Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιοχές-Πόλεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιοχές-Πόλεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

ΤΟΚΑΤΗ(ΕΥΔΟΚΙΑΣ)ΤΟΚΑΤ-ΑΘΗΝΑΙ(BAZAR)



ΤΟΚΑΤΗ ΕΥΔΟΚΙΑΔΑ  

Σημαντικό εμπορικό κέντρο κτισμένο κοντά στον Ίρι ποταμό και τη σιδηροδρομική γραμμή Σαμψούντας-Σεβάστειας.Ιδρύθηκε απο κατοίκους των Κομάνων επι Αυτοκράτωρα Ηρακλείου και πήρε το όνομα της αδερφήςτου,Ευδοκίας.Η παραφθορά του ονόματος απο τους Σελτζούκους,κατέληξε στην ονομασία Τοκάτη.Ο πληθυσμός της έφτανε τις 30.000 κατοίκους,απο τους οποίους οι 11.500 ήσαν Αρμένιοι ,2.000 ήταν Έλληνες  και 800 Εβραίοι.
Κατά  το 1870(μαρτυρία Ιωαννίδη Σάββα),ζούσαν στην πόλη και 100 οικογένειες κρυπτοχριστιαννών,όπως και ότι η εκκλησία των Ελλήνων,οι τέσσερις εκκλησίες των Αρμενίων και η Εβραική συναγωγή,βρίσκονταν στην ίδια περιοχή.Η Ελληνική κοινότητα,διέθετε "ελληνικόν"και αλληδοδιδακτικό σχολείο,όπως και φιλεκπαιδευτικό σύλλογο με ονομασία "Ευδοκιάς"με έτος ιδρύσεως το 1913.Στην πόλη συντηρούσαν εκπαιδευτήρια και οι διαμαρτυρόμενοι,χάρη στη φροντίδα Αμερικανών Ιεραποστόλων,όπως και οι καθολικοί μετά την εγκατάσταση εκεί των Ιησουιτών το 1881.     

ΠΗΓΗ:santeos.com

ΑΘΗΝΑΙ

Το παλιό όνομα της ποντιακής παραλιακής κωμόπολης Πάζαρ. Βρίσκεται στα σύνορα Ρωσίας-Τουρκίας στο νομό Ριζέ. Είναι γνωστή επίσης απο το όνομα που της έδωσαν οι κάτοικοί της Ατήνα Παζάρ (δηλ, αγορά της Αθήνας).

ΠΗΓΗ:kotsari.com













ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΤΟΚΑΤΗ(ΕΥΔΟΚΙΑΣ)ΤΟΚΑΤ-ΑΘΗΝΑΙ(BAZAR) "

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΜΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ

Δεκαέξι αιώνες στην «αγκαλιά» του όρους Μελά
Της Φωτεινής Στεφανοπούλου Φωτογραφίες Γιώργος Κατσάγγελος, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ


