Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία-Έργα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία-Έργα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ: "Ιμπραχίμ ο γιός του Ηρακλή"

Το πρώτο κι όχι τελευταίο,ελπίζουμε,βιβλίο τού Γαρασαριώτη Νίκου Πετρίδη.
Ο Νίκος,άνθρωπος που έχει "φάει τόν Πόντο με το κουτάλι" κι έχει μοιραστεί μαζί μας ότι έχει γνωρίσει από τίς πατρίδες,αποφάσισε να τα συγκεντρώσει σχεδόν όλα σε ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων,μέσα από τίς εκδόσεις Ινφογνώνων καί να μάς ταξιδέψει μαζί του στίς πατρίδες μας......
Καλή συνέχεια Νίκο,
 "Ανεβζηγός αροθυμία"
  (άσβεστη νοσταλγία)!!!!

Πρόλογος....

Αρχές καλοκαιριού 1914. Ο κόσμος ετοιμάζεται να μπει στον πρώτο μεγάλο πόλεμο του 20ου αιώνα.
Τέσσερις νέοι από τη Νικόπολη του Πόντου. Ο Ηρακλής, ο Γιάννης, ο Ιμπραχίμ κι ο Καραμπέτ. Διαφορετικές καταγωγές, «ιστορίες», θρησκείες. Ίδια πατρίδα.
Μια Αυτοκρατορία που προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανή. Μια Αυτοκρατορία που οι «μεταρρυθμιστές» δεν πιστεύουν σε μεταρρυθμίσεις. Μια Αυτοκρατορία που η Ελευθερία, η Ισότητα και η Δικαιοσύνη, δεν είναι για όλους.
Τα μιλέτια και οι Νεότουρκοι. Ο παντουρκισμός, ο ισλαμισμός και ο νέος τουρκικός εθνικισμός.
Η Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας. Η νικήτρια των Βαλκανικών Πολέμων, οι «εθνικοί πόθοι» και οι διχασμοί.
Η Κερασούντα, η οικονομική ανάπτυξη και η «ποντιακή ταυτότητα» στα παραθαλάσσια αστικά κέντρα του νοτιοανατολικού Ευξείνου Πόντου.
Η Πόλη των πόλεων, η βασιλεύουσα. Το μωσαϊκό εθνοτήτων, γλωσσών, θρησκειών, πολιτικών επιδιώξεων, οικονομικών ανταγωνισμών. Το πολυτιμότερο τρόπαιο του «παλιού κόσμου».
Τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων που μεταναστεύουν στην Αμερική και οι Έλληνες που «ψάχνουν» τη θέση τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Κρητικοί, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Κύπριοι, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Αιγαιοπελαγίτες, Ευξεινοπόντιοι. Συγχρωτίζονται, γνωρίζονται, συγκρούονται, μεταλλάσσονται. Οι «μούλοι», οι λίγο καλύτεροι από τους «νέγρους», οι χειρότεροι ακόμα και από τους Ιρλανδούς και τους Ιταλούς, προσπαθούν να χωρέσουν κι αυτοί στο σύγχρονο Πύργο της Βαβέλ.
Η εξέγερση των Αρμενίων στη Νικόπολη. Η πολιορκία του κάστρου για έναν ολόκληρο μήνα. Η ηρωική έξοδος και η σφαγή.
Φιλίες, συγκρούσεις και ανταγωνισμοί στο μεσόγειο Πόντο. Στον «άγνωστο» Πόντο.
Μια ιστορία που κυλάει μέσα στην Ιστορία. Η φυλή, το αίμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η φιλία, η αγάπη, το μίσος.
Όλα αυτά που κάνουν τους ανθρώπους, πρόβατα και θεριά.
Όλα αυτά που μας στιγμάτισαν και δεν ξεπλένονται.
Όλα αυτά που μπορούν να μας χωρίζουνε για πάντα.

Μπορούν όμως και να μας ενώσουν…


Παραγγελία ΕΔΩ

€15

Συγγραφέας: Νίκος Πετρίδης

ISBN: 978-960-8362-70-3

Σελ.: 400

Σειρά: Ιστορικά

Γλώσσα: Ελληνικά

Κωδικός: 86979ΙΣ7

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ: "Ιμπραχίμ ο γιός του Ηρακλή" "

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Iωάννης Αβραμίδης: Ένας κορυφαίος Πόντιος γλύπτης

Ένας Πόντιος στη Βιέννη

Αναρτήθηκε από στίς 23/09/2012

ΠΗΓΗ:Πόντος και Αριστερά


Αυτή την Κυριακή κλείνει τα 90 του χρόνια ο Ιωάννης Αβραμίδης, ο σημαντικότερος σήμερα γλύπτης της Αυστρίας. Ξεκίνησε κάποτε από τα Σούρμενα (σ.τ.σ του Πόντου) για να καταλήξει στη Βιέννη, όπου και ζει μέχρι σήμερα.

Αυτόν τον καιρό η Βιέννη γιορτάζει τον σημαντικότερο εν ζωή γλύπτη της Αυστρίας. Πρόσφατα εγκαινιάστηκε έκθεση με γλυπτά του στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης στην αυστριακή πρωτεύουσα, ενώ σε λίγες μέρες θα ανοίξει μεγάλη αναδρομική έκθεση για το συνολικό έργο του στο περίφημο μουσείο Αλμπερτίνα. Και το όνομα αυτού Ιωάννης Αβραμίδης. Και να σκεφθεί κανείς ότι είχε πρωτοφτάσει στη Βιέννη είκοσι χρονών και κάτι, προηγουμένως τον είχαν συλλάβει οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα και τον είχαν στείλει στην Αυστρία για καταναγκαστικά έργα. Μετά τον πόλεμο ο Αβραμίδης έμεινε στη Βιέννη, σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική, αφιερώθηκε στη δεύτερη, σιγά-σιγά δημιούργησε τεράστιο έργο, αυστηρό και υποβλητικό, εκπροσώπησε την Αυστρία στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1962 και τιμήθηκε το 1973 με το αυστριακό Μεγάλο Κρατικό Βραβείο.
Η μηχανή και ο άνθρωπος
Ο κριτικός της μεγάλης γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung γράφει αυτή την εβδομάδα: «Οι μορφές, με τις οποίες ο Αβραμίδης έγινε γνωστός, θυμίζουν αναγεννημένες αρχαίες κόρες, είναι μισά αρχιτεκτονήματα και μισές ανθρώπινες μορφές, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα πρόσωπά τους είναι υποτυπώδη, τα σώματά τους είναι σαν αφηρημένα αντικείμενα. Ορισμένοι τεχνοκριτικοί είδαν σ’ αυτό το στιλ ένα σχόλιο στην ηγεμονία της μηχανής κατά τον 20ό αιώνα και στη βία που ασκεί στο σώμα ο μηχανικός εξορθολογισμός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ερμηνεία σχετίζεται και με την προσωπική μοίρα του καλλιτέχνη.» Δυο λόγια λοιπόν για την προσωπική μοίρα του καλλιτέχνη πριν από την άφιξη στη Βιέννη, μια αναφορά στον πρότερο πολυκύμαντο βίο της οικογένειας. Ο Ιωάννης Αβραμίδης γεννήθηκε το 1922 στα Σούρμενα του Πόντου, η οικογένεια κατέφυγε στο Βατούμ της Γεωργίας για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων, ο πατέρας συνελήφθη από το σταλινικό καθεστώς, στάλθηκε στη Σιβηρία για να μη γυρίσει ποτέ, η μητέρα αποφάσισε να καταφύγει στην Ελλάδα, μετά ξέσπασε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος που όταν τέλειωσε είχε εκβράσει τον Αβραμίδη στη Βιέννη.
Το αντικείμενο και το σώμα
 
