Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΘΕΑ ΜΑ...

Συγγραφή : Στεφανίδου Βέρα (20/2/2003)

Για παραπομπή: Στεφανίδου Βέρα, «Μα», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=5171

1. Καταγωγή

Η λατρεία της θεάς Μα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην περιοχή της Καππαδοκίας και του Πόντου. Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για τη λατρεία της ξεκινούν από την Ελληνιστική περίοδο, αλλά η Μα φαίνεται να έχει αρχαιότερη καταγωγή. Η ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας ήταν η γη των Χετταίων και η Μα ίσως ήταν μια από τις μορφές της χεττιτικής θεότητας Hepat ή «Ήλιος της Αρήννα».1

Οι Έλληνες την ταύτιζαν με την Αθηνά (Αθηνά-Μα), Ενυώ, Σελήνη, Άρτεμη, Κυβέλη, Γαία και Ρέα,2 ενώ οι Ρωμαίοι με την Bellona (Μa-Bellona).3 Νομίσματα της εποχής του Αριαράθη Δ΄ (220-163 π.Χ.) που βρέθηκαν στην Καππαδοκία καθώς και άλλα προερχόμενα από την πόλη του Περγάμου αναπαριστούσαν τη Μα ως Αθηνά.4 Παρά τις ομοιότητες όμως, ο αρχέγονος, τοπικός και πολύπλευρος χαρακτήρας της Μα δεν επιτρέπει ακριβή ταύτιση με καμία ελληνική ή ρωμαϊκή θεότητα, πράγμα που δημιούργησε αρκετή σύγχυση στους αρχαίους συγγραφείς, η οποία είναι φανερή και στους ερευνητές του 19ου αιώνα.5



2. Λατρεία – μυστήρια

Λόγω της χεττιτικής καταγωγής της, η λατρεία της Μα φαίνεται να δέχτηκε πολλές επιδράσεις στο πέρασμα των αιώνων, οι ισχυρότερες από τις οποίες φαίνεται να ήταν οι περσικές. Ευρήματα από την Καππαδοκία υποδηλώνουν ότι η αρχέγονη λατρεία της, όπως πολλών ανατολικών και ιρανικών θεοτήτων, ήταν υπαίθρια.

Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα (64 π.Χ. - 20 μ.Χ.), η Μα λατρευόταν στα Κόμανα του Πόντου και, νωρίτερα, στα Κόμανα της Καππαδοκίας6 με παρόμοιο τρόπο. Δύο φορές το χρόνο τελούνταν λιτανείες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο αρχιερέας φορούσε διάδημα. Επρόκειτο για μια σημαντική θεότητα και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο αρχιερέας της ήταν στρατηγός και δεύτερος στην απόδοση τιμών μετά το βασιλιά. Οι πόλεις ήταν αφιερωμένες στη θεά και κατοικούνταν κυρίως από πιστούς, υπηρέτες και σκλάβους του ναού. Οι ιερείς ασκούσαν την διοίκηση των πόλεων και είχαν το διοικητικό και οικονομικό έλεγχο του ιερού, της γης και των ιερών δούλων, αν και τυπικά ο ανώτατος άρχοντας ήταν ο βασιλιάς. Πολλά όμως από τα στοιχεία της ιδιαίτερης λατρείας της στην Καππαδοκία αγνοούνται, μια και τα Κόμανα της Καππαδοκίας δεν έκοβαν δικό τους νόμισμα και οι φιλέλληνες βασιλείς τους είχαν εξελληνίσει την εικονογραφία της.7

Η λατρεία της ήταν εξαπλωμένη και στη Μακεδονία, όπου εισήχθη με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και διαδόθηκε με σχετική ευκολία, ίσως γιατί είχε πολλές ομοιότητες με τη Μητέρα των θεών, την Άρτεμη και διάφορες τοπικές θεότητες.8 Κατά τη διάρκεια του Α΄ Μιθριδατικού πολέμου, οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τη θεά που λατρευόταν στα φαράγγια του Ταύρου και ο Σύλλας εισήγαγε τη λατρεία της στη Ρώμη. Φαίνεται ότι η σύγκλητος, προκειμένου να σιγουρέψει τη νίκη, δέχτηκε τη λατρεία και το ιερατείο της Μα, ταυτίζοντας τη με την Bellona. Για το σκοπό αυτό υπήρχε ιερό της στο λιμάνι της Όστιας (Ιταλία) με ιερείς και ιέρειες από την Καππαδοκία (fanatici, bellonari). Μια επιγραφή από τις Σάρδεις (περίπου 150 μ.Χ.) απαγορεύει στους πυρσοφόρους του Διός (Ζευς Βαραδάτης) να συμμετέχουν στη λατρεία της Μα. Όσον αφορά την Αυτοκρατορική περίοδο, η λατρεία της θεάς είναι επαρκώς τεκμηριωμένη.9


3. Εικονογραφία

Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για την εικονογραφία της Μα προέρχονται από την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή και τονίζουν τις ηλιακές και πολεμικές (στρατιωτικές) ιδιότητες της θεάς. Οι γνωστές αναπαραστάσεις και επιγραφές δίνουν έμφαση στα κοινά σημεία μεταξύ της Μα και των ελληνορωμαϊκών θεοτήτων, αλλά δεν τις ταυτίζουν.