Η θαυμαστή ιστορία της Μονής της Παναγίας Σουμελά, στην περιοχή της Τραπεζούντας, στον Πόντο, είναι θεμελιωμένη σε ακατάλυτους θρύλους και σε βαθιά πίστη. Η Μονή έζησε αιώνες δόξας αλλά από το 1922, απαγορευόταν να γίνουν θρησκευτικές τελετές. Η συνθήκη αυτή αλλάζει 88 χρόνια μετά. Δεκαέξι αιώνες το πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, κοντά στην Τραπεζούντα, είναι το σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Αλλά πώς δημιουργήθηκε ο θρύλος της Σουμελά.
Πώς ιδρύθηκε, πώς αναπτύχθηκε και πώς έφτασε να αποτελεί σύμβολο των ορθοδόξων χριστιανών που κατάγονται ή ζουν στον Πόντο; Οι απαντήσεις, στις γραμμές που ακολουθούν.
H δημιουργία του ναού της Παναγίας της Σουμελά χάνεται στα βάθη του χρόνουκαι του μύθου. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη παράδοση, το 386, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, που κατάγονταν από την Αθήνα, έψαχναν τόπο για να ιδρύσουν τη μοναχική τους σκήτη. Ξεκίνησαν από την Αθήνα, πέρασαν από τα Μετέωρα, έφτασαν στη Χαλκιδική και, από τη Χερσόνησο του Αθω, ένας άγνωστος τούς πήρε με το καράβι του ώς τη Μαρώνεια. Εφτασαν πεζοπορώντας στην Κωνσταντινούπολη και, στη συνέχεια, ύστερα από περιπετειώδη, πολυήμερη πεζοπορία, έφτασαν στην Τραπεζούντα.
Εκεί είδαν σε όραμα την Παναγία, που τους είπε ότι προπορεύεται «στο όρος Μελά» και τους ζήτησε να την ακολουθήσουν. Πιστοί, συνέχισαν την πεζοπορία.
Ένα δειλινό, οι δύο πεζοπόροι έφτασαν στο χωριό Κουσπιδή, όπου τους φιλοξένησε στο σπίτι του κάποιος χωρικός. Η οικοδέσποινα τους σερβίρισε δείπνο με ψάρια και ψωμί. Οταν οι μοναχοί άκουσαν ότι τα ψάρια ήταν από τον ποταμό Πυξίτη που κατεβαίνει από το όρος Μελά, δεν έκρυψαν τη χαρά τους. Το όρος Μελά ήταν ο προορισμός που τους είχε φανερωθεί στο όραμα. Τώρα πια είχαν βάσιμες ελπίδες ότι πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, που επανασχεδιάστηκε με... πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό.
Υψόμετρο 1.063
Ο πόθος να φτάσουν ως την κορυφή εξουδετέρωνε την κοπιαστική πορεία. Την επόμενη μέρα, οι κατάκοποι μοναχοί ξύπνησαν σε υψόμετρο 1.063 από το κελάηδημα των πουλιών και έκθαμβοι αντίκρυσαν μια ψηλή κορυφή και γύρω της να πετούν χελιδόνια, που φώλιαζαν στο χείλος μιας σπηλιάς. Σε εκείνη τη σπηλιά, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος βρήκαν την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας που εθεωρείτο ότι την είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σύμφωνα πάντα με την ίδια παράδοση, η εικόνα είχε μεταφερθεί από αγγέλους.
Οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής Μονής Βαζελώνα κελί και στη συνέχεια σκαλιστή μέσα στο βουνό την εκκλησία της Παναγίας Σουμελά (Εις του Μελά- στου ΜελάΣουμελά). Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. Και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές μπορούν να δουν το νερό να αναβλύζει από έναν γρανιτένιο βράχο.
Το νερό αυτό θεωρείται αγιασμένο, πιστεύεται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες κι η δοξασία αυτή είναι διαδεδομένη όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους, που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται παρακαλώντας για το θαύμα της Παναγίας.
Η εικόνα διασώθηκε μέσα σε μια κρύπτη
H Μικρασιατική Καταστροφή και η ήττα, ο διωγμός και η προσφυγιά ήταν η μοίρα και της Μονής της Παναγίας Σουμελά, το 1922. Οι Τούρκοι με συστηματική έφοδο κατέστρεψαν, τότε, ολοσχερώς το μοναστήρι. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα της μονής, στη συνέχεια πυρπόλησαν τις εγκαταστάσεις της. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να φύγουν. Το μόνο που πρόλαβαν ήταν να φτιάξουν κρυψώνα μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας για να τοποθετήσουν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια, την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού- τα μεγαλύτερα σύμβολα εκ των κειμηλίων της μονής.
Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια και, κυρίως, υπό τις ηγεσίες Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού, να επιχειρηθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930. Ο τούρκος πρωθυπουργός, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Αθήνα προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αλλαγή στις σχέσεις των δύο χωρών, δέχθηκε να μεταβεί στον Πόντο ελληνική αντιπροσωπεία προκειμένου να παραλάβει τα κρυμμένα σύμβολα της μονής. Αποφασίστηκε επικεφαλής της αποστολής να τεθεί ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε πληροφορηθεί από μοναχό που είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη πώς θα προσπελάσει την κρύπτη με τα πολύτιμα κειμήλια. Ο Αμβρόσιος πήγε στον Πόντο, ξέθαψε τα τρία κειμήλια, τα έφερε στην Αθήνα τα παρέδωσε στον Χρύσανθο Φιλιππίδη, τελευταίο Μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Η ιστορία και οι συμβολισμοί της εικόνας θεωρήθηκε ότι δεν είναι σωστό να γίνει μουσειακό αντικείμενο. Δέκα χρόνια θαμμένη και είκοσι χρόνια φυλακισμένη. Ετσι από το 1952 αρχίζει για το ποντιακό στοιχείο μία νέα περίοδος. Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά.
Το 1951-1952 ύστερα από πρόταση του τότε προέδρου του σωματείου «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης Φίλωνα Κτενίδη και το ενδιαφέρον μερικών προσωπικοτήτων ευλαβών χριστιανών, η εικόνα παραχωρήθηκε στο σωματείο το οποίο και άρχισε την ανιστόρηση της μονής σε ένα επίπεδο του Βερμίου πάνω από το χωριό Καστανιά. Η κοινότητα Καστανιάς είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του προσκυνήματος. Η «Αθηνιώτισσα» και η «Σουμελιώτισσα» γίνεται προσφυγομάνα και «Βερμιώτισσα».
Πλούτος και πνευματική λάμψη
Οι ιδρυτές του μοναστηριού διεύρυναν τον ζωτικό χώρο του πολύ σύντομα. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν κατ΄ αρχάς τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας (όπου το 1922, στη διάρκεια του διωγμού, οι μοναχοί είχαν κρύψει την εικόνα της Παναγίας, καθώς και ορισμένα πολύτιμα κειμήλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας).
Η φήμη και ο πλούτος που σώρευσε η Μονή της Παναγίας Σουμελά την έκαναν πολύ σύντομα στόχο κλεφτών. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον τραπεζούντιο Οσιο Χριστόφορο το 644.
Παρ΄ όλα αυτά, η μονή συνέχιζε να διευρύνει την επιρροή της και τη λάμψη της. Και στην πορεία του χρόνου, την προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340).
Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη Μονή της Παναγίας Σουμελά επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σουλτανικά φιρμάνια. Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Ιμπραήμ Α΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ αναφέρονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες. Και οι σουλτάνοι είχαν πιστέψει στα θαύματα της Παναγίας. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Σελήμ Α΄ που θεωρείται ότι θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής.
Ολα αυτά τα χρόνια, εκτός από την εμβέλεια της μονής αυξανόταν και το κοινό που την επισκεπτόταν για προσκύνημα. Μέρος του κοινού αυτού, μετά το 1860, φιλοξενούνταν στον πανοραμικό τετραώροφο ξενώνα 72 δωματίων, που ανεγέρθηκε. Δημιουργήθηκαν επίσης και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη, με πολλά πολύτιμα έγγραφα και πολλά σημαντικά χειρόγραφα. Εκεί, το 1868, ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης βρήκε το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο της παραλογής του Διγενή Ακρίτα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, γύρω από τη μονή οικοδομήθηκαν κι άλλοι μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
Οι θρύλοι
Οι ληστές και τα Καμένα
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε μία τέτοια επιδρομή έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς, λεηλάτησαν τα αφιερώματα και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή δεν συμφωνούσαν στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.
«Εμένα να μη με λογαριάστε» είπε ένας από τους τρεις και αποτραβήχτηκε. Οταν ένας από τους δύο σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα στα δύο μια βροντή ακούστηκε και μια αστραπή- κεραυνός άναψε το δάσος. Οι δύο ληστές εγκατέλειψαν την Εικόνα και έφυγαν τρομαγμένοι αλλά δεν πρόλαβαν να σωθούν. Κάηκαν ζωντανοί. Ο τρίτος, μετανιωμένος, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε την Εικόνα που βρέθηκε σε κοίλωμα βράχου κοντά στο αγίασμα. Το μέρος εκείνο που πήρε φωτιά ονομάστηκε «Καμένα» και ο ληστής που μετάνιωσε έγινε μοναχός και βοήθησε μαζί με άλλους καλογήρους να ξαναχτιστεί το μοναστήρι.
Ο σουλτάνος και ο ηγούμενος
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1467-1520) περνούσε από την Τραπεζούντα με προορισμό τη Βαγδάτη, επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με στόχο μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη με την Περσία. Σταμάτησε στη Μονή για να ξεκουραστεί και, για ένα βράδυ, δέχθηκε τις φιλόφρονες περιποιήσεις των μοναχών. Ο Σελήμ εντυπωσιάστηκε από την τάξη που επικρατούσε στη Μονή και ρώτησε τον ηγούμενο πώς καταφέρνουν και τα προλαβαίνουν όλα, ώστε τα πάντα να είναι στην εντέλεια. «Διότι δεν αναβάλλομε για το πρωί της αύριον την εργασίαν της εσπέρας της σήμερον», του απάντησε εκείνος.
Την επόμενη ημέρα, ο Σουλτάνος διέταξε να χαράξουν αυτό το απόφθεγμα, που τόσο τον εντυπωσίασε, στο αργυρένιο «ιμπρίκι» του νιπτήρα του, για να το χρησιμοποιεί ως οδηγό στην καθημερινότητά του. Οταν αργότερα έφτασε με τον στρατό του στα περίχωρα της Βαγδάτης, μπροστά στο ισχυρό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, τον επισκέφθηκε πρεσβεία των πολιορκουμένων. Οι Πέρσες του είπαν ότι η πόλη αποφάσισε να παραδοθεί την επαύριο και τον παρακάλεσαν να ανακόψει την πορεία του εκείνη τη μέρα.
«Αύριο», του είπαν, «θα μπορείς να μπεις νικητής, αφού η πόλη θα σου παραδοθεί, και να απολαύσεις τον θρίαμβό σου». Ομως ο Σελήμ οδηγούνταν πια από το ρητό του γέροντα της Μονής της Παναγίας Σουμελά.
Και δεν ανέκοψε την πορεία του. Η πόλη κατελήφθη την ίδια εκείνη μέρα. Για να πληροφορηθεί ότι, αν περίμενε όπως του ζήτησε η πρεσβεία των πολιορκουμένων, θα έφταναν σημαντικές δυνάμεις που αναμένονταν με αποτέλεσμα η κατάληψη της Βαγδάτης να γίνει αμφίβολη και, πάντως, σίγουρα πολύνεκρη. Ενα προσκύνηματο 1911
Ο Σταύρος Κανονίδης, κάτοικος της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας, περιγράφει την επίσκεψή του στην Παναγία Σουμελά το 1911 με τα πόδια, όταν ήταν ακόμα παιδί, χωρίς την έγκριση των γονιών του. Το κείμενό του είναι από τις πλουσιότερες σωζόμενες περιγραφές του οδοιπορικού στη Μονή εκείνη την εποχή, όταν οι προσκυνητές έφταναν πεζοί.
«Ετούτα εδώ που θα ιστορήσω είναι μια υπόθεσις παρακοής. Και κάθε παρακοή έχει μαζί της, μέσα της, το σπέρμα της τιμωρίας. Το ότι εδώ η τιμωρία ήταν απαλή, το εξηγεί η ουσία της παρακοής που ήταν ευλαβής.
Για να πω την αλήθεια, μόνος μου εγώ δε θα το είχα επιχειρήσει αυτό που έγινε. Ούτε και θα μου περνούσε από το νου. Η σύλληψις ήταν του Γερίκα του Παπαναστάση και η δική μου αμαρτία το ότι δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ στον πειρασμό, που ήταν όμως μεγάλος. Αγκαλά, αν είχα με το πρώτο αρνηθεί, ούτε κι εκείνος θ΄ αποκοτούσε μοναχός του.
Ήταν παραμονές του ενηάμερου της Παναγίας. Οι μητέρες μας του Γερίκα και η δική μου και κόσμος πολύς από τη γειτονιά μας, που δεν είχαν πάγει στη μνήμη της Δεκαπενταύγουστο, συμφωνήσανε να πάνε τώρα στα ενηάμερα. Κι επήγαν όχι την προπαραμονή, αλλά τέσσερις μέρες πριν, όπως συνηθίζετο. Θα είχαν όλο τον καιρό να νηστέψουν, να εξομολογηθούνε, να μεταλάβουν. Τέλος θέρου ήταν κι αραίωναν κάπως οι σκληρές δουλειές του καλοκαιριού. Έτσι μπορούσε μια νοικοκυρά να ξεφύγει από τις καθημερινές λάτρες. Ξεκούραση ψυχής μαζί και σάρκας. Σοφό και το ότι είπαν να μη σύρουν κουτσούβελα και αμαρτίες από κοντά. Η μάνα μου μας τα εξήγησε όλα καλά πριν φύγει. Με είχε κιόλας πάει, τη χρόνια που πέρασε, μαζί της στο μοναστήρι, που με είχε ταμένον, από βαριά αρρώστια που είχα περάσει. Με χαρτζηλίκωσε με πενήντα παράδες, ένα καινούριο κέρμα των δέκα καπικίων, πράγμα σπουδαίο. Δεν μου συγχωρούνταν, λοιπόν, αυτό που έγινε. Έλα όμως που δεν ήταν το ίδιο και για τον Γερίκα, που τον έγελασαν, έλεγε, και ούτε το ήξερα πως θα πήγαιναν οι δικοί του. Και το έμαθε αφού έφυγαν.
Μίαν ολάκερη μέρα με κατηχούσε, για να μου πάρει το ναι. Δεν θα ήταν αλήθεια αν έλεγα πως δεν το ήθελα. Όποιος κάμει τρεις φορές το προσκύνημα στη Σουμελά, είναι σαν να πήγε μια φορά στον Αγιο Τάφο, έλεγαν οι γέροι. Κι εγώ το είχα κάμει μια φορά μονάχα. Με τρόμαζε όμως το τόλμημα. Και οι κίνδυνοι. Μοναχοί μας, χωρίς συντροφιά ηλικιωμένων ανθρώπων, είχα το φόβο πως δεν θα τα βγάζαμε πέρα με το καλό. Μια φορά τον περάσαμε τον δρόμο. Και ξέραμε πως εκεί, προς τα Καμένα, το μονοπάτι εδιχάλωνε σε ένα σημείο κι όλοι λέγανε πως ήταν εύκολο να μπερδευτεί κανείς εκεί και να χαθεί αν δεν είχε καλωσύνη. Και ο καλός καιρός στα μέρη εκείνα ήταν λαχείο. (...)
Δεν ξεκινήσαμε “σύννυχτα”, γιατί τον αγαπούσαμε κ΄ οι δύο μας τον αυγινό ύπνο. Δε βγήκε όμως ο ήλιος, όταν αφού σκαρφαλώσαμε “κοφτά” “ας τα Πλακία” αφήσαμε πίσω μας τα “Κώμια”, του “Κολέα” και ζυγώναμε στον “Καταρράκτη”. (...)
-Κρατείς λεπτά μαζί σου; Ρώτησε ο Γέρικας. Του είπα για τις πενήντα παράδες. Είχε κι εκείνος άλλες τριάντα. Μας φτάνανε. Το πολύ που θα μας χρειαζόντανε ήταν να πληρώσουμε κάναν Τούρκο τσομπάνη, αν χρειασθεί, να μας δείξει το μονοπάτι. (...)
Οι καλύβες του Μετζητιού ήσαν αδειανές. Της Αησιωτήρας, στις 6 Αυγούστου, τελειώνει ο θέρος στα τσαΐρια και τότες κατεβαίνουν από τα ψηλά οι ρωμάνες, κι οι βουκόλοι και τα γελάδια στα χαμηλά. Έτρεξα όμως να δω την καλύβα του παππού, το Χατζηφωτέικο, και σμίξαμε πάλι στη βρύση για να ξεδιψάσουμε, γιατί πολύ δρόμο από δω και πέρα δεν θα βρίσκαμε νερό. Τώρα το δρομάκι άνοιγε στο φρύδι του διάσελου μονότονο, ατελείωτο. Αφήκαμε δεξιά το Μυλοκοπείον, το νταμάρι όπου έκαβαν τις μυλόπετρες. Προσπεράσαμε τον Αηστοφόρο, λαραχανίτικο στανοτόπι.
Ενα κοπάδι, θα ήταν καμιά διακοσαριά πρόβατα, ερχόταν προς το μέρος μας. (...) Ηταν οι πρώτες ζωντανές ψυχές από τον Αεν-Ζαχαρέαν κι εδώθε που ανταμώναμε. Θα ήταν οι τελευταίες. Τούτη η σκέψη μας έκανε να πάρουμε γρήγορα γρήγορα την απόφαση να ρωτήσουμε για το δρόμο. Ο Γερίκας προχώρησε κι έπιασε κουβέντα. Κουβέντα είναι ένας λόγος. Το τι θα ρωτούσαμε το είχαμε μιλήσει όχι μια φορά στο δρόμο. Εξεσκονίσαμε τις λιγοστές απαραίτητες λέξεις που ξέραμε. Και δοκιμάσαμε να τις βάλουμε στην αράδα. Ετσι όπως τα μωρά.
- Μαριάμ ανά, γιολού.
Θα ρωτούσαμε το δρόμο της Παναγίας, κι αυτός θα καταλάβαινε. Κι αλήθεια, δε δυσκολεύτηκε να μπει στο νόημα αμέσως. Είδα ν΄ ανοίγει μεγάλα τα μάτια του. Ηταν απορία στο βλέμμα του και θαυμασμός, αλλά ήταν και φιλία. Πρόσχαρη παιδική ανταπόκριση.
Για το Μοναστήρι; Δεν έχουμε να περπατήσουμε πολύ ακόμα, ως εκεί που χωρίζει το μονοπάτι. (...)
Ανεβήκαμε τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, με τα εξήντα στενά σκαλοπάτια της και φτάσαμε στην πύλη. Στη Σουμελά αν δεν δρασκελίσεις αυτή την πόρτα, ούτε βλέπεις, ούτε μαντεύεις τίποτα. Κι αφού μπεις θα κατέβεις άλλα εκατό παραπάνω από διπλάσια, ξύλινα ετούτα. Μόνο τότε θα αρχίσει να σου αποκαλύπτεται η πελώρια σπηλιά, όπου η ευλάβεια των γενεών δουλεύοντας με υπομονή και με αγάπη, πολλούς αιώνες, την έκανε ασκητήριο ψυχών και προσκύνημα λαών. Την γέμισε εκκλησίες και παρεκκλήσια και μελετητήρια και σκήτες. Την ζωγράφισε και την ωράισε και τα έβαλε όλα στην υπηρεσία της πνευματικότερης ανθρώπινης ανάγκης, της λατρείας του Θεού. Η Σουμελά είναι ένας πελώριος οικισμός, όπου τ΄ αχνάρια όλων των εποχών, από τότε που πρωτοστήθηκε, τα ξεχωρίζεις στην αδιάλειπτή τους συνέχεια. Θεμελιωμένος πάνω σε γκρεμό που κατηφορίζει δασωμένος προς την κοιλάδα που την μαντεύεις, δεν την βλέπεις... έχεις την εντύπωση πως μετεωρίζεσαι πάνω από κόσμο αλλοτινό. Τετραώροφο είναι τούτο το κτίσμα του κεντρικού ξενώνα.
Άλλο τόσο, όσο του ξενώνα το ύψος, πιάνει η πέτρινη θεμελίωση με τις αποθήκες του Μοναστηριού και δεν κατορθώνει όλο τούτο το ανθρώπινο κτίσμα να φτάσει στα μισά του ύψους της θεόρατης πύλης, που τελειώνει σε ένα ημιθόλιο, σαν τα γνώριμα του Αγίου Βήματος των Βυζαντινών μας εκκλησιών. Κάτω από αυτό το ημιθόλιο, σε μια αρμονική αταξία συνωθούνται κελιά, ξενώνες, καμπαναριά, εκκλησίες, προαύλια παλιά και νεότερα, όπου τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου βούιζαν σαν μελίσσια χιλιάδες ανθρώπων. »Στο κέντρο του ημιθόλιου, λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του τελευταίου ορόφου των ξενώνων, ένα άλλο βαθύτερο άνοιγμα στην κοιλιά του βράχου σχηματίζει το καθολικό της Κοιμήσεως, που μονάχα η πρόσοψις και η γωνία του μεσημβρινού του κλήτους αντιπροσωπεύει ανθρώπινο κτίσμα. Όλη η ορoφή της δεύτερης τούτης σπηλιάς είναι ιστορημένη από τη μια άκρη ως την άλλη. Ιστορημένοι και οι κτιστοί τοίχοι μέσα κι όξω, όπως και όλη η εξωτερική επιφάνεια του κουβουκλίου του Αγίου Βήματος, που ξεβαίνει λίγο πλάγια, προς τα αριστερά της πρόσοψης, μικρό σαν κομψοτέχνημα, με τον μικρό του τρούλο και με την λεπτότητα των γραμμών και τη χάρη της Γοργοεπήκοης της Αθήνας.
Ο χρόνος, οι ομίχλες και οι καπνοί έχουν αδικήσει την πλούσια εικονογράφηση. Μικρός όσες φορές πήγαινα, με στεναχωρούσε πολύ η αδυναμία μου να τους εξηγώ τούτους τους σκοτεινούς τετράγωνους πίνακες στους τοίχους, ένοιωθα την ίδια αδυναμία και την ίδια περιέργεια που νοιώθει κανείς μπροστά σε βιβλίο, όπου τα γράμματα του είναι γνωστά, άγνωστες όμως οι λέξεις. Μεγάλος όμως δεν είχα την τύχη να τις ξαναδώ...».