Ο Αβραμίδης στο ατελιέ του, Βιέννη 1965
Μετά ακολουθεί η σημαντική καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Σημειώνει η Frankfurter Allgemeine Zeitung: «Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Αβραμίδη είναι μια μορφή σε σχήμα ύψιλον του 1967 που αποτελείται από δύο όρθια σκέλη, ακριβώς ίδια μεταξύ τους. Λέγεται «Το φιλί» παραπέμποντας έτσι στο περίφημο έργο του Ροντέν. Ενώ όμως στον Ροντέν οι δύο μορφές ταράσσονται από το πάθος, τα δυο ημίσεα στον Αβραμίδη είναι ολόιδια και σαν απολιθωμένα. Και όμως αποτελώντας μέρη του ίδιου ύψιλον είναι ενωμένα. Ένα ζωντανό σώμα μπορεί να μετατραπεί σε αντικείμενο και ένα αφηρημένο αντικείμενο σε ένα ολοζώντανο σώμα. Η στιγμή της μεταμόρφωσης ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις φαίνεται πως είναι η βάση της αισθητικής του Αβραμίδη». Στην Ελλάδα ο γλύπτης έγινε γνωστός με μεγάλη καθυστέρηση τα τελευταία χρόνια, είναι συνηθισμένο οι δημιουργοί που δρουν στο εξωτερικό να λαμβάνονται υπόψη στην Ελλάδα μόνο όταν αυτό είναι πια αναπόφευκτο. Και η Βιέννη γιορτάζει αυτή την Κυριακή τα ενενηκοστά γενέθλια του Ιωάννη Αβραμίδη.
Σπύρος Μοσκόβου
Yπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη






“Ποτέ δεν έγινα Αυστριακός”
Ο γνωστός στο εξωτερικό γλύπτης μιλάει για την τέχνη του με αφορμή τη μεγάλη έκθεσή του που πραγματοποιείται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου
«Ελληνας μεταξύ Ελλήνων» ονομάζεται η έκθεση του Ιωάννη Αβραμίδη που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Ο Ιωάννης Αβραμίδης, καταξιωμένος γλύπτης εδώ και χρόνια στην Ευρώπη, γεννήθηκε το 1922 στο Βατούμ της Μαύρης Θάλασσας όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του, εγκαταλείποντας τα Σούρμενα κοντά στην Τραπεζούντα για να αποφύγουν τους διωγμούς των Τούρκων. Οταν η Ρωσία έγινε Σοβιετική Ενωση η τύχη της οικογένειας δεν ήταν καλύτερη. Το νέο καθεστώς άφησε χωρίς δουλειά τον έμπορο πατέρα ο οποίος συντηρούσε την οικογένεια με μεγάλη δυσκολία. Η σχέση με τη ζωγραφική άρχισε από πολύ νωρίς να καθορίζει τον νεαρό Γιάννη που σε ηλικία 14 ετών φοιτούσε ήδη στην Κρατική Σχολή Τέχνης του Βατούμ. Το 1937 οι διωγμοί των μειονοτήτων από τον σταλινισμό θα οδηγήσουν τον πατέρα στη Σιβηρία από όπου δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Το μισό σπίτι επιτάσσεται και η μητέρα αποφασίζει, το 1939, την εγκατάσταση στην Αθήνα όπου υπήρχαν κάποιοι συγγενείς. Τα χρόνια της Κατοχής η Πτολεμαΐδα θα προσφέρει φιλοξενία στην οικογένεια. Το ’43 ο Αβραμίδης θα μεταφερθεί με τρένο ως τη Βιέννη όπου αρχικά θα δουλέψει σε στρατόπεδο εργασίας. Το 1945 σπουδάζει ζωγραφική δίπλα στον Δανό Robin Christian Andersen, ενώ το 1953 στρέφεται στη γλυπτική, πάντα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης δίπλα στον Fritz Wotruba. Το 1956 του απονέμεται το κρατικό βραβείο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης, θα ακολουθήσει το αυστριακό βραβείο για τη γλυπτική, βραβεία σε Μπιενάλε και τελικώς το Μεγάλο Αυστριακό Κρατικό Βραβείο.
Ως τις αρχές Οκτωβρίου (1999) τα έργα του Ελληνα Ιωάννη Αβραμίδη ­ ο οποίος ζει και εργάζεται στη Βιέννη ­ θα συνυπάρχουν αρμονικά με τα έργα των αρχαίων ελλήνων ομοτέχνων του στο μουσείο της πρωτεύουσας της Βαυαρίας, ενώ μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα οι έλληνες σύγχρονοί του έχουμε σπάνια την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον ίδιο και τη δουλειά του.
Εχετε κάποιο παράπονο από την Ελλάδα;
«Εγώ έκανα πάντοτε τη δουλειά μου και περίμενα. Ελεγα μέσα μου, εδώ Αυστριακοί και Γερμανοί μού κάνουν εκθέσεις. Οι Ελληνες πού είναι; Πριν από 20 ως 30 χρόνια ­ δεν θυμάμαι πια ­ είχε έρθει μια κυρία από την “Αίθουσα Τέχνης” της Αθήνας αλλά δεν συμφωνήσαμε».
Το ’97 με την Πολιτιστική Πρωτεύουσα ήταν η πρώτη σας μεγάλη έκθεση στην Ελλάδα;
«Ναι. Στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα στην Εθνική Πινακοθήκη. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ δεν είμαι ο τύπος που θα τρέξει γι’ αυτά. Οι δημόσιες σχέσεις θέλουν ταλέντο που νομίζω ότι δεν έχω. Γιατί να προσπαθώ λοιπόν γελοιότητες; Και έπειτα έχω τόση δουλειά να κάνω…».
Ωσπου να αρχίσετε να κάνετε αυτό που αγαπάτε, είχατε μια δύσκολη ζωή. Πρέπει να πονέσει ο καλλιτέχνης για να δώσει;
«Οχι. Αυτό εγώ δεν το παραδέχτηκα ποτέ. Είναι άλλο όμως όταν ζει κανείς στον τόπο του. Εγώ που βρέθηκα σε ξένο τόπο δεν ενδιαφέρθηκα για τα του τόπου, παρά ξεχώρισα με τη δουλειά μου. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, έπρεπε να είναι μια δουλειά αφαιρετική στο τέλος, δηλαδή με τρομερή απλοποίηση. Για να πει κανείς κάτι αντιληπτό στον απέναντί του θα πρέπει να απλοποιήσει. Αυτή η φόρμα βέβαια συν τω χρόνω εξελίχθηκε με νόμους».
Υπάρχουν νόμοι στην τέχνη;
«Βεβαίως και υπάρχουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο άνθρωπος προσπαθεί πάντα αυτό που κάνει να το στερεώσει, να το νομοθετήσει, να βάλει υπόβαθρο που είναι οι νόμοι. Προσωπικοί και μη. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει ίσως και ο Μπρανκούζι αλλά πολύ περισσότερο ο Σεζάν εν συγκρίσει με άλλους ομοτέχνους της εποχής του».
 