Το διάδημα με τις ακτίνες του ήλιου φαίνεται να ήταν χαρακτηριστικό εικονογραφικό στοιχείο της Μα, ως ουράνιας θεότητας. Το στοιχείο που την ξεχώριζε όμως ήταν η στρατιωτική της ενδυμασία. Οι δύο αετοί στους ώμους της, οι οποίοι αναφέρονται ως αγγελιοφόροι του Ήλιου στην παράδοση των Χετταίων, θυμίζουν τη συνηθισμένη στην Ανατολή αναπαράσταση μιας θεότητας ανάμεσα σε δύο ζώα, που είναι γνωστή ως πότνια θηρών.10 Σε αυτοκρατορικά νομίσματα του Πόντου παριστάνεται το άγαλμα της θεάς μπροστά από έναν τετράστυλο ναό όπου ο αετός πολεμά ένα ερπετό.11 Τα νομίσματα από τα Κόμανα του Πόντου αναπαριστούσαν τη θεά με ρόπαλο και ασπίδα, ενώ στις αυτοκρατορικές κοπές η παρουσία της θεάς
συχνά υποδηλωνόταν μόνο από ένα ρόπαλο.12

Τα Κόμανα της Καππαδοκίας δεν είχαν αυτόνομες κοπές, αλλά βρίσκουμε εκείνες του βασιλείου της Καππαδοκίας, στις οποίες η θεά φέρει περικεφαλαία, κρατά λόγχη, έχει μια ασπίδα στα πόδια της και υποβαστάζει μια Νίκη που τη στεφανώνει. Η παραπάνω απεικόνιση καθώς και μια επιγραφή της Καταονίας της ίδιας εποχής τονίζουν το νικηφόρο χαρακτήρα της θεάς. Επίσης, ο σκύλος φαίνεται να είχε θέση στη λατρεία της Μα στην Καππαδοκία και η εμφάνισή του σε κάποιες αναπαραστάσεις της υποδηλώνει τη χθόνια φύση της που συμβαδίζει με τις πολεμικές ιδιότητές της.13