Το κείμενο του Σταύρου Κανονίδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία», τχ. 484-488, 1951 + efimerida ta NEA
ΜΟΝΗ ΑΓ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΩΤΑ

 Η Ιστορία της Μονής στον Πόντο
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ιδρύθηκε το 752 μ.Χ. στο όρος Πυργί στην περιοχή Γαλλίαινα της Ματσούκας, 30 χλμ. Ν.Α. από την Τραπεζούντα. Ονομάστηκε Περιστερεώτα, γιατί κατά την παράδοση τρία περιστέρια οδήγησαν τους ισάριθμους ιδρυτές μοναχούς από τα δάση των Σουρμένων, απόσταση 50 χλμ. από την τοποθεσία της Μονής. Στην ίδια περιοχή εξάλλου ήταν χτισμένες και οι άλλες δυο μεγάλες Μονές του Πόντου, η Παναγία Σουμελά (386 μ.Χ.) και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαζελών (270 μ.Χ.) και οι οποίες έμελλε στα επόμενα χρόνια να διαδραματήσουν σημαντικότατο ρόλο στην ιστορία των Ελλήνων στην περιοχή. Το 1203, ένα χρόνο πριν από την ίδρυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τους Δαυίδ και Αλέξιο Μ.Κ., η Μονή ερημώνεται από περσικές επιδρομές. Μόλις το 1388 ανασυστήνεται από το Θεοφάνη, προήγουμενο της Μονής Σουμελά, ο οποίος αφού ανακαίνισε τα κελιά και το ναό, κάλεσε μοναχούς και ιερομόναχους και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος. Κατάφερε και εξασφάλισε και τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιου Γ' Μ.Κομνηνό (1349 - 1390) ο οποίος εξέδωσε και χρυσόβουλο για τη Μονή. Το 1461 το Μοναστήρι έπαθε νέες ζημιές από επιθέσεις και διαρπαγές ενώ το 1483 κάηκε το Άγιο Βήμα του Καθολικού της Μονής από απροσεξία του εκκλησιάρχου Ιωαννίκιου. Από την πυρκαγιά αυτή καταστράφηκαν διάφορα έγγραφα,κώδικες και το Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιου Γ' Μεγάλου Κομνηνού. Το 1493 η Μονή ξαναχτίστηκε με άδεια και προνόμια του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β' (1481-1512). Τα προνόμια αυτά της Μονής ενίσχυσε με ιδιαίτερο Χρυσόβουλο και ο διάδοχος του Βαγιαζίτ, Σουλτάνος Σελίμ Α' (1512-1520). Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Γεννάδιος για να ενισχύσει τη Μονή, με "εκδοτήριο γράμμα" του το 1501 αύξησε την κτηματική περιουσία της Μονής, με την προσθήκη της "τοποθεσίας της εξαρχίας Γαλίαινας". Το 1701 ο πατριάρχης Καλλίνικος Β΄εξέδωσε σιγίλλιο με το οποίο αναγνωρίζει το μοναστήρι αυτό ως σταυροπηγιακό. Το σιγίλλιο αυτό επικυρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα (1706) και από τον Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄. Στην εξαρχία της Γαλίαινας υπάγονταν 953 οικογένειες (στέφανα) και 4000 ψυχές. Κάθε οικογένεια υποχρεωνόταν να καταβάλει στη Μονή 5 οκάδες καλαμπόκι ως ετήσια προσφορά, αντ'αυτού το μοναστήρι εκτός από ιερέα συντηρούσε σε κάθε χωριό ένα δάσκαλο. Επίσης ο Ηγούμενος ως έξαρχος των γύρω χωριών χειροτονεί ιερείς, εκδίδει άδειες γάμων και διαζυγίων και γενικά ασκεί το πνευματικό του έργο ως αναγνωρισμένος ποιμενάρχης. Συνολικά η μονή είχε 392 πολυτελή δωμάτια και πλούσια βιβλιοθήκη αποτελούμενη από 7500 τόμους βιβλίων. Με δικές της ενέργειες, εκτός των άλλων σχολείων που συντηρούσε, συστήθηκε το 1909 η Κεντρική Σχολή της Γαλλίαινας, που ήταν πλήρες τετρατάξιο Ημιγυμνάσιο. Εξάλλου σ'ένα από τα δυο μετόχια του Μοναστηριού στην Τραπεζούντα στεγαζόταν στις αρχές του 19ου αιώνα το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας πριν στεγαστεί σε δικό του διδακτήριο (1845) απ'όπου μεταστεγάστηκε οριστικά στο μεγαλεπήβολο σημερινό κτήριο που εγκαινιάστηκε το 1902. Πολλές μεγάλες προσωπικότητς του Γένους, όπως Πατριάρχες, Μητροπολίτες, καθηγητές και δάσκαλοι είχαν ως πρωταρχική βάση μόρφωσης και εξόρμησης την Μονή του Περιστερεώτα. Χιλιάδες ήταν κατ'έτος οι οικονομικές ενισχύσεις πτωχών και αναξιοπαθούντων οι οποίοι προσέτρεχαν στην Μονή μη έχοντας άλλη ελπίδα για βοήθεια. Η σημαντικότερη όμως προσφορά της Μονής του Περιστερεώτα, όπως και άλλων μεγάλων Μονών του Πόντου, ήταν η διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης στους Έλληνες. Αποτελούσαν την πνευματική, διοικητική και εθνικοκοινωνική ποδηγέτηση των υποδούλων. Το μοναστήρι είχε πολλά κειμήλια αμύθητης αξίας, εκ των οποίων τα περισσότερα χάθηκαν στην Ανταλλαγή. Το 1903 η Μονή είχε 15 μοναχούς. Τα παλαιότερα κτίσματα του Μοναστηριού κάηκαν τον Ιανουάριο του 1904 από πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκαν έπειτα από τον Ηγουμενεύοντα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο, με βοηθούς τους μοναχούς Ιλαρίωνα και Θεοδόσιο. Η Μονή λειτούργησε για έντεκα και πλέον αιώνες διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης και ερημώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 και οι εναπομείναντες μοναχοί, ακολουθώντας τη μοίρα του υπολοίπου ελληνισμού πέρασαν στην Ελλάδα.