Το ίδιο ισχύει και στη γλυπτική και στην αισθητική;
«Η αισθητική είναι πράγμα πολύ υποκειμενικό. Εγώ προσπάθησα να εξαλείψω το πρόσωπό μου και τα αισθήματά μου, τα έβαλα όλα κατά μέρος και γι’ αυτό λέω ότι η δουλειά μου έχει γίνει τρόπον τινά αφαιρετική. Δηλαδή έχω αφαιρέσει και το άτομό μου. Ο άνθρωπος είναι ό,τι κουβαλάει και αν αφήσεις στην τέχνη τη δική μας τις επιρροές και τις επιδράσεις θα βγουν όλοι οι δάσκαλοι που έχεις μέσα σου. Για να γίνει κάτι εντελώς προσωπικό πρέπει όλα αυτά να παραμεριστούν. Εγώ το έκανα γιατί είναι της ιδιοσυγκρασίας μου αλλά και γιατί στον τόπο όπου βρέθηκα οι επιρροές δεν ήταν πολύ δυνατές. Αίφνης, δεν γνωρίζω αν βρισκόμουν στα νιάτα μου στο Παρίσι τι αντιστάσεις θα είχα».
Από το 1965 υπήρξατε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, διευθυντής του τμήματος σχεδίου γυμνού και ως πρόσφατα διευθυντής του τμήματος γλυπτικής των τελειοφοίτων. Ως δάσκαλος τι συμβουλεύατε τους μαθητές σας;
«Να μην είναι μιμητές. Με τη δουλειά που θα κάνουν να ελπίζουν ότι θα βρουν κάτι δικό τους το οποίο θα εξελιχθεί ή όχι. Ετσι πέρασα εγώ από τη ζωγραφική στο σχέδιο. Ενιωσα ότι οι φιγούρες που έκανα στο σχέδιο έπρεπε να γίνουν σε υλικό ματεριαλιζέ. Αυτό γεννήθηκε σαν μια ανάγκη από τη δουλειά, από το σχέδιο που είναι το δικό μου ουσιαστικό υλικό. Η δική μου γλυπτική γίνεται μέσω σχεδίου. Σχέδιο, πλάνο και υλικό. Εχω απόλυτη μεθοδολογία και ορισμένη κονστρουκτσιόν που είναι δική μου εφεύρεση και έβγαλε δική της φόρμα. Από τα λίγα που γνωρίζω, οι εφευρέσεις και οι φόρμες θα πρέπει να γίνονται αναγκαστικώς. Αυτός είναι ο δικός μου δρόμος».
Η επίδοσή σας στο σχέδιο ανδρικού γυμνού χαρακτηρίστηκε εξαιρετικά επιτυχημένη. Γιατί όχι και γυναικείο γυμνό;
«Στη μελέτη του σώματος το ανδρικό γυμνό είναι πάντα πιο διαθέσιμο λόγω μυϊκής κατασκευής. Είναι όλα πιο φανερά. Στο γυναικείο σώμα μπορεί να έρθουν και όλα αυτά τα προσωπικά, τα αισθηματικά και αυτά είπαμε να τα βάζουμε στην άκρη…». (γέλια)
 

Τι θυμάστε από τη συνάντηση με τον Τζιακομέτι στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1962;
«Στην Μπιενάλε με πήγαν οι Αυστριακοί και θυμάμαι ότι το αυστριακό περίπτερο ήταν απέναντι από το ελληνικό και εγώ έλεγα μέσα μου: “Τι ζητάω εγώ εδώ και δεν είμαι απέναντι;“. Και αυτό το αίσθημα το είχα συνέχεια. Ηρθε λοιπόν ο Τζιακομέτι και με έψαξε. Ηθελε να με γνωρίσει. Είχε έρθει και άλλη μια φορά από το περίπτερο για να με βρει αλλά εγώ έλειπα. Στεκόμασταν σούζα ο ένας απέναντι στον άλλον και μιλούσαμε. Ηταν και ο Ρουσόλι και κάποιος τρίτος καλλιτέχνης που δεν τον ήξερα. Αυτός προσπαθούσε συνεχώς να διακόψει την κουβέντα μας και να αποσπάσει την προσοχή του Τζιακομέτι. Εγώ τότε δεν πολυκατάλαβα, το περιστατικό κατέγραψε όμως αργότερα ο Ρουσόλι σε έναν κατάλογο με τις εντυπώσεις του. Οταν τελείωσε η συζήτηση θυμάμαι ότι είπα μέσα μου: “Αφού με αναγνώρισαν ο Τζιακομέτι στη Βενετία και ο Wotruba στη Βιέννη, τώρα πια δεν έχω ανάγκη από κανέναν”».
Επειτα από τόσα χρόνια απουσίας πόσο Ελληνας νιώθετε;
«Είμαι Ελληνας και η καταγωγή μου παίζει μεγάλο ρόλο στη δουλειά μου. Μην ξεχνάτε ότι είμαι και Πόντιος και το ποντιακό στοιχείο το έχω μέσα μου. Ποτέ δεν έγινα Αυστριακός. Πάντοτε επέμενα ως Ελλην και η δουλειά μου έχει την ελληνική ταυτότητα. Υπάρχει η σχέση με την Πρώιμη Αναγέννηση που αναφέρεται στο αρχαϊκό ελληνικό στοιχείο».
Αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό του κλασικού σύγχρονου που σας έχει αποδοθεί;
«Κλασικός γίνεται στην ουσία κανείς όταν πάει στους ουρανούς και περάσουν 30 ως 40 χρόνια. (γέλια) Σοβαρά μιλώντας ο κλασικός είναι διαχρονικός και αναγκαστικά σύγχρονος. Διότι η μορφή για να είναι γνήσια πρέπει να είναι πάντα της εποχής. Τα μεγάλα έργα, τα έργα αξίας είναι πάντα σύγχρονα κατά τον τρόπο που είναι σύγχρονη η γλυπτική και τα αρχαία δράματα».
Πόσες ώρες δουλεύετε την ημέρα;
«Είμαι κάθε ημέρα μέσα στο εργαστήριο χωρίς να ξεχνώ ότι υπάρχει γύρω μου και η ζωή που τη ζω τα τελευταία 40 χρόνια με την Αννα-Μαρία σε δεύτερο γάμο. Εχω δύο παιδιά από τον πρώτο μου γάμο και δύο από τον δεύτερο, τον Αντρέα και την Ιουλία που ζωγραφίζει επίσης. Είμαστε μάλλον καλλιτεχνική οικογένεια. (γέλια) Και η Αννα-Μαρία είναι γλύπτρια. Καλλιτεχνικά η δουλειά μας είναι εντελώς διαφορετική και ποτέ δεν την επηρέασα ως δάσκαλος που ήμουν. Εξάλλου στα 14 της είχε κάνει ήδη το πρώτο άγαλμά της».
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 25/07/1999 , Σελ.: Z03
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Iωάννης Αβραμίδης: Ένας κορυφαίος Πόντιος γλύπτης "

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

"ΑΝΕΣΤΗΝ ΑΦΕΝΤΑ Μ’"

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
"ΑΝΕΣΤΗΝ ΑΦΕΝΤΑ Μ’"
ΤουΚυριάκου Σαχανίδη


Όσταν έρθα να μένω και να δουλεύω ’ς σην Αθήναν,έμ’νε νεόπαντρος κι ασσού τα κυρουκά μ’ έσανεφτωχοί, έπρεπεν να δουλεύω πολλά. Εγώ πα ηγυναίκα μ’ πα. Έπρεπεν ν’ αγοράζουμε ακομάν καιτα πιάτα και την τέντζερην εμουν. Άρ’ αέτσ’ είπα,θα ευτάγω έναν κι άλλο δουλείαν άναυα τοπρωιζ’νόν. Το πρωί εδούλευα σ’ έναν εργοστάσιον.Καλόν δουλείαν έτον και καλά παράδες πα επέρ’να.Είπα ν’ ανοίγω έναν γραφείον να κρατώ ταλογιστικά βιβλία σε κάμποσα επιχειρήσεις για ναεπορούμε ν’ αγοράζουμε τα χρειαζούμενα ’ς σ’οσπίτ’ απέσ’. Τ’ οσπίτ’ πα, τ’ εμέτερον ’κ’ έτον, μετο νοίκιον εκάθουμ’νες........







ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
"Ο ΑΛΗΤΑΚΟΝ"
"ΤΗ ΛΑΜΠΡΗΝ ΘΑ ΕΡΤΑΙ"


Ο Κυριάκος Σ. Σαχανίδης γεννήθηκε το 1949 στην Καλλίφυτο Δράμας. Σπούδασε οικονομικά και εργάζεται ως οικονομολόγος μελετητής στην Αθήνα. Γράφει ποιήματα από δεκαπέντε χρονών. Έχει γράψει στην ποντιακή διάλεκτο πολλά ποιήματα, δέκα τέσσερα θεατρικά έργα, σύγχρονη πολιτική σάτιρα, ομιλίες στην ποντιακή διάλεκτο, CDs με τραγούδια, κλπ. Διετέλεσε: (α). Γεν. γραμματέας του Συλλόγου Ποντίων "Αργοναύται-Κομνηνοί", (β). Αναπληρωτής γεν. γραμματέας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας, (γ). Μέλος της εκτελεστικής γραμματείας της Οργανωτικής Επιτροπής του 6ου Παγκόσμιου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " "ΑΝΕΣΤΗΝ ΑΦΕΝΤΑ Μ’" "

Ο ΑΛΗΤΑΚΟΝ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΩΚΡ. ΣΑΧΑΝΙΔΗ

"Ο ΑΛΗΤΑΚΟΝ"
 

Εχάραξεν η ημέρα. Οι αρθώπ’ εσκώθαν και φορεμέν’ με χοντρά λώματα και τα παλτά τουν, αγληγοραστά επέγ’ναν ’ς σα δουλείας ατουν. Οι εμπόρ’, είνας - είνας ένοιγαν τα μαγαζία τουν και εβγάλ’ναν έξ’, απάν’ ’ς ση στράταν, κάμποσα πράματα, ασ’ σ’ ατά τ’ επούλ’ναν. Το κρύον έτονε πολλά, αμά χιόν’, ξάι ’κ’ ερούξεν. Έτον το υστερ’νόν ημέραν τη χρονίας. 







ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
"ΑΝΕΣΤΗΝ ΑΦΕΝΤΑ Μ’"
"ΤΗ ΛΑΜΠΡΗΝ ΘΑ ΕΡΤΑΙ"
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Ο ΑΛΗΤΑΚΟΝ "

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Παροίμιο – στίχοι στην ποντιακή διάλεκτο







Η Μαρία Μαυρίδου Καλούδη γεννήθηκε στην Ξάνθη και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη και στο Wuppertal της Γερμανίας ενώ κατάγεται από την Κερασούντα του Πόντου. Από τότε που θυμάται το εαυτό της, στόχο και σκοπό ζωής έχει να κατακτήσει τον κόσμο της λογοτεχνίας. Κάτι για το οποίο ακόμα εργάζεται. Εργάστηκε ως διερμηνέας, μεταφράστρια, γραμματέας και άλλα. Η αγάπη της για τα ζώα και το περιβάλλον ήταν η αφορμή να ξεκινήσει να γράφει με ήρωες τα ζώα. Δουλειές της:





1) «Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ’ΔΩ», μυθιστόρημα για όλες τις ηλικίες με ήρωες τα ζώα της αυλή της, εκδόθηκε στην Ιταλία από τον εκδοτικό οίκο Il grappolo με τον τίτλο IL PUSSA VIA DI QUA (2003). Την μετάφραση στα ιταλικά έκανε η Όλγα Κοσμίδου, Dottoressa Magistrale in Lingue e Letterature Straniere. Στα ελληνικά διατίθεται δωρεάν στο internet. 
 2) «Η Πρέσβειρα των Χελιδονιών» μυθιστόρημα για όλες τις ηλικίες. Πήρε μέρος και απέσπασε το πρώτο βραβείο στην τηλεοπτική εκπομπή «ΝΑ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ» του Mega-channel τον Ιούνιο του 2003 και εκδόθηκε το 2004 από τον εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη. 
 3) «Ο Νούμερο 28» των εκδόσεων ΕΡΩΔΙΟΣ, για όλες τις ηλικίες. Με πρωταγωνιστές ταχυδρομικά περιστέρια. 
4) «Στα χνάρια των Κομνηνών» των εκδόσεων ΕΡΩΔΙΟΣ. Ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινή ιστορία με φόντο την γενοκτονία των ελλήνων του Πόντου, διανθισμένο με διαλόγους ποντιακούς. 
 5) «Της ζωής μας τα γραμμένα» από τον εκδοτικό οίκο «Αφοί Κυριακίδη» Μυθιστόρημα που θυμίζει ημερολόγιο, διανθισμένο με διαλόγους ποντικούς με μηνύματα αγάπης και σεβασμού προς το περιβάλλον, τα ζώα, την παράδοση τα ήθη και τα έθιμά μας. 
 6) «Το ματοζίνιχον (ματόχαντρο)» των εκδόσεων «Αφοί Κυριακίδη» Το προλογίζει η Ολυμπιονίκης μας Βούλα Πατουλίδου. Διανθισμένο με διαλόγους Ποντιακούς, Τουρκικούς καθώς και με την Μηχανιώτικη τοπολαλιά. Το βιβλίο αυτό στολίζουν με τον λόγο τους-ποιήματα οι φίλοι ποιητές: Αρκέτος Γιάννης, Καλογιάννης Σάββας, Σοφία Ξυνομήλου, Βούλα Πατουλίδου, Καπουσίδης Μανώλης, Παπαδοπούλου Ελένη. 
7) «Τα μυστικά του ανέμου» κοινωνικό- αστυνομικό μυθιστόρημα (εν αναμονή για την έκδοση) 8)«Τη φτεχού το καμίς» Θεατρικό σενάριο στην ποντιακή διάλεκτο
9) «Οι Χαρούληδες και οι Χαζούληδες» εικονογραφημένο για παιδιά 5-9 χρόνων, (εν αναμονή για την έκδοση) 
Πήρε μέρος σε δύο ποιητικές συλλογές και έχει γράψει θεατρικά σενάρια και πλήθος άλλων, μυθιστορημάτων, παραμυθιών, δοκιμίων, που όμως ακόμα βρίσκονται στα συρτάρια της. Με γνώμονα την άδολη αγάπη που μας προσφέρουν οι φίλοι μας τα ζώα, την αφοσίωση στην ελληνική γλώσσα και στις διαλέκτους της, την παράδοση στα ήθη και έθιμά μας, τον σεβασμό στον άνθρωπο και στο περιβάλλον, η Μαρία Μαυρίδου Καλούδη συνεχίζει να πιστεύει η δύναμη βρίσκεται στα χέρια του αναγνώστη. Και καθότι ποντιακής καταγωγής, γνώστης και λάτρης της διαλέκτου που διαθέτει θησαυρό αρχαίων λέξεων και γραμματικών τύπων, την χρησιμοποιεί ως στολίδι στα βιβλία της που έχουν ανάλογο θέμα.

(Παροίμιο – στίχοι στην ποντιακή διάλεκτο, της Μαρίας Μαυρίδου Καλούδη

  • ΕννέαΙμερίτ’ και δέκα παρχανάδες:
(Εννέα άνθρωποι από την Ίμερα της Τραπεζούντας, και δέκα καταλύματα: λέγεται για ανθρώπους που δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους) 

Εννέα Ιμερίτ’ και δέκα παρχανάδες    
άλλον τιδέν κ' ενούνιζαν, μανάχον τα παράδες.
Τρανόν κακόν, τρανόν πελάν, τρανά τυραννισίας.
ας σο πολλά τουν το φαΐν,επρέσταν τα κοιλίας.

  • Τα κάτας εξετίνεψαν κι οι ποντικοί χορεύ’νε:
(Οι γάτες πήγαν στην ξενιτιά και οι ποντικοί χορεύουν: λέγεται για εκείνους που ατακτούν όταν λείπουν τα αφεντικά)  

Τα κάτας εξετίνεψαν κι οι ποντικοί χορεύ’νε 
κι ατοίν οι αθεόφοβοι, τον βίον μουν γυρεύ’νε



  • Σ’ εμέτερον τογιαλάχ’ ουλ τρώγ’νε και πίνε.
[Από το δικό μας το γιαλάχ’ (πιάτο που τρώνε οι σκύλοι) όλοι τρώνε και πίνουν: λέγεται για εκείνους που ενεργούν αυθαίρετα]

Σ’ εμέτερον το γιαλάχ’ουλ τρώγ’νε και πίνε 
και για τ’ εμάς τη κουρεμέντ’ς, την γρίντζαν 'τουν αφήνε.


  •  Εμ’ τ’ ελαίας τ’εξ’ εμ’ τ’ ωβού τ’ απές.
 (Και το έξω της ελιάς  και το μέσα του αυγού: λέγεται για αυτούς που τα θέλουν όλα δικά τους) 

 Εμ’ τ’ ελαίας τ’ εξ’εμ’ τ’ ωβού τ’ απές, 
 Ουλε θέλ’ν’ ατα, εμείς ντο θαρρούν είμες;
 μιντέρε πα κι εφέκανε ’μας να ρούζουμε και κοίμες.


