ήταν ταμίας στο πρώτο Δ.Σ. του Σωματείου Ινεπολιτών. Το λέω στην κυρία Φρόσω και μου λέει «να τον φέρεις να τον γνωρίσουμε». Της άρεσε και αρραβωνιαστήκαμε. Η κυρία Φρόσω με βοήθησε για να γίνει ο γάμος, μου ψώνισε την προίκα μου, μου φέρθηκε σαν μάνα.
Έκανα τρία παιδιά, τρία εγγόνια και έξι δισέγγονα.
Πηγή: homouniversalisgr.blogspot.gr
Ώσπου πήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και τον πήγαν μακριά στο Ερζουρούμ. Και μετά από λίγο καιρό πήραμε το μαύρο χαμπέρι ότι σκοτώθηκε.
Από τότε άρχισαν τα βάσανά μας.
Την αδελφή μου τη μεγάλη, τη Σταματούλα, την ζήτησε μία οικογένεια από την Κασταμονή, να δουλέψει σαν υπηρέτρια. ΄Υστερα έφυγε μαζί τους στην Αυστρία. Ο αδελφός μου παντρεύτηκε 18 χρονών και μετά από λίγο τον πήρανε στρατιώτη και σκοτώθηκε. Η μάνα μου δούλευε και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα και να μας ζήσει.
Μία ημέρα οι Τούρκοι στρατιώτες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και φώναζαν: «Ολοι έξω … να φύγετε … θα πάτε πολύ μακριά». Τι να κάνει η μάνα μου; παίρνει ό,τι μπορούσε (τρόφιμα και ρούχα), κλειδώνει το σπίτι και φεύγουμε. Ηταν χειμώνας … μας έβαλαν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους στις βοϊδάμαξες (όσοι βέβαια χωρούσαν) και οι άλλοι περπατούσαν με τα πόδια … τύλιγαν με κουρέλια τα παπούτσια τους για να μην γλιστρούν στο χιόνι.
Έκανε πολύ κρύο … στο δρόμο από την ταλαιπωρία πέθαιναν κάνα δύο κάθε μέρα!!! Τους θάβαμε και συνεχίζαμε. Τα βράδια βρίσκαμε ένα χάνι και σταματούσαμε, ανάβαμε φωτιά να στεγνώσουν τα ρούχα μας, ξεκουραζόμαστε και όταν ξημέρωνε συνεχίζαμε την πορεία μας. Μετά από μερικά μερόνυχτα φτάσαμε στον τόπο που ήθελαν να μας πάνε, Τατάι το λέγανε. Εκεί είχε μερικές καλύβες, φτιάξαμε και άλλες και πέρασε ο χειμώνας. Το μέρος εκεί ήταν πεδιάδα και εύφορο μέρος και όταν ήρθε η Ανοιξη, άνθισαν τα δέντρα, έκαναν φρούτα – πολλά φρούτα – φυτέψαμε καλαμπόκια, μαναβικά, είχαμε κότες και αρχίσαμε να βρίσκουμε τον τρόπο της ζωής.
Μετά από δύο – τρία χρόνια μας είπαν: «να τα μαζέψετε και να φύγετε … θα πάτε πίσω στον τόπο σας», άντε πάλι … Παίρνει η μάνα μου μία βοϊδάμαξα, τη φορτώνει με ό,τι είχαμε και πάλι ξανά πορεία. Ευτυχώς έκανε καλό καιρό ... δεν ήταν χειμώνας. Μετά από μερικά μερόνυχτα φτάσαμε στα σπίτια μας. Τα βρήκαμε με τις πόρτες σπασμένες και δεν υπήρχε ούτε ένα κουρέλι μέσα. Πολλά σπίτια δεν είχαν ούτε σκεπή. Αρχίσαμε να τα διορθώνουμε και να ξαναβρίσκουμε το ρυθμό της ζωής μας.
Και ένα πρωί, ήταν γιορτή - ημέρα της Αναλήψεως, ακούμε τον τελάλη να φωνάζει «όλοι να μαζευτείτε στον ποταμό Κίτσαη … θα γυρίσουμε στα σπίτια και όποιον βρούμε μέσα θα τον σκοτώσουμε». Η μάνα μου παίρνει εμένα και την αδελφή μου και πάμε στο ποτάμι. Ηταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας. Εκεί βρήκαμε πολύ κόσμο, βάλανε από τη μια όχθη του ποταμιού τον κόσμο και από την άλλη όχθη ήταν στρατιώτες με τα όπλα στραμμένα προς τα εμάς.
Περιμέναμε με αγωνία. Ρώτησα εγώ «γιατί μας φέρανε εδώ;» μου απαντούν «για να μας σκοτώσουν» ρωτάω ξανά «γιατί;;;» μου απαντούν «γιατί η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία».
Αρχισαν τα κανόνια από τα πλοία να ακούγονται που έριχναν κανονιές από τη θάλασσα προς το βουνό. Περιμέναμε με αγωνία τι θα γίνει.
Ξαφνικά ακούμε ένα ποδοβολητό αλόγου και έναν καβαλάρη να φωνάζει δυνατά «Διαταγή, σταματήστε μην πειράξετε κανέναν γιατί αλίμονό μας».
Ηταν απόγευμα, μας λένε «να πάτε στα σπίτια σας και να μην βγείτε έξω, ούτε να ανάψετε φώτα». Την άλλη μέρα το πρωί μαθαίνουμε ότι την ώρα που έφευγε ο κόσμος από το ποτάμι οι Τούρκοι στα κρυφά σκότωσαν κάποιους.