Εύξεινος Λέσχη Ποντίων και Μικρασιατών Ν. Τρικάλων
Καλαμπάκας 28
Τ.Κ 42100 Τρίκαλα
Τηλ./Fax : 2431074588
www.efxeinostrikalon.gr
e-mail: pontiakostrikalon@yahoo.gr

ΜΟΝΗ ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΖΕΛΩΝΑ-ΜΑΤΣΟΥΚΑ-ΣΑΧΑΝΟΗ-
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ Η μονή Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, υπήρξε η αρχαιότερη στον Πόντο, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή. Χτίστηκε κατά την παράδοση, στα 270 μ.Χ. στη Ματσούκα κοντά στα χωριά Σαχνόη και Κουνάκα, 40 περίπου χιλιόμετρα Νότια της Τραπεζούντας και δίπλα στον Πρύτανη ποταμό.
Η ονομασία της προήλθε από παραφθορά της ονομασίας Ζαβουλών.
Η μονή καταστράφηκε πολλές φορές, κυρίως από Πέρσες και Τούρκους.Το 490 μ.Χ. καταστρέφεται τελείως από τους Πέρσες, οι οποίοι κατάσφαξαν και τους 400 μοναχούς της μονής. Η μονή επανιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, σε κοντινή τοποθεσία, δίπλα στη σκήτη του Προφήτη Ηλία, μετά την απελευθέρωση των ανατολικών περιοχών από τους Πέρσες, από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό και τον στρατηγό Βελισάριο.Στη βυζαντινή και στη μεταβυζαντινή περίοδο, η μονή προσέφερε σπουδαίες θρησκευτικές, πνευματικές και εθνικές υπηρεσίες στον Ελληνισμό του Πόντου, αναδεικνυόμενη σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής. Ιδιαίτερη φήμη, απέκτησε στα χρόνια της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1204-1461).
Κατά τα έτη των αναταραχών και των πολέμων, αποτελούσε καταφύγιο και πηγή σωτηρίας κάθε καταδιωκόμενου, οιουδήποτε θρησκεύματος και δόγματος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, το 1821 ο ηγούμενος της Μονής, Χρύσανθος, κατόρθωσε να αποτρέψει γενική σφαγή των Χριστιανών 40 χωριών της Ματσούκας, ενώ εκατοντάδες Αρμένιοι διασώθηκαν από τους μοναχούς της μονής το έτος 1915, κατά την γενοκτονία των αρμενίων. Η μονή είχε, πολλές δωρεές και χρυσόβουλλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, των Κομνηνών, ακόμη και Ρώσων. Από το πλούσιο αρχείο της μονής και τους 5 κώδικες που είχε, διασώθηκε μόνο ένας κώδικας, ο οποίος βρίσκεται στο μουσείο του Λένινγκραντ. Τελευταίος ηγούμενος της μονής, ήταν ο πολύ πνευματικός και μορφωμένος Αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ο οποίος το τελευταίο διάστημα πριν την καταστροφή, απουσίαζε στην περιοχή της Κριμαίας - Καυκάσου, για έρανο υπέρ της μονής. Κατά την καταστροφή της μονής το 1922, ο εκτελών χρέη τοποτηρητή της μονής, τότε ιερομόναχος και κατόπιν Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Αμαραντίδης, διέσωσε την εικόνα της αποτομής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, την οποία και φύλαξε, αρχικά στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (Πανοράματος) Σερρών και αργότερα στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας Τούμπας Σερρών. ΠΗΓΗ:http://bazelonas.blogspot.com/2011/03/blog-post.html
ΜΟΝΗ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΓΙΑ ΤΙΠΙ-ΓΑΡΑΣΑΡΗ Στις 8 Ιανουαρίου του 454, γεννήθηκε στη Νικόπολη από πλούσια οικογένεια ευγενών, ο Ιωάννης ο Ησυχαστής. Σε ηλικία 18 ετών έχασε τους γονείς του Εγκράτιο και Ευφημία, οπότε αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του στους φτωχούς και να μονάσει. Έτσι, περίπου το 475, έχτισε τη Μονή της Παναγίας σε ένα κοίλωμα-σπηλιά του βράχου της Αναλήψεως, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Νικόπολης. Εκεί έμεινε μαζί με δέκα άλλους μοναχούς, μέχρι το 481, όταν σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κολωνείας.
Με το πέρασμα των αιώνων η Μονή ερημώθηκε και απέμειναν μόνο ερείπια. Έπρεπε να περάσουν 13 αιώνες για να εμφανιστεί άξιος διάδοχος του Αγίου Ιωάννη του Ησυχαστή, κτήτορος της Παναγίας της Γαράσαρης.
Το 1785 λοιπόν, γεννιέται στο χωριό Χάχαβλα ο Ιωαννίκιος Θωμαϊδης, ο οποίος γύρω στο 1805-1810 εκάρη μοναχός και έβαλε σκοπό της ζωής του να ανοικοδομήσει το μοναστήρι. Τελικά το κατάφερε και περίπου μεταξύ 1812-1815 το οικοδόμημα ήταν έτοιμο και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος της Μονής.
Το κτιριακό συγκρότημα είχε ισόγειο και τρεις ορόφους και κατασκευάστηκε από πελεκητή πέτρα των λατομείων της Κόρατζας (βόρεια της Νικόπολης).
Στο ισόγειο ήταν οι αποθηκευτικοί χώροι και μια κρύπτη. Στην άκρη, αριστερά της εισόδου, υπήρχε ένα υπόστεγο με τις επτά καμπάνες του μοναστηριού και λαξευτές δεξαμενές για τη συλλογή του βρόχινου νερού.
Στον πρώτο όροφο ήταν το γραφείο του Ηγουμένου, ξενώνας για τους επίσημους, δωμάτια για τους προσκυνητές, η τραπεζαρία και το μαγειρείο.
Στο δεύτερο όροφο ήταν τα κελιά των μοναχών και το Ηγουμενείο.
Στον τρίτο όροφο ήταν ο ναός της Μονής, με τρούλο που έφτανε μέχρι την οροφή της σπηλιάς. Μπροστά υπήρχε μεγάλος εξώστης με κάγκελα και πίσω ήταν τα αγιάσματα και το εκκλησάκι της Αγίας Άννας.
Η ανάβαση προς το μοναστήρι ξεκινούσε από τη βάση του βράχου της Αναλήψεως (που έχει 800 μέτρα ύψος) με ένα ελικοειδές μονοπάτι. Στη δεύτερη στροφή του μονοπατιού υπήρχε ένα διώροφο χάνι με στάβλο και αχυρώνα για τα ζώα. Στην τρίτη στροφή βρισκόταν το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας και αμέσως μετά, μέσω κοπιαστικής ανηφόρας, έφτανες στα προπύλαια της Μονής. Για να φτάσεις πλέον στο ναό, έπρεπε να ανεβείς εξήντα σκαλοπάτια.
Με την πάροδο των χρόνων η φήμη της Μονής εξαπλώθηκε σε όλο τον Πόντο και κάθε δεκαπενταύγουστο έφταναν χιλιάδες προσκυνητών για τη χάρη της. Η προσέλευση και το πανηγύρι άρχιζαν δύο τρεις ημέρες πριν το δεκαπενταύγουστο και κρατούσαν μέχρι τα εννιάμερα της Παναγίας. Βέβαια προσκυνητές έρχονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αφού πίστευαν ότι η Παναγία της Γαράσαρης θεράπευε διάφορες αρρώστιες.
Στα πρώτα χρόνια η Μονή δεν είχε κτηματική περιουσία, μέχρι που οι κάτοικοι του Καγιά-τιπι (λογικά μετά από προτροπή του Ηγουμένου Ιωαννίκιου) δώρισαν πέντε χιλιάδες στρέμματα γης στο μοναστήρι, με την προϋπόθεση ότι θα τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι και θα πληρώνουν ενοίκιο γι’ αυτή τη χρήση.
Η περιουσία της Μονής μεγάλωσε τα επόμενα χρόνια, μετά από το εξής περιστατικό. Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος είχε πνευματικά χαρίσματα, ήταν και ρωμαλέος και με όλη τη δραστηριότητά του απολάμβανε σεβασμού από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα του είχαν δώσει το παρωνύμιο Κιοσέ Καραπάς.
Ο Ιωαννίκος λοιπόν είχε στενή σχέση με τον Τούρκο τσιφλικά του Αγουτμούς, Πεκτές-μπεη. Όταν το 1814 βρέθηκαν και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη, ο Πεκτές-μπέης χτύπησε την έγκυο γυναίκα άλλου Τούρκου αξιωματούχου, με αποτέλεσμα αυτή να αποβάλλει και να πεθάνει. Ο Σουλτάνος Χαμήτ διέταξε να συλληφθεί ο ένοχος και να εκτελεστεί.
Ξέροντας ο Πεκτές-μπέης ότι ο Ιωαννίκιος βρισκόταν στο Πατριαρχείο, ζήτησε τη βοήθειά του και ο Ηγούμενος παρακάλεσε τον Πατριάρχη Ιωακείμ να μεσολαβήσει στο Χαμήτ. Ο Πατριάρχης επισκέφθηκε το Σουλτάνο και κατάφερε να τον πείσει να δώσει χάρη στον Πεκτές-μπεη. Έτσι ο Τούρκος τσιφλικάς γλίτωσε και για να ευχαριστήσει τον Ιωαννίκιο, δώρισε στο μοναστήρι τα τσιφλίκια του στο Τσιβή-τουτμάζ και στο Ελεκτζή-τουζιού. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κτήματα της Μονής αυξήθηκαν στα δέκα χιλιάδες στρέμματα και έφταναν μέχρι τον ποταμό Λύκο. Από την εκμετάλλευση και την ενοικίαση των κτημάτων, το μοναστήρι είχε έσοδα που χρησιμοποιούσε για τη λειτουργία του και τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Στις 25 Ιουνίου 1924 οι μοναχοί έφυγαν μαζί με τους άλλους κατοίκους της Νικόπολης, παίρνοντας μαζί τους τα ιερά κειμήλια της Μονής. Μέρος αυτών των κειμηλίων κατέληξαν στον ιερό ναό Κορυφών Καβάλας και τα περισσότερα στην εκκλησία της Παναγούδας, στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής στην Καβάλα.
Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι, πιστεύοντας ότι υπάρχουν κρυμμένοι θησαυροί, κατέσκαψαν και σχεδόν κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Σήμερα η πρόσοψη της Μονής στέκεται μπροστά μας στο ύψωμα της Αναλήψεως, τραυματισμένη και αφημένη στην τύχη της, να ατενίζει την κοιλάδα μέχρι το Σούσεχρη, αδιάψευστος μάρτυρας αιώνων ένδοξης ιστορίας των χριστιανών κατοίκων της Νικοπόλεως.
ΣΗΜ: Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος Θωμαϊδης που, μετά από 13 αιώνες από την ίδρυσή της, "ανέστησε" την Παναγία της Γαράσαρης και την ανέδειξε σε παμποντιακό προσκύνημα, ήταν από το χωριό Χάχαβλα και πρόγονος του συνταξιδιώτη μας Σάββα Καλεντερίδη (από την οικογένεια της γιαγιάς του Ναζλούς Καλεντερίδου, που εγκαταστάθηκε στη Βέργη Σερρών). ΠΗΓΗ:http://garasari.blogspot.com/2011/03/blog-post.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΜΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ "

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΚΑΥΚΑΣΣΟΣ




ΧΑΡΑΜΙ ΒΑΡΤΑΝ(Karacoban)Διοίκηση Κάρς

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΥΚΑΣΙΟΙ;
Οι πρόσφυγες που μετανάστευσαν από τα παράλια του Καυκάσου στην Ελλάδα κατά την περίοδο τέλη Απριλίου 1920-Φεβρουάριος 1921 δόμησαν μια ιδιαίτερη προσφυγική ομάδα , την ομάδα των Καυκασίων. Αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες κατοίκους του Κυβερνείου Καρς-Ρωσίας (που μετά τη συνθήκη Μπρεστ Λιτόφσκ προσαρτίστηκε στην Τουρκία), δευτερευόντως από Έλληνες κατοίκους της Τσάλκας , του Σοχούμ, του Βατούμ και τέλος από Έλληνες Πόντιους του Μικρασιατικού Πόντου που μετοίκησαν στον Καύκασο κατά το τέλος κυρίως του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με τον Τηλικίδη Γ., Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Αντικαυκάσου και Επιθεωρητή των Σχολείων της Ελληνικής μειονότητας του Καυκάσου, μεταφέρθηκαν από Βατούμ σε Θεσσαλονίκη κατά τα έτη 1920-1921, 52.878 άνθρωποι και 7.737 ζώα. Αναλυτικά-σύμφωνα με τον Τηλικίδη- οι μεταναστεύσαντες πληθυσμοί κατανέμονταν –κατά περιφέρεια προέλευσης από τον Καύκασο- ως εξής:
«1. 40.000 περίπου από την περιφέρεια Καρς-Αρταχάν. Αρχικά ο πληθυσμός αυτός απαριθμούσε 54.000 άτομα από τους οποίους 7-8 χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες καθοδόν για το Βατούμ ή κατά τη διαμονή στο Βατούμ και 6-7 χιλιάδες κατέφυγαν στο Κουμπάν. [Ένα μέρος των τελευταίων θα έρθει στην Ελλάδα μετά το ’22 μέχρι το ’24 μαζί με άλλους Έλληνες του Καυκάσου, Πόντου και Νότιας Ρωσίας και θα απογραφούν και αυτοί ως Καυκάσιοι εγκαθιστάμενοι σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας όπως και οι προηγούμενοι.]
2. 15-20 χιλιάδες από τις περιοχές Σοχούμ, Βατούμ και Τσάλκας.
3. Από το σύνολο των 172.811 Ελλήνων του Καυκάσου θα παραμείνουν εκεί 119.933
4. Από τους Καυκάσιους που θα βρεθούν στην Ελλάδα θα πεθάνουν στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης 20-22.000».
Από τέλη Μαρτίου 1920 έως και Νοέμβριο 1921 μεταφέρθηκαν από το Βατούμ 30.718 πρόσφυγες με 16 ατμόπλοια και κατόπιν, μετά από ένα κενό διάστημα, μεταφέρθηκαν το Φεβρουάριο του 1921 20.610 πρόσφυγες με 7 ατμόπλοια. Σύμφωνα με τον μελετητή της «εξόδου» των Καυκασίων κ. Καζταρίδη, 30.000 από τους επιβάτες πρόσφυγες ήταν από το Καρς και οι υπόλοιποι ήταν Έλληνες πρόσφυγες από άλλες περιοχές του Καυκάσου.
Τέλος, μια πρώτη γνώση της τύχης των άνω των 50.000 Καυκασίων που ήρθαν κατά 1920-21, μπορούμε να αποκομίσουμε, βλέποντας τα στοιχεία απογραφής του 1928 όπου απογράφονται ως πρόσφυγες μεταφερθέντες από τον Καύκασο «πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή» συνολικά 32.421 άτομα.
Σύμφωνα με το Βλάση Αγτζίδη «[…] Τα πρώτα χρόνια με τον όρο «Πόντιος», ο λαός περιέγραφε μόνον αυτόν που προερχόταν από τις περιοχές του Μικρασιατικού Πόντου. Οι προερχόμενοι από τις περιοχές του Καρς του ρωσικού Καυκάσου, που παραχωρήθηκε στους Τούρκους απ’ τους μπολσεβίκους με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, χαρακτηρίζονταν ως «Καυκάσιοι» ή «Ποντοκαυκάσιοι» και ας είχαν μεταναστεύσει από τον Πόντο μόλις 40 χρόνια πριν. Οι κατά το πλείστον τουρκόφωνοι πρόσφυγες από την καυκασιανή περιοχή της Τσάλκας στην Κεντρική Γεωργία ονομάζονταν «Τσαλκαλήδες», οι οποίοι επίσης εντάσσσονταν στην ομάδα των «Καυκασίων».[…]»ΠΗΓΗ:ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΡΩΣΙΑΣ


ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟΝ: ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟΥ ΚΑΡΣ

Όλα τα στοιχεία για τους πίνακες,είναι απο τις εξής πηγές:
 ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΚΑΥΚΑΣΟΝ ΡΩΣΙΑΣ
Τα σημερινά ονόματα των χωρίων,είναι απο δική μου αναζήτηση,μέσα απο χειρόγραφους χάρτες και σύγκριση σε χάρτες google,γι'αυτό ενδέχεται σε 1-2 περιπτώσεις απο τις 80 περίπου,να έχει γίνει κάποιο λάθος.Όποιος φίλος μπορεί να προσφέρει κάποια διόρθωση,φυσικά είναι ευπρόσδεκτος.


Προβολή ΚΑΥΚΑΣΣΟΣ σε χάρτη μεγαλύτερου μεγέθους

 ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΣΤΟΙΧΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΚΛΙΚ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΚΑΥΚΑΣΣΟΣ "

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

ΜΑΤΣΟΥΚΑ(Macka)

ΜΑΤΣΟΥΚΑ(Macka)
H MATΣΟΥΚΑ είναι μία περιοχη νοτια της ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ. Έως το 1923 στην ΜΑΤΣΟΥΚΑ υπήρχαν 70 χωριά, 47 απο αυτα ήταν ελληνικά, 9 μικτά και μόνο 14 τους ήταν τουρκικα.Μέχρι τις μέρες μας τρία ελληνικά μοναστήρια (Ιωάννης βαζελώνας, Παναγία σουμελά,Γεώργιος Περιστερέοτας) συντηρούνται. Σήμερα στη περιοχή ΜΑΤΣΟΥΚΑ οι απόγονοι των Ελλήνων πού αναγκάστηκαν να γίνουν μουσουλμάνοι μιλούν ακόμη ελληνικά..."Η ΡΩΜΑΝΙΑ ΚΙ ΑΝ ΕΠΕΡΑΣΕΝ ΑΝΘΕΙ ΚΑΙ ΦΕΡΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ"
Ίσως η λέξη Ματσούκα να παράγεται από τη λέξη ματσούκι, που σημαίνει ραβδί, ξύλο που κρατάει ο άνθρωπος στο χέρι, προφυλασσόμενος από κάθε επιτιθέμενο άνθρωπο ή ζώο. Στην Άνω Ματσούκα και ιδίως σην Κουνάκα δεν περπατούσε άνδρας δίχως να κρατάει «την ματσούκα», το «στουράκ’» κατά την τοπική διάλεκτο. Έτσι η περιοχή λέγονταν «Ματσούκα»και οι κάτοικοί της Ματσουκαίοι ή Ματσουκάτ’. 
Εξαρχία Άνω Ματσούκας  Η Άνω Ματσούκα είναι το αρχαιότερο τμήμα της Ματσούκας. Οικίστηκε από διωμένους χριστιανούς του Ρωμαίου Βαλερίου γύρω στα 260 μ.χ. Οι πρώτοι αυτοί χριστιανοί κατοικούσαν στα παράλια του Πόντου, όμως, αφού εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους, ίδρυσαν τους πρώτους οικισμούς της Ματσούκας, τη Μαντρακενή και το Χαψίν, το μετέπειτα Χαψίκιοϊ. Η Άνω Ματσούκα καταλαμβάνει το νοτιότερο μέρος της Ματσούκας και συνορεύει με τα χωριά της Χαλδίας, Ζύγανα, Τσιμερά, Μούζενα, Σταυρίν και Κρώμνη. Αποτελείται από 11 χωριά, 4 του Χαψίκοϊ και 7 της Μαντακενής. Όλα και τα 11 ανήκουν στην εξαρχία της μονής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου του Βαζελώνα.   
Χαψίκοϊ -Hamsiköy Κοινή ονομασία 4 χωριών της Άνω Ματσούκας 
Ζάβερα-Dikkaya  
Τσιαχαράντων  
Μελιανάντων   
Φαργανάντων  
Μεγαλύτερο χωριό ήταν του Τσιαχαράντων. Και τα 4 χωριά μαζί είχαν πάνω από 1.300 κατοίκους, όλους Έλληνες χωρίς κανένα Τούρκο.   
Ζάβερα-Dikkaya 
Αμιγές ελληνικό χωριό με 350 κατοίκους. Η Ζάβερα είχε 2 οικισμούς, του Δάβαρ και του Ζευτήλ. 
Μελιανάντων -Çıralı   

Είχε 230 κατοίκους. Αποτελείται από δυο μικρές συνοικίες, του Μάγγαν και του Σαπάντων. Ψηλά σε υψόμετρο 2.200 μ. είχε το μεγάλο παρχάρι τα «Βαθέας Έλας» με 40 καλύβες.  
Τσιαχαράντων 