  •  Τα χόνα αλεύρα εποίκανε και τα αλεύρα χόνα.
(Έκαναν τα χιόνια αλεύρια: λέγεται για εκείνους που απέτυχαν στην εργασία τους) 

Τα σόνε αλεύρα εποίκανε και τα αλεύρα σόνε 
πολλά άσκεμα εσέβαν εμάς τα υστερνά τα χρόνε


  •  Ούλ οι παλαλοί, τρώγ’νε τη γνωστικού την εσείαν. 
(Όλοι οι παλαβοί τρώνε τουγνωστικού το έχειν-βιος: σημαίνει μεγάλο κακό που δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί κανείς από αυτό)

Ούλ οι παλαλοί, τρώγ’νε τη γνωστικού την εσείαν 
ση γαζανεμί την στράταν, ερούξαν εμάς άλλον μίαν.
 


  • Ομπρός φουρνίν, κι οπίσ’ σουβλίν: 
 ( μπροστά φούρνος και πίσω σουβλί: λέγεται για δύο πράγματα ελαττωματικά και τα δύο)

Ομπρός φουρνίν, κι οπίσ’ σουβλίν, άσκεμα μαύρα ώρας, 
άμα κανείται με τ’απράεμαν, ξαν έρταν καλά ημέρας. 



    



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Παροίμιο – στίχοι στην ποντιακή διάλεκτο "

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Τραπεζούς, Η πόλη στο φως του Πολιτισμού της


Παρύσατις Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου













Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών Δράμας σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο University Studio Press σας προσκαλεί στην παρουσίαση του βιβλίου «Τραπεζούς, Η πόλη στο φως του Πολιτισμού της», τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012 στις 7:00 μ.μ.
Η παρουσίαση θα γίνει στην αίθουσα του επιμελητηρίου Δράμας ( Λ.ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΗ 40, 66100 ΔΡΑΜΑ)
Για το βιβλίο θα μιλήσoυν ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Δράμας κ.κ. Παύλος και η συγγραφέας Παρύσατις Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου,OμότιμηΚαθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ.

ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΟΝΤΙΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΔΡΑΜΑΣ

Αθηνάς 35
Δράμα
Τ.Κ. 66100  Τηλ. 2521039157 -merimnadr@in.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Τραπεζούς, Η πόλη στο φως του Πολιτισμού της "

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η Τρίπολη του Πόντου: η Έξοδος

Στο κεφάλαιο “Έξοδος”, που στηρίζεται στην αφήγηση του Χατζηγιώργη Δημητριάδη, η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ περιγράφει την πορεία μαρτυρίου και θανάτου 2.800 Τριπολιτών. Μια πορεία που σκότωσε τους 2.500 – μόνο 300 καταφέρανε και σωθήκανε.
 
Για καλό μας…
Ήτανε μια Τετάρτη πρωί, σαν έφτασε ο διοικητής με τους χωροφύλακες και ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησής του που έλεγε πως μέσα σε τρεις μέρες όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης πρέπει να είναι έτοιμοι να βαδίσουν προς το εσωτερικό.
Και τότε συλλογιστήκαμεν πως πριν ένα χρόνο έτσι ξεκληρίσανε τους συμπατριώτες μας τους Αρμεναίους κι έπεσε πάνω μας ο βουβαμός. Τις πρώτες ώρες είχαμε χάσει το νου μας και δεν ξέραμε ούτε τι να κάνουμε, ούτε τι να ετοιμάσουμε, μόνο όλος ο πόνος είχε ανεβεί στα μάτια και τα χέρια μένανε λυτά.
Ύστερα πήγαν οι Δημογέροντές μας και ζητήσανε από τον Καϊμακάμη να μας αφήσουνε στην πόλη μας ή να μας πουν αν μας περίμενε η τύχη των Αρμεναίων. Καλύτερα να πεθαίναμε πάνω στο χώμα μας.
Στο άκουσμα ο Διοικητής αγρίεψε και είπε πως για καλό μας μας παίρνανε από δω, για να μην είμαστε συνέχεια κάτω από τα πυρά των εχθρών, μάλιστα υποσχέθηκε κι αγώγια για να μεταφέρουμε τα ρούχα μας, τους γέρους και τα παιδιά μας που θα τα πλήρωνε η τούρκικη κυβέρνηση.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 
Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά…
Και ενώ όλοι φτιάχναμε τα πακέτα μας με την κρυφήν ελπίδα πως κάποιο θάμα θα γενεί και θα τα ξαναλύσουμε, λίγο πριν απολύσει η εκκλησιά, στις 13 του Νοέμβρη, όρμησε ξαφνικά μέσα στα σπίτια η χωροφυλακή κι αρχίνησε να χτυπάει, ν’ αρπάζει, να μακελεύει.
Όσους λείπανε από τα σπίτια τους δεν τους αφήσανε μέσα να μπουν, μόνε τους οδηγούσανε με τη βία στο Τερέ – Πασί. Και πάλι τότες σκεφτήκαμε τη σφαγή των Αρμεναίων και για να μην εξαγριώσουμε τους χωροφύλακες και υποστούμε την μοίρα εκεινών, αρπάξαμε ό,τι βρήκαμε πρόχειρο μπροστά μας και τραβούσαμε στο Τερέ – Πασί. Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά, το ζυμάρι μέσα στην πινακωτή να φουσκώνει, και φύγανε γυναίκες με το ζυμάρι ακόμα ζεστό πάνω στα δάχτυλα.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 
Σαν τα χαμένα αγρίμια
Κι ήτανε κάτι αφάνταστο η πορεία μέσα στη μαύρη νύχτα και στην ψιλή βροχή. Ένα δάσος που κινείται και καίεται από δαδιά, από κεριά, από αφάνες αναμμένες και τα κλάματα κι οι κραυγές των μανάδων που χάνανε τα παιδιά και μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κόλαση να τα γυρεύουν, ενώ άλλοι βουλιάζανε μέσα στα ριζοτόπια του Τοματζλού κι άλλοι χάναν το δρόμο και το χέρι των δικών τους. Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… -ώι… μανίτσα.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Η πορεία των Τριπολιτών προς το θάνατο
από το βιβλίο της Τ. Γκρίτση Μιλλιέξ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Η υπόσχεση του Καϊμακάμη
Και η Πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουν αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους.
Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ 8 χλμ. περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Ζεστάναμε την παγωμένη ανάσα μας στη φωτιά τους κι η παρουσία τους ήταν ακόμα παντού. Ώχου… και τα δικά μας τζάκια ίσως ακόμα θα ‘χανε κάποια μικρή φωτιά.
Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε, μας δώσανε κι ένα χαρτί με όλα τα μέλη της οικογένειας πάνω γραμμένα και με μια σφραγίδα, δήθεν για να μας κόψουν επίδομα, όπως στους Τούρκους πρόσφυγες, και να το χρησιμοποιούμε και σαν δελτίο για τρόφιμα.
Και οι μέρες περνούσανε, κι όλο έβρεχε, κι όλο μας βιάζανε οι χωροφύλακες να σηκωθούμε, κι εμείς όλο αντιστεκόμαστε περιμένοντας να έρθει ο Καϊμακάμης με τ’ αγώγια, καθώς μας το είχε υποσχεθεί. Έτσι ο Καϊμακάμης που παρακολουθούσε κρυφά την κατάσταση υποχρεώθηκε να παρουσιαστεί. Μας συμβούλεψε τότε να συνεχίσουμε την πορεία μας για να φτάσουμε μιαν ώρα πιο γλήγορα στον προορισμό μας, γιατί ο χειμώνας έφτανε και σ’ αυτά τα μέρη είναι βαρύς.
Του θυμίσαμε τότε τ’ αγώγια που μας είχε υποσχεθεί.
-Τα έχει όλα κατασχέσει το κράτος.
-Μα έχουμε λεχούσες, μωρά και πολύ γέρους.
-Τραβάτε, και στο δρόμο θα πορευτείτε.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Στο Πιρκ
Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πιρκ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας.
Έτσι αρχίνησε η τραγωδία του Πιρκ:
Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. Τα γύρω χωριά τελείως έρημα και για να βρεθεί τροφή έπρεπε να πάμε στα Κούρδικα χωριά τρεις τέσσερις μέρες μακριά, με δρόμους απότομους, επικίνδυνους και με ληστές. Για τούτους τους λόγους οι Κούρδοι δε συναλλάσσονταν με χάρτινα χρήματα παρά μόνο με κέρματα που ήτανε δυσεύρετα και στοιχίζανε έξι φορές πιο πολύ από τα χάρτινα. Πληρώναμε λοιπόν στην αρχή 8 μεταλλικά γρόσια το ψωμί, ίσαμε που το χάσαμε και τελείως. Μα και τα σπίτια ήτανε τελείως αλλιώτικα από τα δικά μας. Ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, και συνέχεια ο αχυρώνας και ο σταύλος. Μέσα στο κεντρικό δωμάτιο ένας μεγάλος λάκκος που χρησίμευε για τζάκι, για φούρνος, για θερμάστρα. Εκεί ανάβανε τα ξύλα και σαν χωνεύανε τα σκεπάζανε με τη στάχτη. Απάνω βάζανε το φαγητό ή το ψωμί να ψηθεί και μαζευόντουσαν στον γύρο του και ζεσταινόντουσαν. Τα “ταντούρια”, έτσι λένε αυτά τα τζάκια, τα τρέφαμε με τις ξυλείες σπιτιών ακατοίκητων, πολλοί μάλιστα ξηλώνανε και τα ίδια τα σπίτια που μένανε, μην ξέροντας πως θα μείνουμε ακόμα καιρό εκεί.
Μα και όταν ανάβαμε φωτιά δεν τη χαιρόμαστε, γιόμιζε ο τόπος καπνό, πονούσανε τα μάτια μας, κι έτσι εγκαταλείπαμε τη ζεστασιά και χωνόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα. Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήριο – σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα – και η ανάγκη μάς έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και τον δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. Έτσι, με τον συνωτισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ο λευκός θάνατος που είχαν τόσο καλά ετοιμάσει οι Τούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες - δεκάδες χριστιανούς. Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό, όπως ο Κ. Ξυνόπουλος, ο Σ. Κυριακίδης και μερικοί άλλοι μόνο γλιτώσανε. Ενώ άλλοι που είχανε μείνει κοντά σε δικούς τους αρρώστους και προσπαθήσανε να φύγουνε, δε γλιτώσανε, γιατί φέρνανε μαζί τους το μικρόβιο και δεν έμεινε κανείς. Όλοι οι άλλοι δεν λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