Τον παπα-Διονύση Αλεξιάδη,
Τον Βασίλη Σπανόπουλο
Τον Δημήτρη Σπανούδη
Την Παρασκευή Λαμπρίδου
Την Σμαράγδα Αλεξιάδου
Τη Σοφία Αλεξιάδου
Τη Σουλτάνα Κελεγκουρίδου
Αρχίσαμε και πάλι να βρίσκουμε το ρυθμό της ζωής μας. Η μάνα μου δούλευε στο λιμάνι και σιγά σιγά φτιάξαμε το νοικοκυριό μας. Πέρασαν δύο τρία χρόνια και άντε πάλι … ένα πρωί χτυπούσαν οι τούρκοι άγρια τις πόρτες και φώναζαν «Εξω όλοι να φύγετε, να πάτε στην Ελλάδα. Τι να κάνουμε;;; παίρνουμε ό,τι ρούχα μπορούσαμε και φεύγουμε. Μας βάζουν σπρώχνοντας στο καράβι μας ψάχνανε και ό,τι χρυσά και λεφτά είχαμε μας τα παίρνανε και να φορούσαμε σκουλαρίκια τα τραβούσανε και κόβανε τα αυτιά. Ητανε μία Ινεπολίτισσα. Η Θεοδώρα η κόρη της Καμάλας τη λέγανε. Τα αυτιά της ήταν κομμένα από το τράβηγμα για να της πάρουν τα σκουλαρίκια.
Ταξιδεύοντας το καράβι έκανε στάση σε δύο τρία νησιά και άφηνε κόσμο. Εμάς μας πήγανε στη Θεσσαλονίκη. Μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα και πήγαμε στο Αμύνταιο. Εκεί καθήσαμε να ξεκουραστούμε. Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε πάει να σηκωθεί η μάνα μου και πέφτει κάτω και πεθαίνει. «Τι θα κάνετε;» μας λένε «θα έρθετε μαζί μας ή θα μείνετε εδώ;» Πού να μείνουμε … στην ερημιά;;; Αφήνουμε τη μάνα μας στη μέση του δρόμου και φύγαμε μαζί με τους άλλους. Φτάσαμε στην Ξηρολίμνη. Μας βάλανε όλους σε ένα σχολείο. Ξυπνάω ένα πρωί και βλέπω την αδελφή μου δίπλα μου πεθαμένη.
Μετά άρχισαν να δίνουν στον κόσμο σπίτια και λίγοι - λίγοι έφευγαν από το σχολείο. Εγώ έμεινα μοναχή μου, πού να πάω; Βγήκα στον δρόμο πήγα σε ένα σπίτι τους ζήτησα λίγο ψωμί και μου έδωσαν. Το βράδυ βρήκα ένα σταύλο, είχε αγελάδες μέσα, είδα ότι ήτανε δεμένες. Μπήκα μέσα. πήγα σε μια γωνιά και κοιμήθηκα. Το πρωί ήρθε μια γυναίκα να ταϊσει τις αγελάδες και με ρωτάει «τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έχεις οικογένεια; » της λέω «όχι» μου λέει «έρχεσαι μαζί μου στο σπίτι;» της λέω «έρχομαι». Πάμε στο σπίτι της και λέει στον άντρα της (Ηλία Αβραμίδη τον έλεγαν και τη γυναίκα του Ανατολή, ήταν Πόντιοι πρόσφυγες) « Να το κρατήσουμε αυτό το κορίτσι μαζί μας;; δεν έχει κανένα συγγενή». Αυτός πρόθυμος απαντά «να το κρατήσουμε». Τους έλεγα θείο και θεία, με αγαπούσαν πολύ, περνούσα καλά μαζί τους, ήθελαν να με υιοθετήσουν.
Μια μέρα ήρθε η αδελφή μου η Σταματούλα από την Αυστρία στην Ξηρολίμνη. Μόλις την είδα χάρηκα και μου λέει «Ηρθα να σε πάρω να πάμε στην Αθήνα». Στεναχωρέθηκα που θα άφηνα το θείο και τη θεία μου και εκείνοι έκλαιγαν που έφευγα. Ηρθαμε στην Αθήνα, πήγαμε σε ένα σπίτι με την αδελφή μου, στο σπίτι της αδελφής του τότε υπουργού Δοξιάδη, (την έλεγαν Φρόσω Νικολαϊδου), για να τη βοηθάω στις δουλειές του σπιτιού. Μόλις με είδε με καλοδέχτηκε, με αγαπούσε και περνούσα πολύ καλά. Κάναμε πολύ συχνά το τραπέζι στον Πλαστήρα, το Βενιζέλο και πολλούς άλλους πολιτικούς.
Μία μέρα με φωνάζει ο ξάδελφός μου και μου κάνει προξενιά έναν νέο τον Αντώνη το Μακρίδη, που ήταν ταμίας στο πρώτο Δ.Σ. του Σωματείου Ινεπολιτών. Το λέω στην κυρία Φρόσω και μου λέει «να τον φέρεις να τον γνωρίσουμε». Της άρεσε και αρραβωνιαστήκαμε. Η κυρία Φρόσω με βοήθησε για να γίνει ο γάμος, μου ψώνισε την προίκα μου, μου φέρθηκε σαν μάνα.
Έκανα τρία παιδιά, τρία εγγόνια και έξι δισέγγονα.
Πηγή: homouniversalisgr.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ,αφήστε σχόλιο...