Το μεγαλύτερο σε πληθυσμό χωριό της Άνω Ματσούκας με 450 κατοίκους. Αποτελείται από τρεις συνοικίες, το Μυτικαρέν, του Άγε-Σαράντων και του Μαρδίτα.   
Φαργανάντων -Güzelyayla  

Είχε 370 κατοίκους και τρεις συνοικίες, τα Παρθένια, τα Εναύλια και το Στρατίκ.
Αδολή -Anayurt 

Ελληνικό χωριό με 250 κατοίκους. 
Κρένασα 
Με 300 κατοίκους. 
Γιαννακάντων -Gürgenağaç  

Με 250 κατοίκους και είχε ένα απέραντο Παρχάρι την «Τουρνάκελη» στις πλαγιές του όρους Καρά-καπάν.
Κουνάκα -Bağışlı  

Με 270 κατοίκους. Είχε τρεις συνοικισμούς, των Αραπάντων, των Τσεκεράντων και το Μεσορύμ’. Στην Κουνάκα βρίσκονταν και η μεγάλη σπηλιά «Αγροστάλ».  
Ποντίλα -Güzelce
Με 200 κατοίκους
Γιαννάντων -Yazilitas
Με 300 κατοίκους 
Στάμαν -Başar
Είχε 300 κατοίκους Έλληνες και 100 Τούρκους. Είχε τρεις συνοικίες 
Ραχίν
Κουϊρουκάντων
Χαλάβ.
Εξαρχία της Παναγίας Σουμελά   
Η εξαρχία της Παναγίας Σουμελά είχε οκτώ χωριά γύρω στη Μονή της Παναγίας Σουμελά και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. 
Λιβερά -Yazlik Koyu 
Μικρή κωμόπολη της Ματσούκας, έδρα της Μητρόπολης Ροδόπολης και ονομαστικό θέρετρο των Τραπεζουντίων για το φημισμένο υγιεινό κλίμα της. Προ του ξεριζωμού είχε 1.200 κατοίκους όλους Έλληνες, εκτός από μερικούς εξισλαμισθέντες, οι οποίοι συνέχιζαν να μιλούν την Ποντιακή διάλεκτο. Στη Λιβερά οργανώνονταν κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων Μωμογέρια. Αυτά ήταν διαφορετικά από τα μωμογέρια των άλλων χωριών της Ματσούκας. Από τη Λιβερά καταγόταν η πανέμορφη Μαρία Γκιουλ-Μπαχάρ, που έγινε γυναίκα του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β’ και μητέρα του Σελίμ Α’.
Κουσπιδή -Coşandere
Αμιγές ελληνικό χωριό στο ποτάμι της Παναγίας. Είχε 450 κατοίκους. Η παράδοση λέει πως στου Κουσπιδή φιλοξενήθηκαν οι κτήτορες της Μονής Σουμελά Βαρνάβας και Σωφρόνιος πριν φτάσουν στο όρος Μελά. 
Λαραχανή -Akarsu 
Κεφαλοχώρι με 1.500 κατοίκους χριστιανούς και 500 κατοίκους Τούρκους. Το όνομα της κατά τον Ε.Ελευθεριάδη προέρχεται από τις δύο λέξεις Λάρας και Χάνι – Λαραχανή. Η Λαραχανή ήταν γενέτειρα του Λαογράφου-Συγγραφέα Ελευθέριου Ελευθεριάδη, που συνέγραψε τα «Λαογραφικά» της Λαραχανής. Στην Λαραχανή υπήρχαν πολλοί κλωστοί, οι οποίοι ομολόγησαν την πίστη τους στην αρμόδια επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη στα 1857 και έγιναν φανερά χριστιανοί. 
Σκαλίτα -Altindere
Ελληνικό χωριό με 250 κατοίκους. Ήταν σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του όρους Μελά, μισή ώρα (πεζή) από τη μονή της Παναγίας Σουμελά. Του Σκαλίτα ήταν η γενέτειρα του μεγάλου ευεργέτη της Τραπεζούντας Σάββα Τριανταφυλλίδη, ο οποίος δίδαξε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας από το 1816-23. Συνέβαλε πολύ στην προβολή του φροντιστηρίου και στη μόρφωση της νεολαίας. Από του Σκαλίτα ήταν επίσης η καταγωγή του ιστορικού Περικλή Τριανταφυλλίδη. Ο Π.Τοπαλίδης αναφέρει στην Ιστορία της Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Βαζελώνα, ότι στου Σκαλίτα υπήρχαν καλοί αγιογράφοι. 
Κούτουλα -Kırantaş
Αμιγές ελληνικό χωριό με 500 κατοίκους. Κύριο λαϊκό μουσικό όργανο οι Κουτουλέτ’ είχαν το αγγείον, το τουλούμ’. 
Άγουρσα -Bakımlı
Αμιγές ελληνικό χωριό κοντά στη Λαραχανή. Είχε πληθυσμό 750 κατοίκους, όλους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς. Στα μέσα του 19 ου αιώνα (1850) είχε γύρω στους 200 κρυπτοχριστιανούς, που με το Χάττι – χουμαγιούμ το 1856 φανερώθηκαν και έγιναν φανεροί χριστιανοί, όπως μαρτυρεί ένα επιτροπικό γράμμα φυλαγμένο στη βιβλιοθήκη της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών. Έχει καταχωρισθεί στο κεφάλαιο « Ο Κρυπτοχριστιανισμός της Ματσούκας». Το όνομα του χωριού κατά την άποψη του Α.Παπαδόπουλου προέρχεται από τη μετοχή του ρήματος άγω-άγουσα. Παλαιότερα, λέει, το χωριό λεγόταν Άγουσα, διότι η άγουσα οδός του Καρα – καπάν περνούσε από την Άγουρσα. Το γράμμα ρ παρεμβλήθηκε αργότερα για εύκολη προφορά από τους κατοίκους. Κατά άλλη παράδοση το όνομα του χωριού υπογραμμίζει τη γενναιότητα των ανδρών και το χωριό (άγουρος=άνδρας). Η Άγουρσα είχε κατά κανόνα εύσωμους και λεβέντες άνδρες. Μεγάλη φήμη είχαν οι κάτοικοι της Άγουρσας στο παραδοσιακό μακρόσυρτο τραγούδι της Ματσούκας. Το «Ματσουκάτ’ κον το μακρύν» της Άγουρσας ήταν το καλύτερο και το πιο ιδιόμορφο και μακρόσυρτο.  
Αγουρζενός 
Μικρό αμιγές ελληνικό χωριό με 200 κατοίκους. Η παράδοση λέει πως η ονομασία του χωριού προέκυψε από τις χαρούμενες φωνές των γυναικών του Αγουρζενού «οι αγούρ’ ζουν… οι αγούρ’ ζουν!», δηλαδή οι άνδρες ζουν (!), όταν ξαφνικά εμφανίζονται οι άνδρες του χωριού, που απουσίαζαν μετά από απειλή των Τούρκων για εξόντωσή τους. Έφευγαν οι άνδρες στα βουνά και οι γυναίκες πίστεψαν πως εξοντώθηκαν. 
Σκόπια-Ardicliyayla
Αμιγές μικρό ελληνικό χωριό με 200 κατοίκους.
Εξαρχία Γαλίανας Το όνομα Γαλίανα ή Γαλίαινα ισχυρίζονται μερικοί πως προέρχεται από τη λέξη γάλα, γιατί όλη η περιοχή είχε μεγάλη κτηνοτροφία. Άλλοι παραδέχονται ότι η λέξη προέρχεται από τη λέξη κάλια σύμφωνα με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, όπως και στη Χαλδία το Κ προφέρεται Γ. Κάλια-Γάλια που σημαίνει μεταλλείο και υπήρχε στο όρος Μανοή. Κατά τον Χ. Κιαγχίδη υπάρχουν δύο άλλες εκδοχές α) Στη Γαλίανα υπάρχει το όρος Γαληνός. Το όρος αυτό έλαβε το όνομα από ένα βυζαντινό στρατηγό, τον λεγόμενο Γαληνό, που σκοτώθηκε εκεί σ’ έναν πόλεμο μεταξύ Βυζαντινών και Περσών και β) η άλλη εκδοχή είναι : Από την Άννα θυγατέρα του Δαυίδ έγινε η φράση Καλή Άννα=Καλιάνα=Γαλίανα. Σημειωτέον η Άννα Κομνηνή ήταν αγαπητή στους κατοίκους της περιοχή καθώς επίσης και ευεργέτιδα.  
Πιπάτ  
Μικρό τουρκικό χωριό με 30 οικογένειες. Κοντά στο Πιπάτ’ ήταν και ένα άλλο τουρκικό χωριό, η Μαχουλέξα με 30 οικογένειες. 
Ρωμανού ή Τσαγγάρ’-Ergin
Με 200 κατοικούς. 
Κατρούλ’ 
Τουρκικό χωριό με 40 οικογένειες. 
Μαντρανού-Alataş
Ελληνικό χωριό με 450 κατοίκους 
Μισαηλάντων 
Ελληνικό χωριό με 250 κατοίκους, πατρίδα του πρώτου Μητροπολίτη Ροδοπόλης Γενναδίου Μισαηλίδη.
Ζαβρία ή Ζεβρία 
Είχε 40 οικογένειες, όπου παλιότερα κατοικούσαν Αρμένιοι, τους οποίους οι Έλληνες ονόμαζαν ζερβούς (αριστερούς). 
Αρμενού -Armanos
Είχε 500 κατοίκους. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Αρμένιοι, οι οποίοι αργότερα έφυγαν. Σεϊτανάντων 
Είχε 200 κατοίκους. 
Κοτύλια 
Με 200 κατοίκους. 
Λειβάδια -Çayırlar
Μεγάλο χωριό με 800 κατοίκους. Τα Λειβάδια ήταν η γενέτειρα του Χαρ. Κιαγχίδη, που ασχολήθηκε με τα κοινά των Ποντίων.  
Κουτουλά -Ormaniçi
Είχε 350 κατοίκους Έλληνες. Κοντά υπήρχε το χωριό Δεμιρτζάντων καθώς επίσης και οι συνοικισμοί Τσιναλάντων και Παροτάντων.  
Μεσοχώρ’ (Özdil) 
Τουρκικό χωριό με 350 κατοίκους όπου κατοικούσαν οι αγάδες του τόπου.  
Ξυλάτια 
Οικισμός με 20 οικογένειες χριστιανών και μουσουλμάνων.  
Βάλαινα -Şahinkaya 
Με 100 ελληνικές οικογένειες  
Κάτω Ματσούκα 
Τσεβισλούκ 
Είχε 40 τουρκικές οικογένειες. Είχε έδρα Καϊμακάμη, επάρχου, ήταν το αρχαίο Δικαίσημο, αι Καρυαί των Κομνηνών. Στα 1857 ήταν έδρα της επιγτροπής αναγνωρίσεως των κρυπτοχριστιανών της Ματσούκας, κατ’ εφαρμογή του Χάττι- χουμαγιούμ, στα 1912-1922 τόπος εκτελέσεως Ελλήνων χριστιανών.  
Καπίκιοϊ -Kapıköy
Η αρχαία Ζούζα, προ του 1922 είχε 1.200 κατοίκους. Ήταν χωρισμένο σε 4 ενορίες : Ζερφυρή, Κοντού, Καρά και Έντιμα. Ακόμα είχε 4 μικρούς συνοικισμούς : Μουρουζάντων, Αμπέλια, Κιζερά και Τσιάχα. Μόνο στην Κιζερά βρίσκονταν 10 οικογένειες Τούρκων και αυτοί ήταν ελληνόφωνοι. 
Χατσάβερα  
Τουρκικό χωριό με 550 κατοίκους 
Ίλαξα  
Τουρκικό χωριό με 280 κατοίκους 
Μαγουρά 
Τουρκικό χωριό με 290 κατοίκους 
Σολτόη 
Τουρκικό χωριό με 280 κατοίκους 
Μαντζάντων 
Με 150 κατοίκους. Κατά το Σ.Ιωακειμίδη το χωριό δημιουργήθηκε μετά το 1828 από πρόσφυγες της Κρώμνης. 
Μαζερά 
Ελληνικό χωριό με 230 κατοίκους. 
Ζανόη -Akmescit
Είχε 250 κατοίκους Έλληνες και 200 κατοίκους Τούρκους. 
Κοσμά  
Ελληνικό χωριό με 400 κατοίκους απέναντι από του Ματαρατσή. 
Κάτω Χορτοκόπ'-Kozağaç 
Ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Κάτω Ματσούκας. Το κύριο χωριό αποτελούμενο από δύο συνοικισμούς, το Άνω Χορτοκόπ’ με 600 κατοίκους Έλλληνες και το Κάτω Χορτοκόπ’ ή Αγία με 700 κατοίκους εκ των οποίων οι 400 ήταν Τούρκοι. 
Θέρσα -Kiremitli
Μικρό χωριό με 250 κατοίκους μισούς Έλληνες και μισούς Τούρκους, οι οποίοι ήταν εξισλαμισθέντες χριστιανοί κατά τα χρόνια των Τερέπεγηδων και φέρονταν πολύ αντιχριστιανικά προς τους χριστιανούς. Στα 1916 όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους και τα ελληνικά σπίτια λεηλατήθηκαν. Δράστες ήταν οι Τούρκοι του χωριού με πρωτεργάτη τον Εγίπ-Ζατέ-Αγά. 
Χαμουρή -Sukenan
Αμιγές ελληνικό χωριό με 350 κατοίκους. Κατά πληροφορίες του Παν.Τοπαλίδη, από τη Χαμουρή καταγόταν ο αδυσώπητος και σκληρός Τερέπεγης Απτή αγάς, που ήταν ο χειρότερος τύραννος της Ματσούκας, ανήθικος και αιμοσταγής. Τα τρία χωριά Χαμουρή, Θέρσα και Σαχνόη παλαιότερα ήταν ένα χωριό. 
Λαλατσάντων  
Ελληνικό χωριό με 150 κατοίκους. 
Σαχνόη -Köprüyanı
Ελληνικό χωριό με 270 κατοίκους. 
Μουλάκα 
Τουρκικό χωριό με 200 κατοίκους. Στα 1916 στην εποχή των εξοριών λέγεται ότι οι Τούρκοι της Μουλάκας συμπαραστάθηκαν, όσο ήταν δυνατόν τους κατατρεγμένους χριστιανούς. 
Μουντανός 
Ελληνικό χωριό με 250 κατοίκους. Οι περισσότεροι κάτοικοι χάθηκαν στους δρόμους της εξορίας στα 1918, στην περιοχή του Ερζερούμ. 
Δανείαχα -Çeşmeler
Ελληνικό χωριό με 650 κατοίκους, όπου υπήρχαν και λίγοι Εβραίοι. 
Κοστορδός 
Είχε 200 κατοίκους. Κοντά υπήρχαν και τα τουρκικά χωριά Πογότσ’ με 200 κατοίκους και Πόπαρα με 150 κατοίκους. 
Χαβά 
Με 125 Έλληνες και 125 Τούρκους 
Τσίντζι-Χαβά 
Με 60 Έλληνες και 90 Τούρκους 
Σπέλλα -Ocaklı
Με 150 Έλληνες και 300 Τούρκους 
Σανογιά  
Με 150 Έλληνες και 100 Τούρκους
Ποπάρζη -Çamlıdüz 
Με 100 Έλληνες και 50 Τούρκους. 
ΠΗΓΗ:η ομάδα στο facebook της Ματσούκας
ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΜΑΤΣΟΥΚΑ ΕΔΩ