ΠΗΓΗ: λογομνήμων…κατ' ευφημισμόν

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ - ΜΙΛΛΙΕΞ

Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ
(20 Οκτωβρίου 1920-13 Φεβρουαρίου 2005)

Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1920 στην Αθήνα (Θησείο). Τέλειωσε το Γυμνάσιο με κατ' οίκον μαθήματα, ενώ ασχολήθηκε για λίγο και με το χορό. Το 1942 μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές της. Σπούδασε τραγούδι στο Ελληνικό Ωδείο και γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Στη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ωε μέλος του Ε.Α.Μ. ενώ εργάστηκε και ως εθελόντρια του Ε.Ε.Σ. Το 1949 παντρεύτηκε τον Γάλλο ελληνιστή Ροζέ Μιλλιέξ, με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά. Από το 1945 έως το 1975 ταξίδεψε και έζησε για μεγάλα διαστήματα στη Γαλλία την Κύπρο και την Ιταλία.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα στη διάρκεια της Κατοχής μεταφράζοντας τη Σιωπή της θάλασσας του Βερκόρ, που κυκλοφόρησε επίσημα το 1945, και δημοσιεύοντας δυο δικά της διηγήματα στα Ελεύθερα Γράμματα (1945). Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Ανεξάρτητος Τύπος, Ανένδοτος, Αυγή, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία γράφοντας κριτικές βιβλίων, χρονογραφήματα και ρεπορτάζ. Συνεργάστηκε επίσης με κυπριακά έντυπα.
Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος, το βραβείο των Δώδεκα, το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.Έχει γράψει τα παρακάτω βιβλία:
Πεζογραφία

Πλατεία Θησείου. Τα Νέα Βιβλία, 1947. Στο δρόμο των αγγέλων. Γαλλικό Ινστιτούτο, 1950.Κοπιώντες και πεφορτισμένοι. Γαλλικό Ινστιτούτο, 1951.Ημερολόγιο. Γαλλικό Ινστιτούτο, 1952.Αλλάζουμς; Δίφρος, 1957.Σε πρώτο πρόσωπο. Κέδρος, 1958....Και ιδού ίππος χλωρός....Φέξης, 1963.Φτερά Μπεκάτσας. Άγρα, 1993.Ορθοκωστά: μυθιστόρημα. Άγρα, 1994.Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο, Βαλκανικοί - '22. Ωκεανίδα, 2000.Ημερολόγιο 1836-2011. Ωκεανίδα, 2001.Σχισμή φωτός. Ολκός, 2001.Χρονικό 1966-1971. 1971 (πολυγραφημένη έκδοση που περιλαμβάνεται και στην έκδοση Χρονικό ενός εφιάλτη (1966-1974) ). Σπαράγματα. Κέδρος, 1973. Βυθοσκοπήσεις. Κέδρος, 1978. Το παραμύθι του Κάσιαλου. Κέδρος, 1981. Αναδρομές. Θεμέλιο, 1982. Χρονικό ενός εφιάλτη (1966-1974). Καστανιώτης, 1986. Στη σκάλα τ' Ουρανού: διηγήματα. Καστανιώτης, 1988. Από την άλλη όχθη του χρόνου. Καστανιώτης, 1988. Ονειρικά: Διηγήματα. Καστανιώτης, 1991. Το αλώνι της Εκάτης. Καστανιώτης, 1993.Μελέτες
Κριτική Κυπριακής Λογοτεχνίας. Λευκωσία, Α-Ω, 1970.
Η Τρίπολη του Πόντου. Κέδρος, 1976.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Η Τρίπολη του Πόντου: η Έξοδος "

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ (ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ)

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ στον Μικρασιατικό Πόντο όπως και εν γένει η γενοκτονία των Ελληνικών πλυθησμών απο τον Τουρκικό εθνικισμό, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα απο τα πλέον 'επικίνδυνα' ζητήματα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους επιχειρήθηκε η αποσιώπηση των τραγικών γεγονότων: η απώθηση της τραυματικής εμπειρίας, η απόκρυψη του κόστους της ήττας, ο εξωραϊσμός του Τουρκικού εθνικισμού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ (ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ) "

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

"ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΡΩΣΙΑΣ"

ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ-ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ "ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΡΩΣΙΑΣ"

Από τον επίλογο…

Οι Πόντιοι που μετοίκησαν μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878 στο Καρς έζησαν για αιώνες στον Πόντο[1] και για σαράντα περίπου χρόνια σε Καύκασο-Καρς. Ως Πατρίδα τους θα ορίσουν όμως τον Καύκασο[2] και γιατί ήταν η «ύστερη Πατρίδα» τους και γιατί εκεί –στον Καύκασο- θα «βγουν πρώτη φορά από το ραβδί του Τούρκου» και θα έρθουν «στην απανεμιά της Ρωσίας», η οποία θα τους δώσει «την ελευθερία να μιλούν την γλώσσα τους και να πηγαίνουν στην εκκλησία χωρίς να διστάζουν, να πηγαίνουν στα σχολεία και να μπαίνουν σε κρατικές δουλειές»[3].Για σαράντα χρόνια «έζησαν και ανέπνευσαν ελεύθερο αέρα. Είχαν τις κοινότητές τους, την αυτοδιοίκησή τους, χωρίς φόρους και φόβους»[4]. Η Ρωσία θα τους δει σαν δικούς της άξιους ανθρώπους και θα προσπαθήσει να τους ρωσοποιήσει. Θα τους ονομάσει Καυκάσιους και «όποιος δεχόταν και έλεγε ‘είμαι Καυκάσιος’ και όχι ‘Έλληνας’ αυτόματα γινόταν Ρώσος. Αφού ο Καύκασος ήταν στη ρωσική επικράτεια». Τα παιδιά στο ρωσικό σχολείο που πήγαιναν μάθαιναν:
«Για νε Ρούσκι, για νε Γκρεκ
Για Καυκάσκι τσολαβέκ» Δηλαδή
«Εγώ ούτε Ρώσος είμαι ούτε Έλληνας
Εγώ είμαι άνθρωπος του Καυκάσου»[5].
Οι Καυκάσιοι κατά την πρώτη προσπάθειά εγκατάστασής τους στην Ελλάδα (1895-1907) και ενώ έχουν κληθεί από την Πολιτεία (Τρικούπης 1894) θα βρεθούν απέναντι σε μια ανάλγητη κρατική συμπεριφορά (Θεοτόκης 1900), θα ληστευθούν, θα δεινοπαθήσουν, θα αποδεκατιστούν και οι επιζώντες από αυτούς (Σουμελίδης 1906) θα επιστρέψουν στον Καύκασο.
Στη δεύτερη προσπάθεια εγκατάστασής τους, πάλι με πρόσκληση της Ελληνικής Πολιτείας, στο Κιλκίς (1914) θα αντικρύσουν φτώχεια και θα υποφέρουν από την ελονοσία. «Καμία σύγκριση με τη Ρωσία» με τους «χιλιάδες τόνους τα σιτηρά» τα «πολλά είδη ζώων» και τις «αμέτρητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις». Τελικά πολλές οικογένειες θα επιστρέψουν στο Καρς , μετά από επίπονο και μακρύ ταξίδι «δια στεριάς, μέσω Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ρωσίας ως τον Καύκασο» γιατί «ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εμαίνετο και ο Ελλήσποντος και Βόσπορος εκλείσθησαν». Έτσι πολλοί θα χαθούν στο δρόμο της επιστροφής (Μάιος-Αύγουστος 1916)[6].
Οι Καυκάσιοι [περί τους 50.000] έρχονται τελικά (από 1920) στην Ελλάδα «έχοντας χάσει την εθνική τους συνείδηση, και τη γλώσσα» , έχοντας «επηρεαστεί από τις μπολσεβικικές ιδέες» και όντες «επικίνδυνοι να συνεργαστούν με τους σλάβους της Μακεδονίας» (Χρύσανθος 1920).
Οι Καυκάσιοι είναι «ατίθασοι, απειθάρχητοι, μεμψίμοιροι, άρπαγες και στερούμενοι εθνικού φρονήματος». Σαφώς λοιπόν «δεν είναι το ενδεδειγμένο Ελληνικό στοιχείον δι ου δύναται να τελεσφορήσει ο εποικισμός και εξελληνισμός της Μακεδονίας». Αντιθέτως «υπάρχει φόβος να παράσχωσι συν τω χρόνω πράγματα εις την Ελληνική Διοίκησιν». (Αδοσίδης 1920)
Αν οι Καυκάσιοι έρθουν στην Ελλάδα «θα γίνουν βάρος για το κράτος». (Κανελλόπουλος 1920)
Έτσι, και πριν καν έρθουν στην Ελλάδα θα γίνει αισθητή[7] σ’ αυτούς «η προδοσία τους από τους επίσημους φορείς (Εκκλησία και Κράτος)»[8].
Με την άφιξή τους ακόμα, έχοντας ρωσική υπηκοότητα, έχοντας υπηρετήσει στο ρωσικό στρατό και σπουδάσει σε ρωσικά σχολεία, θα χαρακτηρισθούν «ύποπτοι» από το κράτος που θα φοβηθεί «μήπως έχουν μολυνθεί και φέρνουν το μικρόβιο του μπολσεβικισμού». (Γαβριηλίδης Κώστας- Καλαμαριά-1920)
Όταν ο «Σύλλογος Καυκασίων Φοιτητών» θα αποταθεί στον Υπουργό Παιδείας για να ζητήσει τη συνδρομή του για τήρηση των υποσχέσεων που δόθηκαν σε αυτούς στην Τιφλίδα από την Ελληνική Αποστολή, θα λάβει ωμή την απάντηση : «Εδώ στην Ελλάδα σπουδάζουν όσοι έχουν λεπτά και όσοι δεν έχουν λεπτά πηγαίνουν και εργάζονται». (Καλαμαριά 1920)
Οι Καυκάσιοι κατά το μεσοπόλεμο θα οργανωθούν σε «Συλλόγους Καυκασίων»[9] , σε «Συλλόγους Νεολαίας Καυκασίων»[10] , σε «Ενώσεις Καυκασίων φοιτητών»[11] και σε «Εκπαιδευτικούς Συλλόγους Καυκασίων»[12]. Θα τα εντάξουν όλα αυτά σε ένα «Κεντρικό Σύλλογο Καυκασίων»[13] , και θα συναποφασίζουν για την επίλυση των προβλημάτων τους μέσα από «Γενικές Συνελεύσεις των Καυκασίων»[14] ή από «Συνέδρια Καυκασίων»[15], ή συμμετέχοντας -ως Καυκάσιοι[16]- σε «Συσκέψεις Προσφύγων»[17] στους «Συνδέσμους Καυκασίων-Ποντίων»[18], στα «Σωματεία Μέριμνας Ποντίων Καυκασίων Κυριών Μακεδονίας»[19] σε «Παμπροσφυγικά Συνέδρια»[20] μαζί με Πόντιους, Θρακιώτες και Μικρασιάτες.
Την ίδια περίοδο –μεσοπόλεμο- οι Καυκάσιοι «θα έχουν τα πρωτεία», θα είναι «οι κομματικοί[ΚΚΕ] που δε λογάριαζαν τίποτε». (Βαφειάδης Μάρκος 1929)
Θα συμμετάσχουν στις αγροτικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του ’30 (Γαβριηλίδης-Κιλκίς) και δυναμικά θα αντιδράσουν ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία. (Μεταμόρφωση Κιλκίς 1930-Μεταλλικό Κιλκίς 1931 - Ποντοκώμη 1932-33)
Έτσι ήδη από το 1930 θα επικρατήσει η άποψη πως : «εις ολόκληρον την περιφέρειαν Κιλκίς και ιδίως εις τινα παραμεθόρια χωριά κατοικούμενα υπό Καυκασίων, ο κομμουνισμός επεκράτησεν απ’ άκρου εις άκρον».(«ΕΜΠΡΟΣ», 12/3/1930, σελ. 3)
Καυκάσιος θα ξεκινήσει και θα ηγηθεί της μοναδικής για τα δεδομένα της εποχής «μαθητικής επανάστασης» κατά αυθαιρεσίας καθηγητών.(Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Κοζάνης, 1934)
Καυκάσιοι θάναι οι πρώτοι αριστεροί δήμαρχοι και κοινοτάρχες της περιόδου. Μετά τον Παρτσαλίδη(Καβάλα 1934) , αριστεροί κοινοτάρχες θα εκλεγούν οι Καυκάσιοι: Τσουκαλάς(Ποντοκώμη, 1934), Μεντεσίδης (Ποντοκώμη, 1935) και δήμαρχος ο Γαβριηλίδης (Κιλκίς 1936).
Λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά αρκετοί θα βρεθούν σε εξορίες- ξερονήσια.
Οι Καυκάσιοι θα πρωτοστατήσουν στην οργάνωση αντίστασης κατά των κατακτητών μέσα από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ(σε 16ο, 27ο και 28ο ΣΠ του ΕΛΑΣ, στην περιοχή μας) ενσωματωμένοι και με τις άλλες εθνοτικές ομάδες της περιοχής: σλαβομακεδόνες, βλάχους, αρβανίτες (ΙΙ/28 ή Απόσπασμα Βίτσι ).