1. Seyrig, H., “Une déesse anatoliénne”, AntK 13 (1970), σελ. 77, σημ. 6· Garstang, J., “The Sun Goddess of Arinna", Annals of Archaeology and Anthropology 6 (1914), σελ. 115· Herzfeld, E., The Persian Empire. Studies in Geography and Ethnography of the Ancient Near East (Wiesbaden 1968), σελ. 110-112. Βλ. επίσης Garelli, P., Les Assyriens en Cappadoce (Bibliothéque archéologie d’Istanbul de l’Institut francais d’archéologie d’Istanbul 19, Paris 1963), σελ. 108, 119, 211-212.
2. Πλούτ., Σύλλ. 9.4· Στέφ. Βυζ., βλ. λ. «Μάσταυρα»· Παυσ. 3.16.8· Head, B.V. – Hill, G.F. – MacDonald, G. – Wroth, W., Historia Numorum, A Manual of Greek Numesmatics2 (Oxford 1911), σελ. 498.
3. CIL IV 490, 2232, 2233· Caes. Bell. Alex. 66· Δίων Κ. 42.26.2· Cumont, F., Les religions orientales dans le paganisme romaine4 (Paris 1929), σελ. 50· Planter, S.B. – Ashby, T., A Topographical Dictionary of Ancient Rome (London 1929), βλ. λ. “Bellona Pulvinensis Aedes”, “Bellona Rufilia Aedes”· Guarducci, M., “Il santuario di Bellona e il circo di Flamino in un epigrama greco”, Bull.Com. 73 (1949-1950), σελ. 55-76· Dragojevic-Josifovska, B., “L’inscription de Scupi consacree a la déesse Bellona”, ZA 31 (1981), σελ. 181 (στα σλαβομακεδονικά με περίληψη στα γαλλικά). Alfoldi, A., “Redeunt Saturnia regna. V: Zum Gottesgnadentum des Sulla”, Chiron 6 (1976), σελ. 149-156· Fischwick, D., “Hastiferi”, JRS 57 (1967), σελ. 142-160, ιδίως σελ. 145, 152-154.
4. Morkholm, O., Early Hellenistic Coinage from the accession of Alexaner to the peace of Apamea (336 - 188 B.C.) (Cambridge - New York 1997), σελ. 132· Rider, G. le, “Une tétradrachme d’Athéna Niképhoros”, Rev. Num. 15 (1973), σελ. 72, 77· Robert, L., Noms indigènes dans l’Asie Mineure gréco-romaine (Paris 1963), σελ. 494. Λόγω ελληνικού συνειρμού, η τοπική θεότητα Μα, η οποία ήταν μια θεά Νικηφόρος, αναγνωρίστηκε ως η «Αθηνά Νικηφόρος». Κατά συνέπεια η Μα ταυτίστηκε με την Αθηνά.
5. Lex. Gr. Rom. Myt. II, στήλες 2215-2225, βλ. λ. “Ma”. (Drexler)· Lex. Gr. Rom. Myt. I, στήλες 774-777, βλ. λ. “Bellona” (Prokisch)· Lex. Gr. Rom. Myt. I, στήλες 1251-1232, βλ. λ. “Enyo” (Stoll)· Dict. des Antiquites I.1, βλ. λ. “Bellona” (Saglio)· Reallex. Ant. Chr. βλ. λ. “Bellona” (Waszink)· Robert, L., Noms indigènes dans l’Asie mineure gréco-romaine (Paris 1963), σελ. 502.
6. Για την αντίθετη άποψη, βλ. Herzfeld, E., The Persian Empire (Wiesbaden 1968), σελ. 109-110.
7. Στράβ. 12.2.3, 12.3.32· Αππ., Μιθρ. 114· Robert, L., Noms indigènes dans l’Asie mineure gréco-romaine (Paris 1963), σελ. 436, σημ. 7· Benveniste, E., Titres et noms propres en iranien ancien (1966), σελ. 51-65 (Le second apres le roi)· Waddington, W.H., “Inscriptions de Cataonie”, BCH 7 (1883), σελ. 128.
8. SEG XXXV 698, 702.
9. ILS 3804, 4180-4181b (Desseau)· Δίων Κ. 42.26.2· Guarducci, M., “Una nuova dea a Naxos in Sicilia e gli antici legami fra la Naxos Siceliota e l’omonima isola delle Cicladi“, MEFRA 97 (1985), σελ. 7-34· Reinach, T., Mithridate Eupator (Paris 1890), σελ. 242· Robert, L., “Inscription grécque de Sardeis”, CRAI (1975), σελ. 306-330· SEG XXIX 1205· Briant, P., Histoire de l’empire Perse de Cyrus a Alexandre (Paris 1996), σελ. 696-697. Βλ. επίσης SEG 38.1497. ΤΑΜ V.2 1305 (Μα Ανείκητος, Λυδία).
10. Seyrig, H., “Une déesse anatolienne”, AntK 13 (1970), σελ. 777.
11. Price, M.J. – Treel, B.L., Coins and their cities architecture on the ancient coins of Greece, Rome and Palestine (London 1977), σελ. 95-99, εικ. 176-177.
12. Waddington, W.H. – Babelon, E. – Reinach, Τ., Recueil général des monnaies grécques d’Asie Mineure 1.1 (Paris 1994), σελ. 79-80.
13. Waddington, W.H., “Inscriptions de Cataonie”, BCH 7 (1883), σελ. 127-128· Price, M.J. – Treel, B.L., Coins and their cities architecture on the ancient coins of Greece, Rome and Palestine (London 1977), σελ. 156, φωτ. 26· Proeva, N., “La deesse cappadocienne Ma et son culte en Macedoine d’après une plaque en bronze de Pretor au Musée de Resen”, ZAnt 33 (1983), σελ. 174-175. Πρβ. Petrovic, M.D., Les divinites et les démons du couleur noir chez les peuples anciens (Beograd 1940) (στα σερβο-κροάτικα). Prieur, J., Les animaux sacrés dans l’antiquité (Ouest France 1988), σελ. 34-35, 135· Farnell, L.R., The Cults of the Greek States 2 (Oxford 1896), σελ. 507-508.

Ιστορία των Ελλήνων



Η Βέρα Στεφανίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε αρχαία ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Κεντ (Μεγάλη Βρετανία) όπου ειδικεύτηκε στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα "Ο Πόντος στην Αρχαιότητα". Παράλληλα έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας. Δίδαξε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο του Κεντ και συνεργάστηκε ως εξωτερικός συνεργάτης με το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.

Συμμετοχή σε συγγραφικά έργα: Ιστορία των Ελλήνων



2 σχόλια :

Παρακαλώ,αφήστε σχόλιο...