View ΜΑΤΣΟΥΚΑ-MACKA in a larger map
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΜΑΤΣΟΥΚΑ(Macka) "

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ-GUMUSHANE

             

ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ
Πόλη του νομού Τραπεζούντας και έδρα της επαρχίας Χαλδίας
Πρίν το 1870 είχε 700 ελληνικές οικογένειες. Τουρκιστί ονομάζεται Κιμισχανά
ή Γκιουμουσ χανέ
Κάτοικοι της περιοχής ήσαν οι Χάλυβες που ασχολούνταν απο την αρχαιότητα με τη μεταλλουργία.
Είναι πόλη των μεταλλείων , κυρίως του αργύρου. Απέχει 100 χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα και είναι έδρα της επαρχίας Χαλδίας.
Ονομαστό ήταν το Φροντιστήριο Αργυρούπολης, που λειτουργούσε από το 1723. Με τον ξεριζωμό πολλοί Αργυρουπολίτες εγκαταστάθηκαν στη Νάουσα, φέρνοντας μαζί τους βιβλία και χειρόγραφα του Φροντιστηρίου, ψυχή του οποίου ήταν ο δάσκαλος και ευεργέτης Γεώργιος Κυριακίδης . Τελευταίος Μητροπολίτης ήταν ο Λαυρέντιος Παπαδόπουλος .
Η αδελφότητα των Αργυρουπολιτών ήταν ένα αξιόλογο σωματείο που ίδρυσε ο Γεώργιος Χ. Ευθυβούλου, διευθυντής του Φροντιστηρίου Αργυρουπόλεως, όταν βρισκόταν ως γυμνασιάρχης στην Τραπεζούντα.
Σκοπός της αδελφότητας ήταν η υλική υποστήριξη των σχολείων της Χαλδίας, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη δραστηριότητα και στην εποχή της, τα σχολεία της Χαλδίας γνώρισαν εξαιρετικά μεγάλη πρόοδο.
Σύμφωνα με τον Κανδηλάπτη (Κάνι), η Αργυρούπολη ιδρύθηκε από τους κατοίκους της γειτονικής Τσάγχης, στα μέσα του 16 ου αιώνα.
Κατά τους θρύλους, χωρικός της περιοχής είδε μία νύχτα τυχαία ένα κομμάτι μεταλλεύματος αργύρου να λάμπει, το πήρε και το μετέφερε στην Τσάγχη για να το εξετάσει ένας ειδικός.
Όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν αργυρούχο μετάλλευμα, ερευνήθηκε η περιοχή και ανακαλύφθηκαν και άλλες φλέβες του ίδιου μεταλλεύματος.
Μετά τη μετακίνηση των κατοίκων της Τσάγχης στο νέο χώρο, συνέρρευσαν και Τραπεζούντιοι, διωκόμενοι από τις τουρκικές αρχές, οι Καπλακτζήδες και οι Κετσετζήδες.
Στη νέα πόλη ήρθαν κάτοικοι και από διάφορα χωριά της Χαλδίας, καθώς και από το Χάτς, το Αγρίδ' κ.α.
Το 1530, όταν από την περιοχή πέρασε ο σουλτάνος Μουράτ ο Δ' κατευθυνόμενος προς Βαγδάτη, με υψηλό φιρμάνι του κήρυξε τα μεταλλεία αυτοκρατορικά, απαγορεύοντας την ιδιωτική εκμετάλλευση.
Όλη η περιοχή κηρύχθηκε μπεϊλίκ και οι κάτοικοι μπεϊλικτζήδες δηλαδή προνομιούχοι. Με την παραπάνω διαταγή συστήθηκε και νομισματοκοπείο (ταρασχανές).
Στην ακμή των μεταλλείων, ο πληθυσμός της Αργυρούπολης ξεπερνούσε τις 5.000 οικογένειες. Όγκος που συρρικνώθηκε πρίν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στο ένα πέμπτο. Πληθυσμιακά οι Έλληνες Πόντιοι ήταν πλειοψηφία με 2.500 ψυχές, 1000 των Αρμενίων και οιυπόλοιποι Μωαμεθανοί.
Written by Πολατίδης Βασίλειος Saturday, 05 February 2011 22:05
ΠΗΓΗ:kotsari.com

ΧΩΡΙΑ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ
 Τμήμα Αργυρούπολης (Argyroupolis Section)
Αργυρούπολη - Argyroupoli
Αγρίδ ή Διακονά (Μούζενας) - Agrith or Diakona (of Mouzena)
Άι-Γιάννες (Νίβενας) - Ay Yiannes (of Nivena)
Άε-Μουχάλ - Ae Moukhal
 
Άε-Φωκάς (Μούζενας)-Atalar
Αρχαίο Ελληνικό χωρίο της περιοχής Μούζενας με 30 οικογένειες ,σώζεται η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που σήμερα είναι ισλαμικό τέμενος και ένα ερειπομένο παρεκκλήσι το οποίο έχει θαυμάσιες τοιχογραφίες.. 


Αϊβαζάντων (Γιαγλίτερες) - Ayvazanton (of Yiaglitere)  
‘Αι-Ηλίας (Γιαγλίτερες) - Ay Ilias (of Yiaglitere)
Άλμη (Δέρενας) - Almi (of Derena)
Αντωνάντων (Λερίων) - Antonanton (of Leri)
Αρταπίρ (Νίβενας) - Artapir (of Nivena)
Άτρα - Atra
Βαρενού - Varenou
Γάρεντι (Μαυραγγελί') - Garenti (of Mavrangeli)
Γαριπάντων (Μαυραγγελί') - Garipanton (of Mavrangeli)
Γετουρμάζ - Yetourmaz
Γιαούπ (Άνω Καρμούτ) - Yiaoup (of Ano(upper) Karmout)
Γιαννίκα (Νίβενας) - Yiannika (of Nivena)
Δέρενα (ομάδα χωριών) - Derena (group of villages)
Διακονά (Χάρσερας) - Diakona (of Kharsera)
Ζυγανίτα (Γαγλίτερες) - Ziganita (of Yiaglitere)
Θ(ε)αγαράντων (Λερίων) - Thagaranton (of Leri)
Θέμπεδα - Thempetha 

Ίμερα-Olucak
 Κωμόπολη του Πόντου στην περιοχή της Αργυρούπολης.
Ήταν συνεχόμενη με την Κρώμνη και βρισκόταν στα ΒΑ της Τραπεζούντας
Χτισμένη στους πρόποδες του όρους Θήχης σε υψόμετρο 1.500 μ. απο όπου οι μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν τη Θάλασσα, τα δε βουνά της αποτελούν συνέχεια των βουνών της Ζύγανας.
Είχε υγιεινό κλίμα και πλούσια βλάστηση. Λέγεται ότι χτίστηκε απο φυγάδες που ήρθαν στην περιοχή μετά την άλωση της Τραπεζούντας.
Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Λόγω της δυσμορφίας του ορεινού όγκου όμως συχνά αναγκάζονταν να ξενιτευτούν.
Εκκλησιαστικά η Ίμερα ανήκε στη μητρόπολη Χαλδίας.
Πρίν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο είχε 300 ελληνικές οικογένειες
Πριν τη μετανάστευση στη Ρωσία οι κάτοικοί της έφταναν τις 500 περίπου οικογένειες.
Χωριζόταν σε πέντε ενορίες :
Τσακαλενάντων - Ζητράντων - Καθημερεσίων - Γιαννάντων - Ζουβατσάντων,
και σε άλλες τρεις λίγο απομακρυσμένες απο το κέντρο της :
Μανδριά - Λειβάδι - Θωμάντων .
Κάθε ενορία είχε δικό της ναό. Λίγο πιο επάνω απο την κωμόπολη ήταν το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη που ήταν και τόπος παραθερισμού των κατοίκων της Τραπεζούντας αλλά και καταφύγιο των χριστιανών όταν τους εκδίωκαν οι τούρκοι. Οι κάτοικοι της Ίμερας ήταν εξαιρετικά φιλοπρόοδοι.

Ιψιράντων (Γιαγλίτερες) - Ipsiranton (of Yiaglitere)
Καλλίστ' (Δέρενας) - Kallist (of Derena)
Κανάκ (Δέρενας) - Kanak (of Derena)
Καστρικέτα (Άνω Καρμούτ) - Kastriketa (of Ano(upper) Karmout)
Κάτω Καρμούτ - Kato(lower) Karmout
Κάσχα - Kaskha
Κιαλάντων (Δέρενας) - Kialanton (of Derena)
Κινέη Χάραβα - Kiney Kharava
Κουρή (Άνω Καρμούτ) - Kouri (of Ano(upper) Karmout)
Κουρτάντων - Kourtanton

Κρώμνη
Γνωστή κωμόπολη της επαρχίας Χαλδίας του νομού Τραπεζούντας. Στα ψηλά βουνά, όπου ήταν χτισμένα τα περισσότερα χωριά της περιοχής, κατέφευγαν πολλοί Έλληνες για να προστατευτούν από τις διώξεις των Τούρκων.

Κυριακάντων (Λερίων) - Kiriakanton (of Leri)
Λειβάδ' - Livath
Λιβερτάντων (Λερίων) Livertanton (of Leri)
Λοντσίονος (Δέρενας) - Lontsionos (of Derena)
Λυκάστ' - Likast
Λωρία (Γιαγλίτερες) - Loria (of Yiaglitere)
Λωρία (Μούζενας) - Loria (of Mouzena)
Μάλαχα - Malakha

Είχε 30 ελληνικές οικογένειες που κατοικούσαν στις συνοικίες ΑΚΡΙΤΑΝΤΩΝ,ΠΟΠΑΝΤΩΝ,ΚΕΣΟΓΛΑΝΤΩΝ,ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΑΝΤΩΝ,και ΜΥΡΩΘΑΝΤΩΝ και είχαν δύο εκκλησίες του Αγίου Π αύλου και της Γεννησης της Θεοτόκου και τριτάξιο σχολείο .Μετά την ανταλαγή οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Παναγίτσα Εδέσσης όπου μετέφεραν 6 δεσποτικές εικόνες έναν επιτάφιο και 25 μικρές εικόνες, και μερικοί άλλοι εγκατασάθηκαν στην Αριδαία.
Επιπλέον το 1878 κάτοικοι του χωριού Μάλαχα μετακινήθηκαν στον Καύκασο στο χωριό Σιντισκόμ περιοχής Αρνταχάν από όπου το1921 ήρθαν στα χωριά Σεβαστό, Κάτω Ποταμιά, Άνω Ποταμιά Κιλκίς και Τριπόταμος, Κομνηνείο Ημαθίας
 


Μανανάντων (Νίβενας) - Manananton (of Nivena)
Μαναστήρ' (Άτρας) - Manastir (of Atra)
Μαντρία - Mantria
Μαρούφ - Marouf
Μασούρα (Μούζενας) - Masoura (of Mouzena)
Μαστοράντων (Λερίων) - Mastoranton (of Leri)
Μαστροπούλ (Άνω Καρμούτ) - Mastropoul (of Ano(upper) Karmout)
Μαχαλά - Makhala
Μουγαλτά (Μαυραγγελί') - Mougalta (of Mavrangeli)
Μουρουζάντων (Λερίων) - Mourouzanton (of Leri)
Μουσάντων (Γιαγλίτερες) - Mousanton (of Yiaglitere)
Νατσαράντων (Γιαγλίτερες) - Natsaranton (of Yiaglitere)
Ομάλα (Χάρσερας) - Omala (of Kharsera)
Παβρετσή - Pavretsi
Παζμπέν - Pazmpen
Παλαδάντων (Μούζενας) - Paladanton (of Mouzena)
Παλαϊα - Palaia

Παλαγία (Arili) είναι χωριό της Χαλδίας που βρίσκεται 45 χιλ Δυτικά της Αργυρούπολης. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε 50 ελληνικές οικογένειες και 5 τουρκικές. Χτίστηκε από τρείς οικογένειες που κατοικούσαν στην Τραπεζούντα και μια από την Ματσούκα όταν αυτοί κατέφυγαν εκεί μετά από τν άλωση της Τραπεζούντας. Μετά το 1923 εγκαταστάθηκαν στη Νέα Παλαγία Αλεξανδρούπολης (Σάββας Καλεντερίδης, Ανατολικός Πόντος). 
Παρασκευάντων (Γιαγλίτερες) - Paraskevanton (of Yiaglitere)
 

Παρτί(ν) - Parti(n)
Πέντε Εκκλησίες - Pente(five) Ekklisies
Πας Μούζενα - Pas Mouzena

14 χλμ.από την Αρδάσσα,10 απο την Αργυρούπολη, πλυθ.182 κάτοικοι ιστορίκο ορεινό χωρίο,πρίν από το Σταυρί,όπου κατεφύγε μετά την Αλωση υπό τη συνοδεία η Αννα κόρη του τελευταίου αυτοκράτορα Δαυίδ.Στις αρχές του 20 αιώνα είχε περίπου 400 ο
ικογένειες που διέμεναν στις ενορίες Στεφανάντων Λογιζάντων Αδαμάντων και Γεράντων.Στη Μούζενα λειτουργούσε δημοτικό σχολείο και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου.Γύρω απο την Μούζενα υπήρχαν 10 χωρία και το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Ζάντού.

Ποπαδάντων (Λερίων) - Popadanton (of Leri)
Ποπαδάντων (Γιαγλίτερες) - Popadanton (of Yiaglitere)
Ραματανάντων (Νίβενας) - Ramatananton (of Nivena)
Ρουσίον (Γιαγλίτερες) - Rousion (of Yiaglitere)
Σαπρανάντων (Λερίων) - Saprananton (of Leri)
Σιμερά (Νίβενας) - Simera (of Nivena)
Σίσε - Sisse
Σιχτορμίν (Γιαγλίτερες) - Sikhtormin (of Yiaglitere)
Σουλαμίς - Soulamiss
Σούτονος (Άνω Καρμούτ) - Soutonos (of Ano(upper) Karmout)
Σταυρίν - Stavrin
Ταντουρλούχ - Tantourloukh
Τσερκελάντων (Γιαγλίτερες) - Tserkelanton (of Yiaglitere)
 
Τσιμερά (Μούζενας)-Atalar
30 χιλμ.απο την Αδρασσα, 32 απο την Αργυρούπολη ,πλυθ,348 κάτοικοι ήταν κεφαλοχώρι της Χαλδίας που χτίστηκε το 15ο αιώνα μετά την Αλωση της Τραπεζούντας απο φυγάδες της πρωτεύουσας των Κομνηνών.Πρίν την ανταλλαγή αριθμούσε περίπου τους 800

κατοίκους που είχαν τις εκκλησίες του Αγίου Γρηγορίου του Ιωάννη του Προδρόμου και το Γενέθλιο της Θεοτόκου και διτάξιο δημοτικό σχολείο.Οι τσιμερίτ' ήταν ξακουστοί στον Πόντο για τα μελωδικά τους τραγούδια που συνεχίζουν να τραγουδύν και σήμερα στην Ελλάδα οι απογονοί τους,οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στιε ΠΈΝΤΕ Βρύσες Λαγκαδά,στούς Κομνηνάδες Καστοριάς,Κεχρόκοαμπο Καβάλας.

Τσογκάρ - Tsongkar
Τσολόχενα - Tsolokhena
Φαρχανάντων (Λερίων) - Farhananton (of Leri)
Χάκαξα (Μούσγουλη) - Khakaksa
Χαλκάντων - Khalkanton
Χαμά - Khama
Χάρσερα (και ομάδα χωριών) - Kharsera (and its group of villages)
Χάσκιοϊ - Khaskioy
Χάτσκαλε (Μούζενας) - Khatskalle
Χουρσούλ - Khoursoul
Χούσιλη - Khousily
Χουτουρά - Khoutoura
Χούς Χάραβα - Khous Kharava
Ψωμάντων (Κοτυλίων) - Psomanton (of Kotilion)
Ψωμάντων (Γιαγλίτερες) - Psomanton (of Yiaglitere)










ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ-GUMUSHANE "