Θα συμμετέχουν στην ίδρυση σλαβομακεδονικών σχολείων στη Φλώρινα (Καλαϊτζίδης , φθινόπωρο 1944)
Θα συμμετέχουν στις επιχειρήσεις κατά των αυτονομιστών του Γκότσε (Κωφίδης, διοικητής ΙΙΙ/27, Οκτ-Νοε 1944)
Θα συγκρουστούν με τους Παοτζήδες από τους οποίους θα κυνηγηθούν κατά την κατοχή και θα κυνηγήσουν κατά την Εαμοκρατία. (Κιλκίς –Πετρανά-Ποντοκώμη)
Έτσι θα γίνουν στόχος των παρακρατικών. (Κρυόβρυση-Κοκκινιά Κιλκίς , Φθινόπωρο 1946)
Θα ειπωθεί πως οι Καυκάσιοι «ήταν οι φανατικότεροι από τους αυτονομιστές».
(Φ. Δραγούμης αρχές 1946) και πως «η κομμουνιστική προπαγάνδα αφέθη να οργιάση κυρίως μεταξύ των εαυαλώτων Κουτσοβλάχων και των Καυκασίων εποίκων και τινων σλαυοφώνων» .(Σ. Μελάς-Β. Τσιμπιδάρος, Νοέμβριος 1946)
Οι Καυκάσιοι θα είναι «αποχίτες» των εκλογών του 1946. Θα γίνουν λοιπόν στόχος των Μάυδων.
Θα συμμετάσχουν στο ΔΣΕ και συχνά θα είναι ενταγμένοι και στα θεωρούμενα Σλαβομακεδονικά Σώματα (18η και 107η Ταξιαρχία ΔΣΕ).
Οι «εκ Ρωσίας Καυκάσιοι» πρόσφυγες είναι πλέον οι «ελληνόφωνοι κακούργοι» για τους οποίους θα ζητηθεί και η εκτόπισής τους (ως μέρος πρότασης εκτοπισμού σλαβόφωνου πληθυσμού). (Φ. Δραγούμης 1948)
Κατά τη δίκη της Θεσσαλονίκης (τέλη Φεβρουαρίου 1948) θα «αποκαλυφθεί» ότι : «εις τας συμμορίας, τας αρχάς, δηλ. τα πάντα, έχουν εις χείρας των καυκάσιοι και άλλοι εκ Ρωσσίας και Καρς καταγόμενοι συμμορίται». («ΕΜΠΡΟΣ», Φεβ, 1928)
Με το τέλος του εμφυλίου-το 1949- μερικοί θα βρεθούν (εξόριστοι τώρα) στο ίδιο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας από το οποίο πριν από 30 χρόνια –το 1920-οι δικοί τους έφευγαν για τη μητέρα Ελλάδα γεμάτοι όνειρα κι ελπίδες..
Οι Καυκάσιοι τα σαράντα χρόνια ελευθερίας που έζησαν[στο Καρς Καυκάσου] πριν έρθουν στην Ελλάδα, τα έζησαν μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, στο οποίο διαχέονταν τα πλέον προοδευτικά ρεύματα της ρωσικής κοινωνίας. Και έμαθαν να «εισπράττουν» και να «δίνουν» . Τα μέρη που εγκαταστάθηκαν , τα όρισαν ως νέα τους πατρίδα, θεώρησαν τον εαυτό τους μέρος της νέας πολυεθνοτικής κοινότητας στην οποία και ενσωματώθηκαν με τη δυναμική και τους ρυθμούς που γνώριζαν από την Πατρίδα.
Αυτό δε θα μπορούσες να το στερήσεις από έναν Καυκάσιο.
Η ταύτιση όμως εθνοτικής και πολιτικής ταυτότητας (Καυκάσιος ~ Αντικρατικός) επέβαλε πλέον και την αλλαγή της ονομασίας τους. «Είναι παράξενο» γράφει στα 1957 ο Φίλωνας Κτενίδης[21] «πώς οι Έλληνες αυτοί Πόντιοι που ωνομάσθησαν «Καυκάσιοι» και οι ίδιοι μέχρι σήμερον αυτοκαλούνται έτσι» πώς «δεν διαμαρτύρονται για τη μειωτική εθνικώς ονομασία αυτή[…]»[22]. Ο Φίλωνας επισημαίνει πως για το σοβαρό αυτό θέμα (της επιμονής κάποιων να αυτοκαλούνται Καυκάσιοι) «και άλλοτε γράψαμε σχετικά και υποδείξαμε το ασύστατο και το λανθασμένο και το κακόβουλο της τέτοιας ονομασίας». Είναι δε απόλυτα ικανοποιημένος όταν «ένας διανοούμενος «Καυκάσιος» [ο Γεώργιος Γρηγοριάδης] δίδει την εμπρέπουσα και λογική και εθνικώς επιβαλλόμενη ονομασία εις τους Έλληνας Ποντίους που έζησαν και ήρθαν από τον Καύκασο, ονομάζοντας αυτούς «ΠΟΝΤΙΟΥΣ του ΚΑΥΚΑΣΟΥ»»[23]. Ο Γρηγοριάδης δε πριν προβεί στα εθνικώς επιβαλλόμενα βαφτίσια θα φροντίσει να τονίσει τη συμβολή των «Ποντίων του Καυκάσου» στους αγώνες του έθνους και να αποκαθάρει και τυχόν μη ορθές συμπεριφορές τους στις δύσκολες περιόδους:
«Η συμβολή των υπήρξε επίσης μεγίστη και δια την εθνικήν μας ασφάλειαν, όταν εις Μακεδονίαν και Θράκην, επεριόρισαν και κατέστησαν την μειονότητα αμελητέαν δια της εγκαταστάσεώς των ως συμπαγών και γνησίων ελληνικών πληθυσμών.
Λαμβάνουν μέρος εις τον ελληνοϊταλικόν πόλεμον του 1940-41 και συμβάλλουν εις την δημιουργίαν του Αλβανικού έπους.
Μάχονται ως αρμόζει εις εθνικόφρονας Έλληνας κατά τον συμμοριοτοπόλεμον και συμβάλλουν γενναίως εις την περιφανή νίκην του 1949…»[24].
Στα 1988 ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενος με πατρογονική καταγωγή από το Καρς, ο Χρήστος Σαμουηλίδης θα γράψει: «[…]θέλω να σημειώσω ότι κάποιες αποχρώσεις και δυσδιάκριτες ιδιαιτερότητες που παρουσίαζαν παλιότερα οι Καρσιώτες σε σύγκριση με το γενικό ποντιακό χαρακτήρα- και οι οποίες ιδιαιτερότητες οφείλονταν στις διαφορετικές συνθήκες του ρωσοκρατούμενου Καρς, περισσότερο ελεύθερες από ό,τι στον Τουρκοκρατούμενο Πόντο, όπως ήταν η αριστερότερη πολιτική τοποθέτησή τους, η συμμετοχή τους κατά 90-100% στην Εθνική Αντίσταση, η γνώση πολλών απ’ αυτούς της ρωσικής γλώσσας ή η ενσωμάτωση μερικών ρωσικών λέξεων στο λεξιλόγιό τους κλπ-, μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο απαλείφθηκαν, παραμερίστηκαν και τώρα «Καυκάσιοι» και Πόντιοι αφομοιώθηκαν και συνταυτίστηκαν συμμετέχοντες αδιάκριτα πια στα κοινά ποντιακά, πολιτιστικά και προσφυγικά , σωματεία[…]»[25].
Παρόλη όμως την προσπάθεια των διανοούμενων για ένα «ασφαλή» προσδιορισμό τους, οι «παλαιοί» , για πολλά χρόνια ακόμα θα συνεχίζουν να δηλώνουν:
«Εμείς είμες α σο Καρς τη Ρωσίας. Είμες Καυκάσιοι».
Με ότι αυτό συνεπάγονταν. Δεν μπορούσαν , δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους τον ετεροκαθορισμό, βάση οποιασδήποτε σκοπιμότητας ή υποδείξεως διανοούμενων συντοπιτών τους. Ήταν μια περήφανη ράτσα με μπόλικη την αυτοπεποίθηση και τον εγωισμό. Σήμερα οι «παλαιοί» εκλείπουν.
Όλοι πλέον ακολουθούμε τον «ορθό δρόμο» των υποδείξεων των διανοούμενων.
Είμαστε απλά όλοι Πόντιοι. Οι «παλαιοί απ’ εμάς» δεν είναι εδώ για να μας διορθώσουν. Για τους νεώτερους θα ήταν ένα δράμα το «ανασκάλεμα».
Για κάποιους –λίγους- από μας όμως συνεχίζει και δημιουργεί δέος η μικρή εκείνη υποσημείωση στις ταυτότητες των παππούδων μας:
«Γεννηθείς εις Καύκασον Ρωσίας»…                                                              

"ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΡΩΣΙΑΣ"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " "ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΡΩΣΙΑΣ" "