Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ
















ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ

α) Γενικά


Από τον Ελληνισμό της Ανατολής, μόνον οι Έλληνες του Πόντου οργανώθηκαν δυναμικά και ανέπτυξαν αντάρτικη δράση εναντίον των εγκλημάτων της τουρκικής θηριωδίας και των μαζικών εκτοπισμών που επέβαλαν οι αρχές στους ελληνικούς πληθυσμούς. Είναι προφανές ότι πρόφαση των εν λόγω μαζικών εκτοπισμών ήταν η λήψη προληπτικών στρατιωτικών μέτρων, δεδομένου ότι η Τουρκία συμμετείχε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) ως σύμμαχος της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας και αντίπαλος της Ελλάδας. Πραγματικός, όμως, στόχος αυτών των «μέτρων ήταν η μαζική εξόντωση των Ελλήνων.
Αυτό, βέβαια, ισχύει για όλο τον Ελληνισμό της Ανατολής (Αν. Θράκη, Μ. Ασία, Πόντος). Ωστόσο, ο Πόντος έχει μια ιδιαιτερότητα: Από τη μια η μεγάλη απόσταση από το κέντρο και η θέση του στα βάθη της Ανατολής, και, από την άλλη, το γεγονός ότι, στην Κεμαλική περίοδο (1919-1923) ήταν ακάλυπτος από οποιαδήποτε δυτική ή ελληνική προστασία, αλλά και έκθετος στη μανία και στις ανεξέλεγκτες ληστρικές επιδρομές του Κεμάλ και του Τοπάλ Οσμάν, είχε ως αποτέλεσμα να έχει τη «μερίδα του λέοντος» στους εκτοπισμούς, στους διωγμούς και στη γενοκτονία.
Γι' αυτό, ακριβώς, αναπτύσσεται στον Πόντο το Αντάρτικο ως δύναμη αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας του Ελληνισμού της περιοχής. Εξάλλου, το γεγονός ότι τα αντάρτικα σώματα πρωτοεμφανίζονται το 1914, με την έναρξη του πολέμου, οφείλεται στο ότι οι ανάγκες για αυτοάμυνα και αυτοπροστασία γίνονται πολύ πιο πιεστικές αυτή την περίοδο.
Έτσι, αν θελήσουμε να εντοπίσουμε τα αίτια του Αντάρτικου στον Πόντο, θα βρούμε ότι οι ρίζες και το ξεκίνημά του δένονται με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που επέβαλε, πέρα από τις άλλες ανώμαλες καταστάσεις, τη γενική επιστράτευση στον ανδρικό πληθυσμό ηλικίας 20-60 ετών.
Αυτές, ακριβώς, οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την έναρξη και σ' όλο το διάστημα του πολέμου (1914-1918), επέβαλαν και την ανάγκη ανάπτυξης του Αντάρτικου στον Πόντο, ως καταφύγιου λύτρωσης και ως αντιδύναμης σωτηρίας. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα Αντάρτικα αποτελούν την κορυφαία αμυντική αντιδύναμη και δράση των Ελλήνων του Πόντου.


  •         Περίοδος 1914-1918 
    η γενική επιστράτευση επιβάλλει:
 1) την αναγκαστική απομάκρυνση των στρατευσίμων
 2)* τη δημιουργία των εργατικών ταγμάτων (αμελέ ταμπουρού), όπου κατά εκατοντάδες εξοντώνονται οι Έλληνες στρατιώτες κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες
 3) επιτάξεις σπιτιών και καταστημάτων για τις ανάγκες του πολέμου
 4) βιαιοπραγίες εναντίον αμάχων, γερόντων και γυναικοπαίδων
 5) εξαναγκασμούς σε αγγαρείες
 6) καταλήψεις σπιτιών και περιουσιών από Μουσουλμάνους πρόσφυγες (από χώρες της Βαλκανικής)
 7) μαζικούς εκτοπισμούς στο εξωτερικό
 8) διακοπή των συγκοινωνιών με τη Ρωσία, η οποία ήταν η ανάσα του Πόντου.

*[Οι πρώτοι αντάρτες προέρχονταν από τα Τάγματα Εργασίας(Αμελέ Ταμπουρού)
Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, στα Απομνημονεύματά του για τον Πόντο αναφέρει τα εξής για τη δημιουργία του αντάρτικου:Η βίαιη ένταξη στα «Τάγματα Εργασίας» (Αμελέ Ταμπουρού) έγινε αφορμή να γεννηθούν τ' ανταρτικά σώματα των Ποντίων. Πολλοί άνθρωποι αντιδρώντας και ζητώντας να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο δραπέτευσαν απ' τα εργατικά τάγματα και κατέφευγαν στα βουνά, όπου ζούσαν κατά μικρές ομάδες που συχνά κατέβαιναν ως τα χωριά τους. Εφοδιάστηκαν σιγά-σιγά με όπλα και πολεμοφόδια και έτσι μπορούσαν τώρα ν' αποκρούουν τις επιθέσεις των Τούρκων. Τους φυγόστρατους εφοδίαζαν με τρόφιμα κι όπλα οι οικογένειές τους. Μ' αυτή τη δικαιολογία ο τουρκικός στρατός μπαίνοντας στα χωριά «έθυσε και απώλεσε», ενώ τα γύρω τουρκικά χωριά επωφελούμενα άρπαζαν και λεηλατούσαν τις περιουσίες των Ελλήνων και προπάντων τα ζώα.
Φυσικά οι πρώτοι αντάρτες - δραπέτες από τα αμελέ Ταπουρού ήταν εντελώς ή σχεδόν εντελώς άοπλοι με μόνα πρωτόγονα όπλα μια σκαπάνη που παίρναν μαζί τους φεύγοντας, ένα μαχαίρι, ένα τσεκούρι ή καμιά σπασμένη τούρκικη ξιφολόγχη, που τη στερέωναν όπως όπως σε μια μακριά ξύλινη σούβλα.
Μα, σα φτάναν στα δικά τους χωριά, κλέβοντας ζώα απ' τους Τούρκους τα διναν στις γυναίκες τους, που τα πουλούσαν αμέσως και με τα χρήματα αυτά καθώς και μ' όσα κατόρθωναν να οικονομήσουν ληστεύοντας ταξιδιώτες και πλούσιους Τούρκους εμπόρους, αγόραζαν σύγχρονα όπλα και πολεμοφόδια απ' τους Λαζούς, Έτσι συγκροτήθηκαν οι πρώτες ανταρτικές ομάδες.
Αυτές τις μικρές κι άτακτες στην αρχή ομάδες άρχισα να οργανώνω σε τακτικά κι αξιόμαχα ανταρτικά σώματα με τη μακρά πείρα που είχα αποκτήσει απ' τον αγώνα μας στη Μακεδονία. Τα σώματα αυτά γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Κι αφού απέκτησαν άξιους και εμπειροπόλεμους αρχηγούς, που εγώ ο ίδιος τους έδινα το χρίσμα, εξελίχτηκαν σε πραγματικά στρατιωτικά σώματα, που είχε το καθένα υπό την προστασία του και την απόλυτη δικαιοδοσία του ένα τμήμα της επαρχίας.

*(Θρεψιάδου-Μπέλλου Αντιγόνη, «Μορφές Μακεδονομάχων και τα ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», Αθήνα 1984.)]

Αλλά και πριν από το 1914 έχουμε τα πρώτα άτυπα αντάρτικα σώματα, ιδιαίτερα στο δυτικό Πόντο. Στο διάστημα 1912-1914 τα ελληνικά χωριά της περιοχής Σαμψούντας γέμισαν από Τούρκους πρόσφυγες, από χώρες της Βαλκανικής, οι οποίοι ζητούσαν να εγκατασταθούν εκεί. Αποτέλεσμα, η αντάρτικη αντίδραση των Ελλήνων της περιοχής, με τις οδηγίες του Καραβαγγέλη, για να ματαιωθεί αυτή η εγκατάσταση.


  • Στόχος της δημιουργίας αντάρτικου για την περίοδο 1914-1918
1) Αυτοπροστασία φυγόστρατων, λιποτακτών, καταδιωκόμενων.
2) Προστασία χωριών και άμαχου πληθυσμού.
3) Εκδίκηση - τιμωρία Τούρκων για τα εγκλήματα που διέπρατταν.


  • Περίοδος 1919-1923
Οι πιο πάνω επιπτώσεις αυτές ,γίνονται πολύ πιο δυσμενείς και εξοντωτικές.
Ιδιαίτερα μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (2 Μαΐου 1919), η μανία των Τούρκων να εκδικηθούν τους Έλληνες συμμάχους της Αντάντ αλλά και η αρχική αδυναμία τους να σταματήσουν τη νικηφόρα προέλασή τους στα ενδότερα της Μ. Ασίας, οδήγησαν την περιοχή του Πόντου στη χειρότερη μοίρα και διαμόρφωσαν τις πιο απάνθρωπες συνθήκες γενοκτονίας. Ο Πόντος είναι πια έρμαιο στις ανεξέλεγκτες ληστρικές συμμορίες του Τοπάλ Οσμάν.
Συγκεκριμένα, η αντίδραση κατά της γενικής επιστράτευσης αρχίζει με τη νόμιμη εξαγορά της στράτευσης από τους έχοντες και τους ευπόρους. Στη συνέχεια, όταν το μέτρο αυτό καταργείται,περνά στην αθέμιτη αποφυγή της στράτευσης (φυγόστρατοι, απόκρυψη σ' όλο το διάστημα του πολέμου), για να προχωρήσει κατόπιν στη λιποταξία. Από τους λιποτάκτες άλλοι καταφεύγουν στην Ελλάδα, άλλοι στη Ρωσία και άλλοι συγκροτούν ή επανδρώνουν τις αντάρτικες ομάδες, στις οποίες, εννοείται εντάσσονται οι οποιοιδήποτε φυγόστρατοι και καταδιωκόμενοι, ακόμη και μουσουλμάνοι, αντικεμαλικοί, ιδιαίτερα οι Κιρκάσιοι και οι Κούρδοι. Πάντως, ο συστηματικός αντάρτικος αγώνας αρχίζει το 1914, οπότε η Τραπεζούντα καταλαμβάνεται από τους Ρώσους. Από κει και πέρα τα αντάρτικα σώματα του Πόντου ενισχύονται σημαντικά από τις ρωσικές δυνάμεις του Αν. Πόντου σε όπλα, μεταφορικά μέσα, κτλ. 


  • Στόχος της δημιουργίας αντάρτικου για την περίοδο 1919-1923
Στόχος, κατεξοχήν εθνικός. Μετά τη Συνθήκη της Ανακωχής (Ο­κτ. 1918) και, ιδιαίτερα, μετά την απόβαση στη Σμύρνη (Μάιος 1919), όλοι οι παράγοντες του Πόντου (Πολιτικοί, Εκκλησία, Αντάρτικα), αλλά και ο οργανωμένος Ελληνισμός της Ν. Ρωσίας και του Καυκάσου, δραστηριοποιούνται και κατευθύνουν τις ενέργειές τους προς το όραμα της Δημοκρατίας του Πόντου. Μετά το Παμποντιακό Συνέδριο της Μασσαλίας (Ιαν. 1918), όλοι κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Επομένως και τα Αντάρτικα του Πόντου κινούνται, από δω και πέρα, πάνω σ' αυτή τη γραμμή. Αποτελούν, μάλιστα, την ένοπλη δυναμική και προπαρασκευή για τον υψηλό αυτό εθνικό στόχο, την ένοπλη συστράτευση, παράλληλα με τις οργανωμένες πολιτικές κινητοποιήσεις. Θυμίζουμε ότι στις 25 Μαρτίου 1919 συγκροτείται το πρώτο Εθνικό Συμβούλιο, η πρώτη άτυπη κυβέρνηση της Δημοκρατίας του Πόντου.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης
Αμέσως μετά την εγκατάσταση του στην Τραπεζούντα ο Στρατηγός των Ρωσικών στρατευμάτων Λιαχώφ με επιστολή του που απευθύνεται στον Μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό Καραβαγγέλη,καλεί να έρθουν στην Τραπεζούντα όλοι οι οπλαρχηγοί του Δυτικού Πόντου.Την επιστολή του Στρατηγού στους αντάρτες την διαβίβασε ο Επίσκοπος Πάφρας,Ευθύμιος Αγριτέλλης στις 18-19 Απριλίου του 1916 και στις 20 Απριλίου όλοι σχεδόν οι καπεταναίοι χρησιμοποιώντας Καΐκια από τις παραλίες της Σαμψούντας και της Πάφρας-Αλατσάμ πήγαν στην Τραπεζούντα και συγκεντρώθηκαν,σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους,σε ένα μεγάλο Σχολείο προφανώς στο Φροντιστήριο της
Τραπεζούντας,ήρθε εκεί ο ΡώσοςΣτρατηγός Λιαχώφ,ο προσωρινός Κυβερνήτης Κων.Θεοφυλάκτου,ο 

Στρατηγός Λιαχώφ,ο προσωρινός Κυβερνήτης Κων.Θεοφυλάκτου,ο Μητροπολίτης Χρύσαναθος και πολλοί Ρώσοι Αξιωματικοί.Τους προσκεκλημένους καπεταναίους ευχαρίστησε ο Στρατηγός και υποσχέθηκε σε αυτούς να τους ενισχύσει με όπλα,πυρομαχικά,
Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος
τρόφιμα,φάρμακα και ιματισμό για να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των Τούρκων μέχρι την οριστική κατάληψη και απελευθέρωση ολόκληρου του Πόντου.
Στην μεγάλη και ιστορική αυτή συνάντηση πήραν μέρος οι καπεταναίοι των περιοχών και των βουνών στα οποία έδρασαν στο διάστημα αυτό των δύο ετών και για την ιστορία οφείλουμε να αναφέρουμε και τα ονόματα αυτών,καθώς και την τοποθέτηση του καθενός χωριστά στο βουνό και το αρχηγείο όπου μπορούσε να δράσει.
Μετά από πρόταση του Στρατηγού και του Μητροπολίτη Χρύσανθου
όλοι 
οι συγκεντρωθέντες ενέκριναν δια βοής,τους :

    

  •      Για το Βουνό Νεπιέν Ντάγ
    1.Αντώνιο Χατζηελευθερίου ή Αντών Πασά ή Αντών Καραμπέγ,αρχηγό του   ΝεπιένΝτάγ ως Γενικό Αρχηγό όλων των αντάρτικων τμήματων του Δυτικού Πόντου,μάλιστα δε ο Ρώσος Στρατηγός τοποθέτησε στο κεφάλι του Αντώνη και ένα καπέλο Κοζάκου Αξιωματικού με ένα μεγάλο σταυρό ή αστέρι που είχε μπροστά στο καπέλο.

    2.Τον Ηλία Πάνου του Γρηγορίου,τον δημοδιδάσκαλο και γραμματέα του Αντώνη,τον τοποθέτησαν ως Γενικό Γραμματέα όλων των ανταρτών του Δυτικού Πόντου.
    Ορίστηκαν επίσης :

    3.Αρχηγός του βουνού Νεπιέν Ντάγ,ο Ιπποκράτης Δεδέογλου ή Ιππόκ και καπεταναίοι οι :
    4.Ταγκάλ Γιώργης Παπάζογλου
    5.Χατζηγιώργης Καραβασίλογλου-Ορφανόπουλος
    6.Γαμανλού Σταύρη Αγάς
    7.Σαρουτσίδης Γεώργιος ή Αντίκ Γιώργης
    8.Τσαβλίδης Ανάστασιος ή Γοτσά Αναστάς ή Νικολούν Αναστάς
    9.Ατές Κωνσταντίν
    10.Δεληογλάνογλου Κων/νος
    11.Ακ Τεκελί Αλέκος
    12.Παπαδόπουλος Βασίλειος Ιωάννου-Γαμανλού Γοτζά Βασίλ
    13.Γαμανλού Σταύρη Αγάς
    14.Παπαδόπουλος Σωκράτης ή Σωκράτ Αγάς
    15.Εγριπελλί Αναστάσιος


    • Για το βουνό Γιούνταγ (Πάφρας)
    16.Αρχηγός Παπαδόπουλος Ιορδάνης ή Καραγιορτάν
    17.Ουζουνίδης Δημοσθένης ή Τελή Τιμός
    18.Λευκιδης Ιωάννης ή Γαβαχλοόν Γιάννης
    19.Ταστόγλου Σάββας ή Γαράσαββας
    20.Καραηλίας ή Πίτς Ηλίας
    21.Καρασαββίδης Νικόλαος ή Ιστιλίν Νικόλας
    22.Τσουρουκίδης Κυριάκος ή Γαράτσοπαν
    23.Αβραάμ Χοτζάς (Δάσκαλος Αβραάμ)
    24.Ακ Τεκελί Αλέκος
    25.Τσοραχλού Σταύρος
    26.Τομπάκογλου Ιωσήφ ή Τσολάκ Γιεσήφ
    27.Δεμερτζίδης Κυριάκος ή Τοπάλ Γιορτανίν Κυρεέ
    28.Χατζηθεοδωρίδης Παναγιώτης ή Ασλάν
    29.Παναγιωτίδης Νικόλαος Βασιλ.Ουζούν Βασιλίν Νικόλα
    30.Τσοπάνογλου Αγάπιος

    •     Για το Βουνό Αγιού Τεπέ (Σαμψούντας)
    35.Καραϊστίλ Σιδηρόπουλος
    36.Απονοζίδης Γεώργιος ή Απονόζ Γιώργης
    37.Χασιαρής Ιορδάνης
    38.Καραϊσαρλής Ιωάννης ή Τεληγιαννές
    39.Φωστηρίδης Κυριάκος ή Γαπαλάχ Κυριάκος

    •    Για το Βουνό Κοπτσή Ντάγ (Γάβζας)
    40.Αρχηγός Τσαουσίδης Βασίλειος ή Πίτς Βασίλ,στον οποίο ο στρατηγός Λιαχώφ του δώρισε ένα μεγάλο σπαθί Ρώσου Αξιωματικού,
    41.Σταυρίδης Συμεών ή Χαμπιλιϊν Συμεών Αγά
    42.Καπουτσίδης Αβραάμ (Γοτζαχαφανίν Αβράχ)
    43.Αβραμίδης Λάζαρος ή Τελή Λαζίκ
    44.Καρυπίδης ή Καρύπογλου Αντύπας
    45.Κωνσταντινίδης Θεόδωρος ή Τοπάκ Παρμάκ

    •    Για το Βουνό Ταφσάν Ντάγ (Βεζίρ Κιοπρού-Μερζιφούντας)
    46.Αρχηγός,Παπαδόπουλος Κυριάκος ή Κισά Μπατσάκ (Κοντοπόδης),τον οποίο όρισαν στην Τραπεζούντα οι Καπεταναίοι και ο Ρώσος Στρατηγός ως υπαρχηγό του Γενικού Αντών Καραμπέγ.
    47.Σακαλίδης Κων/νος ή Κωνσταντίν Τσαούς
    48.Ασλανίδης Παύλος
    49.Τουτουντζή Χάμπος
    50.Γαβηϊλίδης Κώστας ή Γοτζά Εσχιάς
    51.Σουρουτσουκλού Λεφτέρ Χοτζά

    •    Για το Βουνό Κοτζά Ντάγ-Τόπ Τσάμ (Έρπαα)
    53.Γιακώφ Αγάς
    54.Παπαδόπουλος Σωκράτης ή Τελή Σωκράτ
    55.Αράπογλου Αναστάσιος ή Αραποόν Αναστάς
    56.Δεληγιαννίδης Θεοφάνης του Ευσταθίου
    57.Παπαδόπουλος Μιχαήλ ή Μιχάλ Αγάς

    • Για το Αρχηγείο Ακ Ντάγ Ματέν
    58.Αρχηγός,Ιωαννίδης Ευάγγελος ή Ελβάν Μπέης
    59.Χατζησάββα Χαράλαμπος Χαμδή Βέης – Κοντοβραχιονίδης-Κολούκισα
    60.Αναστασιάδης Κων/νος ή Τσόλον
    61.Θεοδωρίδης Ευστάθιος του Λακάς

    Όλοι οι παραπάνω αναφερθέντες μεγάλοι καπεταναίοι του Ποντιακού Αντάρτικου στον Δυτικό Πόντο,αλλά και πολλοί άλλοι που δεν καταγράφονται στην παρούσα εξιστόρηση μας,αποτέλεσαν τον πυρήνα στη μεγάλη προσπάθεια και ευχή όλων των Ποντίων για τη δημιουργία του ανεξάρτητου τμήματος προς τα παράλια του Ευξείνου Πόντου που θα αποτελούσε στη συνέχεια και την ανεξάρτητη Δημοκρατία του Πόντου.Μετά τις υποσχέσεις του Ρώσου στρατηγού και την κατανομή των αρμοδιοτήτων κάθε καπετάνιου,αναπτερώθηκαν οι ελπίδες για την συνέχιση της προέλασης των Ρώσων μέχρι της οριστικής κατάληψης ολόκληρης της περιοχής του Πόντου και την απελευθέρωση των δεινός δοκιμαζόμενων ανθρώπων του Δυτικού Πόντου.Με αυτές τις ελπίδες επέστρεψαν στα λημέρια τους και συνέχισαν τον απελευθερωτικό αγώνα τους,κατά των Τούρκων τυράννων.


    • Αντάρτες από το Έρπαα την περίοδο 1916-1922 περιοχής καταγωγής των κατοίκων του Βατολάκκου Γρεβενών

    1.Αμοιράς Χαράλαμπος ή Κούρτος Έρπαα
    2.Αναστασιάδης Ιορδάνης Ερπαα
    3.Απανόζ Γιώργης από Ταζλή
    4.Απατζόγλου Χατζηχρήσης
    5.Αράπογλου Αναστάση Χατζητριανταφυλλίδης από Τέκια ή Τεκέαραν
    6.Ασλανίδης Γιάννης από Κιζουλτερέν και ο αδερφός του 
    7.Ασλανίδης Σάββας από Κιζουλτερέν
    8.Βασιλειάδης Σάββας
    9.Βελεβές Τριαντάφυλλος 
    10.Γαραγιουβάν
    11.Γαράφιλος ή θεόφιλος Χατζηευσταθιάδης Γαράταγης
    12.Γασάπης Χαράλαμπος Τσερτιλή
    13.Γελαστόπουλος Απόστολος
    14.Γελαστόπουλος Ιωάννης
    15.Γελαστόπουλος Λεόντιος
    16.Γιακώφ Αγάς Σορχούν
    17.Γουτζόγλου Μιχαήλ
    18.Γρηγοριάδης Ισαάκ
    19.Δεμερτζίδης Χαράλαμπος Κόλοου
    20.Δεληγιαννίδης Θεοφάνης του Ευσταθίου Ίσκιλη
    21.Δεληγιαννίδης Χαράλαμπος
    22.Δημήτογλου 
    23.Ηλεκίμ Γιώργη Αγάς
    24.Ιντοεσούλογλου Κώστας
    25.Ιωαννίδης  Γεώργιος
    26.Ιωαννίδης Μιχαήλ
    27.Καγιόγλου Αιμίλιος
    28.Καμερίδης Δημήτριος
    29.Καπετάν Ισαάκ Αγά
    30.Καπετάν Καίσαρας
    31.Καρανατίδης Θεόδωρος
    32.Καραπαντελίδης Γιάνκος
    33.Καρυπίδης Αναστάσης
    34.Καρυπίδης Ευστάθιος
    35.Κασπίκ Σταύρος
    36.Κολετσενίδης Θεόφιλος ή Φικός Αγάς Σορχούν
    37.Κολιουνού Παύλος Αγά (Παπαδόπουλος)
    38.Κόρ Μιλτίκ
    39.Κοτζά Γκιόλ Αγά
    40.Κοτόγλου Ιωάννης
    41.Κουζλουχτσού Βασίλ Αγά
    42.Κουμουλούν Στάθη
    43.Κουρτσόγλου Μιχαήλ Έρπαα
    44.Κυριλίδης Λάζαρος ή Λαζάραγας Ασαρτσούκ
    45.Κωνσταντινίδης Γεώργιος
    46.Λεφτέρ Χοτζά Χατζηπικλίκ
    47.Μαυρίδης Κων/νος ή Γαράκοτας Γουζουλτερέν
    48.Μεγαλομύστακας (Κοτζαπουγιούκ) Γεώργιος
    49.Μελίκ Αγάς Τσέρτεγιν
    50.Μέρκογλου Παρασκευάς Έρπαα
    51.Μουμτζόγλου Πέτρος
    52.Μουμτζόγλου Στυλιανός
    53.Μουρατίδης Αναστάσιος
    54.Μπαϊρακτάριδης Μελέτιος
    55.Ναβροζίδης θεόδωρος
    56.Παναγιωτίδης Κώστας ή Τσάκαλος Τέβ Κιρίς
    57.Παπαδόπουλος Αναστάσιος ή Κοτσά Αναστάς ο Αρχικαπετάνιος Εντίκ Πουνάρ
    58.Παπαδόπουλος Κων/νος ή Κώστη Αγάς ή Επεσλί Κώστης
    59.Παπαδόπουλος Μιχαήλ ή Μιχάλ Αγάς Τσερτεγίν
    60.Παπαδόπουλος Τελή Λάζαρος
    61.Παπαδόπουλος ή Κασαπίδης Χαράλαμπος
    62.Παπούλ Αγάς
    63.Παυλόγλου Ιωάννης Γουζουλτερέν
    64.Πετίμηε Φώτης
    65.Πιτή Τομήτ Τσέρτι
    66.Σαββίδης Περικλής
    67.Σαρχοσούν Ισαάκ
    68.Σαββίδης Σάββας Έρπαα
    69.Τεκτονίδης Αναστάσιος
    70.Τελή Σωκράτ Λαδίκ
    71.Τοπίδης Αλέξης Χατζηλαζάρ
    72.Τοχαλού Ποτός Αγά 
    73.Τοχαλού Πελιτσάν
    74.Τσακίρ Ελευθέριος Γαλλιόν
    75.Τσακίρης Μιχαήλ
    76.Τσακιρίδης Γεώργιος ή Τσαχίρ Αγάς Κολτσίκ
    77.Τσαλικίδης Αναστάσιος ή Καπετάν Τσαλίκ Σαρλή Ταρλά
    78.Τσαουσίδης Θεοδόσιος
    79.Τσαουσίδης Λεφτέρης
    80.Τσαουσίδης Νίκος
    81.Τσαουσίδης Μελίκ Σεραφείμ
    82.Τσαουσίδης Παύλος ή Παυλή Αγάς Κολέου
    83.Τσαουσίδης Σταύρη,Αγάς
    84.Τσαχίρ Τελή Μιχάλ
    85.Τσενιγάν Απόστολος
    86.Τσενίκ Αναστάς
    87.Τσεντόγλου Γιωρίκας ή Γιώργη Αγάς και Φώτης Ταγλή
    88.Τσερκέζης Γεώργιος
    89.Τσερκέζης Θεόδωρος
    90.Τσερτιουνού Κωνσταντίν
    91.Χατζηπαυλίδης Δημήτριος 
    92.Χατζηπαυλίδης Θεόφιλος ή Φιλός Αγά
    93.Χατζηπαυλίδης Φίλιππος


    β) Ιδιαίτεροι λόγοι που ευνόησαν την ανάπτυξη και επέκταση του Αντάρτικου
    •          Στο δυτικό Πόντο
    Ο δυτικός Πόντος έχει υποστεί το σκληρότερο διωγμό. Θυμίζουμε ότι από την Αμισό (Σαμψούντα) έχουν πραγματοποιηθεί εννέα (9) αποστολές μαζικών εκτοπισμών, άλλες τόσες από την Πάφρα, και έξι από το Αλατσάμ. Εξάλλου, η περιοχή της Αμάσειας πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Από ένα σύνολο 183.000 κατ., οι νεκροί ανέρχονται σε 134.078 άτομα, ποσοστό 73%. Η κατάσταση αυτή επέβαλε την ένοπλη αντίσταση και την αντάρτικη αντίδραση ως άμεση και επιτακτική ανάγκη. Σπουδαιότερα κέντρα αντίστασης: Αμισός, Πάφρα, Οινόη, Θέρμη (Τέρμε), Αμάσεια, Ορντού, Γάγγρα κ.ά.
    •         Στον ανατολικό Πόντο
    Στον ανατολικό Πόντο η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη στην περιοχή της Σάντας, με τα εφτά χωριά της. Η δημιουργία των αντάρτικων σωμάτων προέκυψε από την ανάγκη προστασίας αυτών των χωριών, που τα απειλούσαν και τα εποφθαλμιούσαν τα γειτονικά τουρκικά χωριά.

    γ) Σπουδαιότερες μάχες στο δυτικό Πόντο

    1) 16/11/1916, όρος Αγιού τεπέ: Ύστερα από σύγκρουση των ανταρτών του Παντέλ Αγά με χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες, σκοτώθηκαν 119 στρατιώτες και 8 αξιωματικοί και σώθηκαν χιλιάδες γυναικόπαιδα που συνόδευαν το αντάρτικο σώμα.

    2) Το «Αρκάδι του Πόντου»*: Τέλη του 1917, στο σπήλαιο της Παναγίας (νότια της Πάφρας), έχομε το ολοκαύτωμα των υπερασπιστών αυτού του σπηλαίου για την αποτροπή της ομαδικής ατίμωσης των γυναικών. Το «Αρκάδι» της Κρήτης (1866) έχει τη συνέχειά του στον Πόντο, πενήντα, περίπου, χρόνια αργότερα.

    3) 7/7/1921: Ο αντάρτης Ιστύλ Αγάς σώζει 6.000 γυναικόπαιδα από τα στίφη του Τοπάλ Οσμάν.


    4) 1921-1922: Οι μάχες είναι συνεχείς.

    *Το Αρκάδι του Πόντου

    Στην Κρήτη, ο Κώστας Γιαμπουδάκης, τη στιγμή που οι Τούρκοι έμπαιναν στη Μονή του Αρκαδίου, πυροβολεί στην πυριτιδαποθήκη και όλοι μαζί, Έλληνες και Τούρκοι, τινάζονται στον αέρα. Έτσι γράφτηκε μια ακόμα εποποιία του Ελληνισμού. Ήταν μια ηρωική πράξη. Μια απόφαση της στιγμής ενός παλικαριού. Το ολοκαύτωμα έμεινε στην ιστορία, φωτίζοντας τον ορίζοντα της φυλής.
    Το ίδιο έγινε και στο Σούλι και αλλού με τους: Σαμουήλ, Καψά­λη, Βρατσάνο, Γεωργάκη Ολύμπιο κ.ά. Αυτό όμως που έγινε στον Πόντο δεν έχει ξαναγίνει πουθενά. Να τι μας παραδίνει η ζωντανή ακόμα μέχρι τις μέρες μας παράδοση:            Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με εξακόσια και πλέον γυναικόπαιδα τελείωσαν. Άλλη λύση δεν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση.«Υπάρχει κι άλλη λύση», φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. «Θα παραδώσουμε τα πτώματά μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλον για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα».Κοιτάζονται τα παλικάρια ίσια στα μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Τη δέχονται όλοι, αφού θα σωθούν 650 περίπου γυναικόπαιδα. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη.
    «Θα μας σκοτώσεις όλους και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς και εσύ».Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρυα στα μάτια. Οι θρήνοι των γυναικών και τα κλάματα των παιδιών έρχονται στ' αυτιά τους σα μοιρολόγια. «Για την πίστη και την πατρίδα μας», λέει με συγκινητική και βροντερή φωνή ο αρχηγός.Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής του σπηλαίου πέφτει. Ύστερα άλλος κι άλλος κι άλλος. Φτάνει στα δύο του παιδιά, σταματάει λίγο, τα κοιτάζει κατάματα, βλέπει τα θαρραλέα μάτια τους και ύστερα ρίχνει. Δεν ξέρει πια τίποτα. Δε βλέπει. Ρίχνει συνέχεια. Ύστερα σταματάει για λίγο. Αρπάζει ένα άσπρο πανί το καρφώνει στο ξίφος του και το σηκώνει ψηλά.         Οι Τούρκοι βλέποντας την άσπρη σημαία τους αλαλάζουν από τη χαρά τους.«Γιασασίν, γιασασίν, τεσλίμ γκιαουρλάρ», ακούγονται οι ζητωκραυγές τους. Πλησιάζουν οι Τούρκοι. Να, ένας τσετές ανεβαίνει κιόλας προς το σπήλαιο. Ο Ταγκάλ Γιώργης κοιτάζει την κάννη του περιστρόφου του και ύστερα πιέζει τη σκανδάλη. Ο τελευταίος των γενναίων υπερασπιστών πέφτει μαζί με τη λευκή σημαία του. Οι άντρες, οι Έλληνες, είναι όλοι νεκροί. Για την τύχη των γυναικόπαιδων το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι έγιναν έρμαια της άγριας βουλιμίας των βαρβάρων της Ανατολής. Και το ολοκαύτωμα αυτό έμεινε στην αφάνεια και διασώθηκε μόνο στην παράδοση.
    (Αχιλ. Ανθεμίδη, «Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24».)

    ΠΗΓΕΣ: 
    ΕΠΙΣΗΣ:Από Kotsari.com του Βασίλη Πολατίδη 

    Ο Κοτζά Αναστάσ'
    ΑΝΤΑΡΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ (1915-1922)

    Ήταν ένοπλα σώματα που δημιουργήθηκαν εξ' αρχής σαν αναγκαία λύση αυτοάμυνας των Ποντίων απο τις καταπιέσεις των Τούρκων, και αργότερα ως αυτοσκοπός για τη δημιουργία της ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.
    Για να αποφύγουν τη στράτευση τους οι Πόντιοι στα αμελέ ταμπουρού επειδή γνώριζαν τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν σ' αυτά, και πως σκοπός των Τούρκων ήταν η εξόντωση του Ποντιακού και Αρμενικού στοιχείου, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στα βουνά και στα δάση.
    Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι πρώτοι πυρήνες των αντάρτικων ποντιακών σωμάτων.
    Μεγάλη ώθηση στην ενίσχυση των ομάδων αυτών έδωσε η τουρκική κυβέρνηση δια του τότε υπουργού εσωτερικών Ταλαάτ πασά (1874-1921), όταν εξέδωσε διάταγμα δια του οποίου έπρεπε όλοι οι Πόντιοι να παραδώσουν κάθε είδους οπλισμό που βρισκόταν στην κατοχή τους.
    Τα αποσπάσματα της χωροφυλακής βιαιοπραγούσαν, βασάνιζαν, ατίμαζαν και δεν δίσταζαν να σκοτώσουν όποτε δεν έβρισκαν οπλισμό στα χέρια των Ποντίων.
    Υπό αυτές τις συνθήκες πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ανέβουν στα βουνά, στη συνέχεια μάλιστα να επανδρώσουν τα αντάρτικα σώματα.
    Σε αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και όλη η καταπίεση που επικρατούσε από πλευράς των ντερέ-μπέηδων κατά των Ποντίων που τους ανάγκαζε να πάρουν τα βουνά για να σώσουν της ζωή τους και να ζήσουν ελεύθεροι.
    Τα Ποντιακά αντάρτικα σώματα αναπτύχθηκαν κυρίως στον δυτικό Πόντο, στην Πάφρα, στην Αμισό, και στην Τοκάτη. Στον ανατολικό Πόντο δρούσε το αντάρτικο της Σάντας με κορυφαίο αρχηγό, τον ξακουστό Ευκλείδη Κουρτίδη.
    Σκοπός κάθε αντάρτικης ομάδας ήταν η προστασία των χριστιανών της περιοχής τους από κάθε αυθαιρεσία των Τούρκων.
    Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμισού τότε, ανεβάζει τον αριθμό των Ποντίων ανταρτών στις 20 000.
    Πολλές φορές συγκρούστηκαν με τακτικές ομάδες του τουρκικού στρατού σε τακτικό πεδίο και μάλιστα με επιτυχία, σε πολύωρες και πολύνεκρες μάχες. Κράτησαν την αντίσταση ως την ανταλλαγή και έσωσαν από βέβαιη σφαγή χιλιάδες γυναικόπαιδα και άμαχους, ματαιώνοντας τα τουρκικά σχέδια για την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών.
    Την ανώτατη εξουσία την είχε ο οπλαρχηγός (τσετέμπασης).Πολλές φορές ο οπλαρχηγός είχε έναν ή και δύο υπαρχηγούς. Όλοι οι οπλαρχηγοί είχαν γρήγορους συνδέσμους μεταξύ τους και στις δύσκολες ώρες συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους χτυπώντας το εχθρό κατά μέτωπο και από τα πλάγια. Σε μερικές περιπτώσεις συγκροτούσαν Γενικό Αρχηγείο που είχε το γενικό πρόσταγμα για ολόκληρη την επιχείρηση.
    Πολύ συχνά ίσχυε ο θεσμός των συμβουλίων των αρχηγών, για τη λήψη σπουδαίων αποφάσεων, όπως λ.χ. την άμυνα ή τη φυγή σε πιο ασφαλή καταφύγια, τη λήψη μέτρων για αντίποινα κ.ά.
    Οι προμήθειες τους στην αρχή προέρχονταν από αρπαγές των τουρκικών περιουσιών, αργότερα από φορολογίες στις περιοχές επιρροής τους.
    Εκτός των υποζυγίων χρησιμοποιούσαν το σώμα των μεταφορέων που ήταν άοπλοι αντάρτες που κουβαλούσαν τρόφιμα και πυρομαχικά, οι λεγόμενοι σελεκτσήδες από το τουρκικό σελέκ που σημαίνει φορτίο, δέμα.
    Η γλώσσα ομιλίας των ανταρτών ήταν η ποντιακή διάλεκτος. Η στρατιωτική ορολογία που χρησιμοποιούσαν ήταν στην τουρκική γλώσσα, έτσι έχουμε τα αξιώματα των Ποντίων ανταρτών ως εξής:

    Βασίλ' αγάς,
    Ιστύλ' αγάς (Στέλιος Κοσμίδης),
    Κοτζά Αναστάς (Αναστάσιος Παπαδόπουλος) κ.ά

    Πολύ μεγάλη είναι η συμβολή των Ποντίων γυναικών στους αγώνες για την ελευθερία.

    Μάνες, αδελφές και σύζυγοι των ανταρτών πλήρωσαν πολύ ακριβό τίμημα μιας και οι τούρκοι εφάρμοζαν τον θεσμό των αντιποίνων.
    Παράδειγμα γυναικείου ηρωισμού αποτελεί εκείνο των 300 γυναικόπαιδων της Σάντας που κλείστηκαν σε σχολείο και στην κυριολεξία, τσάκισαν στο ξύλο δέκα τσανταρμάδες (αγροφύλακες) οι οποίοι παραβίασαν τη νύχτα την πόρτα του σχολείου για να βιάσουν τα κορίτσια.
    Τα Ποντιακά αντάρτικα σώματα αγωνίστηκαν υπέρ βωμών και εστιών με πάθος για την ελευθερία, για τη διαφύλαξη της τιμής, με σύνθημα το αρχαίο «ή ταν ή επί τας», χωρίς να έχουν τη βοήθεια άλλου λαού ούτε αυτής της μητροπολιτικής Ελλάδας, παρα μόνο την βοήθεια του Χριστού την οποία επικαλούνταν.
    Μόνοι τους δημιούργησαν στα σκληροτράχηλα βουνά του Πόντου, την εποποιία τους, που στόχευε πρώτα στην άμυνα και αργότερα στην εμφάνιση του θέματος της ανεξαρτησίας του Πόντου και στην απελευθέρωση του πάτριου εδάφους.
    Συμπαραστάτες στους Έλληνες Πόντιους αντάρτες υπήρξαν οι ελληνικοί πληθυσμοί , η εκκλησία, κλήρος και λαός, και όλα τα μοναστήρια.

    Μεγάλη ήταν η συμβολή και η υποστήριξη ορισμένων τουρκικών πληθυσμών, (των αντικεμαλικών), που πολλές φορές βοήθησαν και παραστάθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους.
    Ο Κιουτσούκ Αλή Χατζόγλου που πολέμησε με τα 39 παλικάρια του (τούρκους), μαζί με τους αντάρτες της Σάντας εναντίον του άσπονδου εχθρού των Σανταίων, Χατζή Σαρόγλου,
    Και ο Χακκή Ισμαήλ Εφέντης αξιωματικός της χωροφυλακής που κράτησε την τάξη και ασφάλεια των Σανταίων και καταδίκαζε κάθε άτακτο και παρείσακτο τούρκο στη Σάντα.
    Συμπαράσταση οι αντάρτες του Πόντου βρήκαν και από τα χωριά των Κιζιλμπάσηδων *(ερυθροκέφαλων) και των Κιρκασίων**, που τροφοδοτούσαν τα αντάρτικα σώματα με τρόφιμα και πολύτιμες πληροφορίες.


    Κατά του Ποντιακού αντάρτικου (που θεωρούσε συμμορία), στράφηκε η Σοβιετική Ρωσία βοηθώντας την κεμαλική κυβέρνηση υλικά, πολιτικά και στρατιωτικά.

    Τα στρατεύματα των ανταρτών τα αποτελούσαν απλοί και άλλοτε αγράμματοι άνθρωποι, ήρωες όμως στην ψυχή και με ελεύθερο πνεύμα.Ίδιοι με αυτούς τους ήρωες της επανάστασης του 1821, οι οποίοι έγιναν αδριάντες, προτομές, έργα τέχνης, αγάλματα, που τιμήθηκαν και τιμούνται ζώντας μέσα στη μνήμη των απογόνων τους.
    Τι έγινε όμως με αυτές τις αδούλωτες ψυχές των Ποντίων ανταρτών;
    Αγωνίστηκαν μέχρις τελευταίας αναπνοής και έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για του Χριστού την πίστη την αγία και για της πατρίδος της ελευθερία.Λείπουν από τις σελίδες της επίσημης ιστορίας και οι νέες γενιές Ποντίων ίσως δεν μάθουν ποτέ την ρίζα τους, την καταβολή τους.
    Ζούν όμως στη μνήμη και στη συνείδηση του Ποντιακού λαού.

    Παρακάτω αναφέρω επιπλέων Έλληνες Πόντιους οπλαρχηγούς και καπεταναίους :



    Αντύπα Καρά Iστύ
    Αράπογλου Γεώργιος          αδέρφια
    Αράπογλου Κωνσταντί­νος       >>
    Αράπογλου Μωυσής                >>
    Ασλανίδης
    Αχτακιλή Αλέ­κος
    Βελής Μουτά
    Γερονόσογλους
    Δεκλή Λογακλή Αναστάσης
    Δελησωκράτης Βασ.
    Δεληογλανίδης ή Δελκογλανίδης
    (Μαυροκύσλας)
    Δόκτωρ Γιωργής
    Ιορδάνης
    Καδήογλου Αιμίλιος
    Καλαϊδόπουλος Γιώργος
    Καλπάκης Γεώργιος
    Καμουλή Στάθης
    Καπετάν Αναστάσης
    Καραϊσαλίδης Παντελής
    Καρακότας Κωνσταντίνος (κα­πετάν Κωνσταντίνος)
    Κεμερίδης Δη­μήτριος
    Κεχαγιάς Γεώργιος
    Κοντοβραχιονίδης Χαράλαμπος (Χαρδή Μπέης)
    Κοσμίδης Στέλιος (Ιστύλ Αγάς)
    Κουλτσενίδης Θεόφιλος
    Κωστά αγάς
    Μάζαλης Αβραάμ
    Μερτιόγλου Παρασκευάς
    Μπαρμπαζαχαρέας
    Νικολού Αναστάς
    Παπαδόπουλος Κυριάκος
    Παυλόπουλος Ιωάννης
    Πολίτας Τσομπάνο
    Σαββίδης Α. Σάββας
    Σαρήγιαννες Σαρχοσούν Φιλός
    Σιδέογλου Ιπποκράτης (Δεδέογλου????)

    Σιδηρόπουλος (Καραϊστίλ?)
    Στυλιανός (Κισά-Μπατζάκ)
    Συγκύρογου (η οικογένεια)
    Ταστσόγλου Σάββας
    ΤοπάλΕσκιέ Ιωάννης
    Τσακήρ Γαλλιόν
    Τσακίρης Γεώργιος (Δεληλάζαρος)
    Τσατάλμπασης Σάβ­βας
    Τσαουσίδης Βασίλης (ΠίτσΒασίλ’)
    Τσιλιγκτάρηδες (οικογένεια)
    Τσοραχλή Ναούμ
    Τσοραχλή Στράτος
    Χαραλαμπίδης Ανέστης
    Χαραλαμπίδης Δημήτρης
    Χαραλαμπίδης Θεόδωρος
    Χαρίτογλου

    [Σημείωση του "Πατρίδα μας είναι ο Πόντος":

    *Κιζιλμπασήδες:
    Φυλή ακαθόριστης καταγωγής, που ζει στην Τουρκία (Άγκυρα, Ικόνιο και Σεβάστεια). Η ονομασία τους προέρχεται από την τουρκική λέξη κιζιλμπάς, που σημαίνει κοκκινοκέφαλος. Οι Τούρκοι τη θεωρούν κατώτερη φυλή, ενώ υποθέτουν ότι έχει περσικές καταβολές. Οι Κ. δεν έρχονται σε επιμειξία με τους μουσουλμάνους, ενώ έχουν ιδιαίτερα θρησκευτικά έθιμα, που θυμίζουν τη λατρεία της Αστάρτης. Η φυλή αριθμεί περίπου 500.000 άτομα.
    **
    Κιρκάσιοι
    (ρωσ. Cherkesy). Λαός του Καυκάσου. Ονομάζονται επίσης Τσερκέζοι Αδιγέοι (Αδιγκαίοι). Πρωτοεμφανίστηκαν στο Κουμπάν τον 8o αι. μ.Χ.Ασπάστηκαν τον ισλαμισμό και, όταν ολοκληρώθηκε η εγκατάστασή τους, χωρίστηκαν σε διάφορες ομάδες, οι κύριες από τις οποίες ήταν δύο, οι Αδιγέοι (γνήσιοι Κ.) και οι Καμπαρντίνοι (Άνω Κ.). Οι δυτικοί Κ. συγκρότησαν μικρές ηγεμονίες, με ηγεμόνες διορισμένους από τη ρωσική κυβέρνηση. Η εξάρτηση από τους Ρώσους προκάλεσε την αντίδραση των Κ., γι’ αυτό και σημαντικός αριθμός τους αρνήθηκε να ασπαστεί τον χριστιανισμό και προτίμησε να μεταναστεύσει στην Τουρκία, όπου εγκαταστάθηκε σε παραμεθόριες περιοχές της Μικράς Ασίας. Η μετανάστευση των Κ. του Καυκάσου της Ρωσίας συνεχίστηκε έως το 1864. Συνολικά 500.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της ασιατικής Τουρκίας. Εκείνοι που παρέμειναν στα εδάφη τους συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα του Άνω Κουμπάν και συμβίωσαν με άλλες φυλές. Μετά την ελληνική Μικρασιατική εκστρατεία, μικρός αριθμός Κ., οι οποίοι πολέμησαν με τον ελληνικό στρατό, εγκαταστάθηκε στη δυτική Θράκη. Σήμερα, οι Κ. που παρέμειναν στον Καύκασο είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στις αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσίας, Αδιγέα και Καρτσάγεβο-Κιρκασία. Βλ. λ. Αδιγέας, Δημοκρατία.]




















    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ "

    Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

    ΤΑΜΑΜΑ (Η ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ)

    ΤΑΜΑΜΑ....Η ιστορία που έγινε βιβλίο(από τον Γεώργιο.Ανδρεάδη)και κατόπιν ταινία από την yesim Ustaoglu σε συνεργασία με τον Πέτρο Μάρκαρη......
    Το βιβλίο ΤΑΜΑΜΑ βραβεύτηκε στηνΚωνστα-­
    ντινούπολη, με το βραβείο ΑμπντήΙπεκτσή το 1992
    Η Τουρκικήέκδοση του βιβλίου ΤΑΜΑΜΑ το 1993, χρακτηρίστηκε σαν Best SeJer ξένου βιβλίου στην Τουρκία με την διάθεση  ρεκόρ εκεί, 250.000 αντιτύπων.

    Ταμάμα-Ανδρεάδης
    ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΜΑΜΑ:
    "Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε.
    480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.
    Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
    Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Ανοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους:Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.)
    Ηταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό....
    Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο...38 ψυχές.
     "ΤΑ ΤΡΕΥΛΕΡ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ:
    ΤΑΜΑΜΑ-ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΕΦΑ
    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΤΑΜΑΜΑ (Η ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ) "

    Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

    7ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ

    ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ,ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ,ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ.ΦΕΤΟΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΘΑΜΠΩΣΑΝ!!!!           

    Στην μνήμη του αειμνήστου πρώην Μητροπολίτη Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, ο οποίος υπηρέτησε με αυταπάρνηση, μοναστική αυστηρότητα και ήθος τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία και πέθανε πάμπτωχος στην Αθήνα την 28η Σεπτεμβρίου 1949, ήταν αφιερωμένο το 7ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών που διοργάνωσε η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος το Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011 και ώρα 19.00 στο Πανεπιστημιακό Γυμναστήριο Κομοτηνής.                                                                        Στη φετινή διοργάνωση  λάβαν μέρος 1500 χορευτές μέλη των 400 σωματείων μας από όλη την Ελλάδα. Στόχος και της φετινής διοργάνωσης ήταν η σφυρηλάτηση των δεσμών της νεολαίας κατά την διάρκεια μάλιστα της πολύ δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που διέρχεται ο τόπος, για να εμπεδωθεί το αίσθημα αλληλεγγύης, της αισιοδοξίας και της προοπτικής για ένα καλύτερο αύριο.                                                                                Στο πλαίσιο αυτό η πρωτοβουλία των 2 Ποντιακών Συλλόγων του Θρυλορίου Ροδόπης να προσφέρουν δωρεάν σίτιση στους 1500 χορευτές του Φεστιβάλ, με την εθελοντική συμμετοχή και προσφορά των μελών τους παράγοντας παραδοσιακά ποντιακά εδέσματα δίνει το μέτρο και το αξιολογικό όριο της φετινής εκδήλωσης: Οι ποντιακές οργανώσεις και τα μέλη τους δύνανται να υπερβαίνουν τα δυσεπίλυτα για άλλους προβλήματα της κρίσης, προτάσσοντας τον εθελοντισμό την πατριωτική αλληλεγγύη, την ιδίοις εξόδοις συμμετοχή σε ένα μεγάλο ποσοστό. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την αυτοχρηματοδότηση της τεράστιας μετακίνησης των 1500 χορευτών μας που προσήλθαν στην Κομοτηνή και από τις 4 γωνιές της χώρας.                                                                

    Το Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών δεν αποτελεί μια φολκλορική εκδήλωση πολιτιστικής ανακύκλωσης. Ακόμα και εντός της πολύ δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που βιώνει ο τόπος αποτελεί μια αχτίδα φωτός που συσπειρώνει την νεολαία και απαλύνει τις συνέπειες της Κρίσης προβάλλοντας τις πανανθρώπινες αξίες που προάγουν τον πολιτισμό, την παράδοσης και την κοινωνική συνοχή. Ως εκ τούτου η κίνηση της Π.Ο.Ε. να τιμήσει κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ τον ζωγράφο Τριαντάφυλλο Ηλιάδη, ο οποίος παρά το χτύπημα της μοίρας, κατάφερε να πρωταγωνιστήσει στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας, ζωγραφίζοντας με το στόμα ενισχύει έτη περαιτέρω το ιδεολογικό περίγραμμα και την στόχευση του Φεστιβάλ ως μια εκδήλωση πίστης στον άνθρωπο και τις αξίες του.

    Για τις ανάγκες της εκδήλωσης αυτής η Π.Ο.Ε. βρήκε συμμάχους από την τοπική αυτοδιοίκηση, την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και τους Δήμους Κομοτηνής και Δράμας, όπως και στο πρόσωπο του Κομοτηναίου Υφυπουργού Δικαιοσύνης κ. Πεταλωτή, μη εξαιρουμένων συγκινητικών προσφορών απλών ιδιωτών και τοπικών επιχειρήσεων της Θράκης, τους οποίους θερμά ευχαριστεί για την πολύτιμη αρωγή τους.

    Το σημαντικότερο μέρος του διαχειριστικού βάρους φέρει εις πέρας με επιτυχία ο Σ.ΠΟ.Σ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης της Π.Ο.Ε. με το 9μελές Δ.Σ. με επικεφαλής την Κομοτηναία Χρύσα Μαυρίδου.

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " 7ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ "

    ΜΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

    ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ

    Δεκαέξι αιώνες στην «αγκαλιά» του όρους Μελά
    Της Φωτεινής Στεφανοπούλου Φωτογραφίες Γιώργος Κατσάγγελος, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ


    Η θαυμαστή ιστορία της Μονής της Παναγίας Σουμελά, στην περιοχή της Τραπεζούντας, στον Πόντο, είναι θεμελιωμένη σε ακατάλυτους θρύλους και σε βαθιά πίστη. Η Μονή έζησε αιώνες δόξας αλλά από το 1922, απαγορευόταν να γίνουν θρησκευτικές τελετές. Η συνθήκη αυτή αλλάζει 88 χρόνια μετά. Δεκαέξι αιώνες το πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, κοντά στην Τραπεζούντα, είναι το σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Αλλά πώς δημιουργήθηκε ο θρύλος της Σουμελά.
    Πώς ιδρύθηκε, πώς αναπτύχθηκε και πώς έφτασε να αποτελεί σύμβολο των ορθοδόξων χριστιανών που κατάγονται ή ζουν στον Πόντο; Οι απαντήσεις, στις γραμμές που ακολουθούν.
    H δημιουργία του ναού της Παναγίας της Σουμελά χάνεται στα βάθη του χρόνουκαι του μύθου. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη παράδοση, το 386, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, που κατάγονταν από την Αθήνα, έψαχναν τόπο για να ιδρύσουν τη μοναχική τους σκήτη. Ξεκίνησαν από την Αθήνα, πέρασαν από τα Μετέωρα, έφτασαν στη Χαλκιδική και, από τη Χερσόνησο του Αθω, ένας άγνωστος τούς πήρε με το καράβι του ώς τη Μαρώνεια. Εφτασαν πεζοπορώντας στην Κωνσταντινούπολη και, στη συνέχεια, ύστερα από περιπετειώδη, πολυήμερη πεζοπορία, έφτασαν στην Τραπεζούντα.
    Εκεί είδαν σε όραμα την Παναγία, που τους είπε ότι προπορεύεται «στο όρος Μελά» και τους ζήτησε να την ακολουθήσουν. Πιστοί, συνέχισαν την πεζοπορία.
    Ένα δειλινό, οι δύο πεζοπόροι έφτασαν στο χωριό Κουσπιδή, όπου τους φιλοξένησε στο σπίτι του κάποιος χωρικός. Η οικοδέσποινα τους σερβίρισε δείπνο με ψάρια και ψωμί. Οταν οι μοναχοί άκουσαν ότι τα ψάρια ήταν από τον ποταμό Πυξίτη που κατεβαίνει από το όρος Μελά, δεν έκρυψαν τη χαρά τους. Το όρος Μελά ήταν ο προορισμός που τους είχε φανερωθεί στο όραμα. Τώρα πια είχαν βάσιμες ελπίδες ότι πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, που επανασχεδιάστηκε με... πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό.
    Υψόμετρο 1.063
    Ο πόθος να φτάσουν ως την κορυφή εξουδετέρωνε την κοπιαστική πορεία. Την επόμενη μέρα, οι κατάκοποι μοναχοί ξύπνησαν σε υψόμετρο 1.063 από το κελάηδημα των πουλιών και έκθαμβοι αντίκρυσαν μια ψηλή κορυφή και γύρω της να πετούν χελιδόνια, που φώλιαζαν στο χείλος μιας σπηλιάς. Σε εκείνη τη σπηλιά, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος βρήκαν την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας που εθεωρείτο ότι την είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σύμφωνα πάντα με την ίδια παράδοση, η εικόνα είχε μεταφερθεί από αγγέλους.
    Οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής Μονής Βαζελώνα κελί και στη συνέχεια σκαλιστή μέσα στο βουνό την εκκλησία της Παναγίας Σουμελά (Εις του Μελά- στου ΜελάΣουμελά). Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. Και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές μπορούν να δουν το νερό να αναβλύζει από έναν γρανιτένιο βράχο.
    Το νερό αυτό θεωρείται αγιασμένο, πιστεύεται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες κι η δοξασία αυτή είναι διαδεδομένη όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους, που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται παρακαλώντας για το θαύμα της Παναγίας.
    Η εικόνα διασώθηκε μέσα σε μια κρύπτη
    H Μικρασιατική Καταστροφή και η ήττα, ο διωγμός και η προσφυγιά ήταν η μοίρα και της Μονής της Παναγίας Σουμελά, το 1922. Οι Τούρκοι με συστηματική έφοδο κατέστρεψαν, τότε, ολοσχερώς το μοναστήρι. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα της μονής, στη συνέχεια πυρπόλησαν τις εγκαταστάσεις της. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να φύγουν. Το μόνο που πρόλαβαν ήταν να φτιάξουν κρυψώνα μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας για να τοποθετήσουν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια, την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού- τα μεγαλύτερα σύμβολα εκ των κειμηλίων της μονής.
    Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια και, κυρίως, υπό τις ηγεσίες Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού, να επιχειρηθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930. Ο τούρκος πρωθυπουργός, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Αθήνα προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αλλαγή στις σχέσεις των δύο χωρών, δέχθηκε να μεταβεί στον Πόντο ελληνική αντιπροσωπεία προκειμένου να παραλάβει τα κρυμμένα σύμβολα της μονής. Αποφασίστηκε επικεφαλής της αποστολής να τεθεί ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε πληροφορηθεί από μοναχό που είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη πώς θα προσπελάσει την κρύπτη με τα πολύτιμα κειμήλια. Ο Αμβρόσιος πήγε στον Πόντο, ξέθαψε τα τρία κειμήλια, τα έφερε στην Αθήνα τα παρέδωσε στον Χρύσανθο Φιλιππίδη, τελευταίο Μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
    Η ιστορία και οι συμβολισμοί της εικόνας θεωρήθηκε ότι δεν είναι σωστό να γίνει μουσειακό αντικείμενο. Δέκα χρόνια θαμμένη και είκοσι χρόνια φυλακισμένη. Ετσι από το 1952 αρχίζει για το ποντιακό στοιχείο μία νέα περίοδος. Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά.
    Το 1951-1952 ύστερα από πρόταση του τότε προέδρου του σωματείου «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης Φίλωνα Κτενίδη και το ενδιαφέρον μερικών προσωπικοτήτων ευλαβών χριστιανών, η εικόνα παραχωρήθηκε στο σωματείο το οποίο και άρχισε την ανιστόρηση της μονής σε ένα επίπεδο του Βερμίου πάνω από το χωριό Καστανιά. Η κοινότητα Καστανιάς είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του προσκυνήματος. Η «Αθηνιώτισσα» και η «Σουμελιώτισσα» γίνεται προσφυγομάνα και «Βερμιώτισσα».
    Πλούτος και πνευματική λάμψη
    Οι ιδρυτές του μοναστηριού διεύρυναν τον ζωτικό χώρο του πολύ σύντομα. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν κατ΄ αρχάς τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας (όπου το 1922, στη διάρκεια του διωγμού, οι μοναχοί είχαν κρύψει την εικόνα της Παναγίας, καθώς και ορισμένα πολύτιμα κειμήλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας).
    Η φήμη και ο πλούτος που σώρευσε η Μονή της Παναγίας Σουμελά την έκαναν πολύ σύντομα στόχο κλεφτών. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον τραπεζούντιο Οσιο Χριστόφορο το 644.
    Παρ΄ όλα αυτά, η μονή συνέχιζε να διευρύνει την επιρροή της και τη λάμψη της. Και στην πορεία του χρόνου, την προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340).
    Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη Μονή της Παναγίας Σουμελά επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σουλτανικά φιρμάνια. Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Ιμπραήμ Α΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ αναφέρονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες. Και οι σουλτάνοι είχαν πιστέψει στα θαύματα της Παναγίας. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Σελήμ Α΄ που θεωρείται ότι θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής.
    Ολα αυτά τα χρόνια, εκτός από την εμβέλεια της μονής αυξανόταν και το κοινό που την επισκεπτόταν για προσκύνημα. Μέρος του κοινού αυτού, μετά το 1860, φιλοξενούνταν στον πανοραμικό τετραώροφο ξενώνα 72 δωματίων, που ανεγέρθηκε. Δημιουργήθηκαν επίσης και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη, με πολλά πολύτιμα έγγραφα και πολλά σημαντικά χειρόγραφα. Εκεί, το 1868, ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης βρήκε το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο της παραλογής του Διγενή Ακρίτα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, γύρω από τη μονή οικοδομήθηκαν κι άλλοι μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
    Οι θρύλοι
    Οι ληστές και τα Καμένα
    Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε μία τέτοια επιδρομή έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς, λεηλάτησαν τα αφιερώματα και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή δεν συμφωνούσαν στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.
    «Εμένα να μη με λογαριάστε» είπε ένας από τους τρεις και αποτραβήχτηκε. Οταν ένας από τους δύο σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα στα δύο μια βροντή ακούστηκε και μια αστραπή- κεραυνός άναψε το δάσος. Οι δύο ληστές εγκατέλειψαν την Εικόνα και έφυγαν τρομαγμένοι αλλά δεν πρόλαβαν να σωθούν. Κάηκαν ζωντανοί. Ο τρίτος, μετανιωμένος, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε την Εικόνα που βρέθηκε σε κοίλωμα βράχου κοντά στο αγίασμα. Το μέρος εκείνο που πήρε φωτιά ονομάστηκε «Καμένα» και ο ληστής που μετάνιωσε έγινε μοναχός και βοήθησε μαζί με άλλους καλογήρους να ξαναχτιστεί το μοναστήρι.
    Ο σουλτάνος και ο ηγούμενος
    ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1467-1520) περνούσε από την Τραπεζούντα με προορισμό τη Βαγδάτη, επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με στόχο μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη με την Περσία. Σταμάτησε στη Μονή για να ξεκουραστεί και, για ένα βράδυ, δέχθηκε τις φιλόφρονες περιποιήσεις των μοναχών. Ο Σελήμ εντυπωσιάστηκε από την τάξη που επικρατούσε στη Μονή και ρώτησε τον ηγούμενο πώς καταφέρνουν και τα προλαβαίνουν όλα, ώστε τα πάντα να είναι στην εντέλεια. «Διότι δεν αναβάλλομε για το πρωί της αύριον την εργασίαν της εσπέρας της σήμερον», του απάντησε εκείνος.
    Την επόμενη ημέρα, ο Σουλτάνος διέταξε να χαράξουν αυτό το απόφθεγμα, που τόσο τον εντυπωσίασε, στο αργυρένιο «ιμπρίκι» του νιπτήρα του, για να το χρησιμοποιεί ως οδηγό στην καθημερινότητά του. Οταν αργότερα έφτασε με τον στρατό του στα περίχωρα της Βαγδάτης, μπροστά στο ισχυρό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, τον επισκέφθηκε πρεσβεία των πολιορκουμένων. Οι Πέρσες του είπαν ότι η πόλη αποφάσισε να παραδοθεί την επαύριο και τον παρακάλεσαν να ανακόψει την πορεία του εκείνη τη μέρα.
    «Αύριο», του είπαν, «θα μπορείς να μπεις νικητής, αφού η πόλη θα σου παραδοθεί, και να απολαύσεις τον θρίαμβό σου». Ομως ο Σελήμ οδηγούνταν πια από το ρητό του γέροντα της Μονής της Παναγίας Σουμελά.
    Και δεν ανέκοψε την πορεία του. Η πόλη κατελήφθη την ίδια εκείνη μέρα. Για να πληροφορηθεί ότι, αν περίμενε όπως του ζήτησε η πρεσβεία των πολιορκουμένων, θα έφταναν σημαντικές δυνάμεις που αναμένονταν με αποτέλεσμα η κατάληψη της Βαγδάτης να γίνει αμφίβολη και, πάντως, σίγουρα πολύνεκρη. Ενα προσκύνηματο 1911
    Ο Σταύρος Κανονίδης, κάτοικος της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας, περιγράφει την επίσκεψή του στην Παναγία Σουμελά το 1911 με τα πόδια, όταν ήταν ακόμα παιδί, χωρίς την έγκριση των γονιών του. Το κείμενό του είναι από τις πλουσιότερες σωζόμενες περιγραφές του οδοιπορικού στη Μονή εκείνη την εποχή, όταν οι προσκυνητές έφταναν πεζοί.
    «Ετούτα εδώ που θα ιστορήσω είναι μια υπόθεσις παρακοής. Και κάθε παρακοή έχει μαζί της, μέσα της, το σπέρμα της τιμωρίας. Το ότι εδώ η τιμωρία ήταν απαλή, το εξηγεί η ουσία της παρακοής που ήταν ευλαβής.
    Για να πω την αλήθεια, μόνος μου εγώ δε θα το είχα επιχειρήσει αυτό που έγινε. Ούτε και θα μου περνούσε από το νου. Η σύλληψις ήταν του Γερίκα του Παπαναστάση και η δική μου αμαρτία το ότι δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ στον πειρασμό, που ήταν όμως μεγάλος. Αγκαλά, αν είχα με το πρώτο αρνηθεί, ούτε κι εκείνος θ΄ αποκοτούσε μοναχός του.
    Ήταν παραμονές του ενηάμερου της Παναγίας. Οι μητέρες μας του Γερίκα και η δική μου και κόσμος πολύς από τη γειτονιά μας, που δεν είχαν πάγει στη μνήμη της Δεκαπενταύγουστο, συμφωνήσανε να πάνε τώρα στα ενηάμερα. Κι επήγαν όχι την προπαραμονή, αλλά τέσσερις μέρες πριν, όπως συνηθίζετο. Θα είχαν όλο τον καιρό να νηστέψουν, να εξομολογηθούνε, να μεταλάβουν. Τέλος θέρου ήταν κι αραίωναν κάπως οι σκληρές δουλειές του καλοκαιριού. Έτσι μπορούσε μια νοικοκυρά να ξεφύγει από τις καθημερινές λάτρες. Ξεκούραση ψυχής μαζί και σάρκας. Σοφό και το ότι είπαν να μη σύρουν κουτσούβελα και αμαρτίες από κοντά. Η μάνα μου μας τα εξήγησε όλα καλά πριν φύγει. Με είχε κιόλας πάει, τη χρόνια που πέρασε, μαζί της στο μοναστήρι, που με είχε ταμένον, από βαριά αρρώστια που είχα περάσει. Με χαρτζηλίκωσε με πενήντα παράδες, ένα καινούριο κέρμα των δέκα καπικίων, πράγμα σπουδαίο. Δεν μου συγχωρούνταν, λοιπόν, αυτό που έγινε. Έλα όμως που δεν ήταν το ίδιο και για τον Γερίκα, που τον έγελασαν, έλεγε, και ούτε το ήξερα πως θα πήγαιναν οι δικοί του. Και το έμαθε αφού έφυγαν.
    Μίαν ολάκερη μέρα με κατηχούσε, για να μου πάρει το ναι. Δεν θα ήταν αλήθεια αν έλεγα πως δεν το ήθελα. Όποιος κάμει τρεις φορές το προσκύνημα στη Σουμελά, είναι σαν να πήγε μια φορά στον Αγιο Τάφο, έλεγαν οι γέροι. Κι εγώ το είχα κάμει μια φορά μονάχα. Με τρόμαζε όμως το τόλμημα. Και οι κίνδυνοι. Μοναχοί μας, χωρίς συντροφιά ηλικιωμένων ανθρώπων, είχα το φόβο πως δεν θα τα βγάζαμε πέρα με το καλό. Μια φορά τον περάσαμε τον δρόμο. Και ξέραμε πως εκεί, προς τα Καμένα, το μονοπάτι εδιχάλωνε σε ένα σημείο κι όλοι λέγανε πως ήταν εύκολο να μπερδευτεί κανείς εκεί και να χαθεί αν δεν είχε καλωσύνη. Και ο καλός καιρός στα μέρη εκείνα ήταν λαχείο. (...)
    Δεν ξεκινήσαμε “σύννυχτα”, γιατί τον αγαπούσαμε κ΄ οι δύο μας τον αυγινό ύπνο. Δε βγήκε όμως ο ήλιος, όταν αφού σκαρφαλώσαμε “κοφτά” “ας τα Πλακία” αφήσαμε πίσω μας τα “Κώμια”, του “Κολέα” και ζυγώναμε στον “Καταρράκτη”. (...)
    -Κρατείς λεπτά μαζί σου; Ρώτησε ο Γέρικας. Του είπα για τις πενήντα παράδες. Είχε κι εκείνος άλλες τριάντα. Μας φτάνανε. Το πολύ που θα μας χρειαζόντανε ήταν να πληρώσουμε κάναν Τούρκο τσομπάνη, αν χρειασθεί, να μας δείξει το μονοπάτι. (...)
    Οι καλύβες του Μετζητιού ήσαν αδειανές. Της Αησιωτήρας, στις 6 Αυγούστου, τελειώνει ο θέρος στα τσαΐρια και τότες κατεβαίνουν από τα ψηλά οι ρωμάνες, κι οι βουκόλοι και τα γελάδια στα χαμηλά. Έτρεξα όμως να δω την καλύβα του παππού, το Χατζηφωτέικο, και σμίξαμε πάλι στη βρύση για να ξεδιψάσουμε, γιατί πολύ δρόμο από δω και πέρα δεν θα βρίσκαμε νερό. Τώρα το δρομάκι άνοιγε στο φρύδι του διάσελου μονότονο, ατελείωτο. Αφήκαμε δεξιά το Μυλοκοπείον, το νταμάρι όπου έκαβαν τις μυλόπετρες. Προσπεράσαμε τον Αηστοφόρο, λαραχανίτικο στανοτόπι.
    Ενα κοπάδι, θα ήταν καμιά διακοσαριά πρόβατα, ερχόταν προς το μέρος μας. (...) Ηταν οι πρώτες ζωντανές ψυχές από τον Αεν-Ζαχαρέαν κι εδώθε που ανταμώναμε. Θα ήταν οι τελευταίες. Τούτη η σκέψη μας έκανε να πάρουμε γρήγορα γρήγορα την απόφαση να ρωτήσουμε για το δρόμο. Ο Γερίκας προχώρησε κι έπιασε κουβέντα. Κουβέντα είναι ένας λόγος. Το τι θα ρωτούσαμε το είχαμε μιλήσει όχι μια φορά στο δρόμο. Εξεσκονίσαμε τις λιγοστές απαραίτητες λέξεις που ξέραμε. Και δοκιμάσαμε να τις βάλουμε στην αράδα. Ετσι όπως τα μωρά.
    - Μαριάμ ανά, γιολού.
    Θα ρωτούσαμε το δρόμο της Παναγίας, κι αυτός θα καταλάβαινε. Κι αλήθεια, δε δυσκολεύτηκε να μπει στο νόημα αμέσως. Είδα ν΄ ανοίγει μεγάλα τα μάτια του. Ηταν απορία στο βλέμμα του και θαυμασμός, αλλά ήταν και φιλία. Πρόσχαρη παιδική ανταπόκριση.
    Για το Μοναστήρι; Δεν έχουμε να περπατήσουμε πολύ ακόμα, ως εκεί που χωρίζει το μονοπάτι. (...)
    Ανεβήκαμε τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, με τα εξήντα στενά σκαλοπάτια της και φτάσαμε στην πύλη. Στη Σουμελά αν δεν δρασκελίσεις αυτή την πόρτα, ούτε βλέπεις, ούτε μαντεύεις τίποτα. Κι αφού μπεις θα κατέβεις άλλα εκατό παραπάνω από διπλάσια, ξύλινα ετούτα. Μόνο τότε θα αρχίσει να σου αποκαλύπτεται η πελώρια σπηλιά, όπου η ευλάβεια των γενεών δουλεύοντας με υπομονή και με αγάπη, πολλούς αιώνες, την έκανε ασκητήριο ψυχών και προσκύνημα λαών. Την γέμισε εκκλησίες και παρεκκλήσια και μελετητήρια και σκήτες. Την ζωγράφισε και την ωράισε και τα έβαλε όλα στην υπηρεσία της πνευματικότερης ανθρώπινης ανάγκης, της λατρείας του Θεού. Η Σουμελά είναι ένας πελώριος οικισμός, όπου τ΄ αχνάρια όλων των εποχών, από τότε που πρωτοστήθηκε, τα ξεχωρίζεις στην αδιάλειπτή τους συνέχεια. Θεμελιωμένος πάνω σε γκρεμό που κατηφορίζει δασωμένος προς την κοιλάδα που την μαντεύεις, δεν την βλέπεις... έχεις την εντύπωση πως μετεωρίζεσαι πάνω από κόσμο αλλοτινό. Τετραώροφο είναι τούτο το κτίσμα του κεντρικού ξενώνα.
    Άλλο τόσο, όσο του ξενώνα το ύψος, πιάνει η πέτρινη θεμελίωση με τις αποθήκες του Μοναστηριού και δεν κατορθώνει όλο τούτο το ανθρώπινο κτίσμα να φτάσει στα μισά του ύψους της θεόρατης πύλης, που τελειώνει σε ένα ημιθόλιο, σαν τα γνώριμα του Αγίου Βήματος των Βυζαντινών μας εκκλησιών. Κάτω από αυτό το ημιθόλιο, σε μια αρμονική αταξία συνωθούνται κελιά, ξενώνες, καμπαναριά, εκκλησίες, προαύλια παλιά και νεότερα, όπου τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου βούιζαν σαν μελίσσια χιλιάδες ανθρώπων. »Στο κέντρο του ημιθόλιου, λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του τελευταίου ορόφου των ξενώνων, ένα άλλο βαθύτερο άνοιγμα στην κοιλιά του βράχου σχηματίζει το καθολικό της Κοιμήσεως, που μονάχα η πρόσοψις και η γωνία του μεσημβρινού του κλήτους αντιπροσωπεύει ανθρώπινο κτίσμα. Όλη η ορoφή της δεύτερης τούτης σπηλιάς είναι ιστορημένη από τη μια άκρη ως την άλλη. Ιστορημένοι και οι κτιστοί τοίχοι μέσα κι όξω, όπως και όλη η εξωτερική επιφάνεια του κουβουκλίου του Αγίου Βήματος, που ξεβαίνει λίγο πλάγια, προς τα αριστερά της πρόσοψης, μικρό σαν κομψοτέχνημα, με τον μικρό του τρούλο και με την λεπτότητα των γραμμών και τη χάρη της Γοργοεπήκοης της Αθήνας.
    Ο χρόνος, οι ομίχλες και οι καπνοί έχουν αδικήσει την πλούσια εικονογράφηση. Μικρός όσες φορές πήγαινα, με στεναχωρούσε πολύ η αδυναμία μου να τους εξηγώ τούτους τους σκοτεινούς τετράγωνους πίνακες στους τοίχους, ένοιωθα την ίδια αδυναμία και την ίδια περιέργεια που νοιώθει κανείς μπροστά σε βιβλίο, όπου τα γράμματα του είναι γνωστά, άγνωστες όμως οι λέξεις. Μεγάλος όμως δεν είχα την τύχη να τις ξαναδώ...».


    Το κείμενο του Σταύρου Κανονίδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία», τχ. 484-488, 1951 + efimerida ta NEA
    ΜΟΝΗ ΑΓ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΩΤΑ

     Η Ιστορία της Μονής στον Πόντο
    Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ιδρύθηκε το 752 μ.Χ. στο όρος Πυργί στην περιοχή Γαλλίαινα της Ματσούκας, 30 χλμ. Ν.Α. από την Τραπεζούντα. Ονομάστηκε Περιστερεώτα, γιατί κατά την παράδοση τρία περιστέρια οδήγησαν τους ισάριθμους ιδρυτές μοναχούς από τα δάση των Σουρμένων, απόσταση 50 χλμ. από την τοποθεσία της Μονής. Στην ίδια περιοχή εξάλλου ήταν χτισμένες και οι άλλες δυο μεγάλες Μονές του Πόντου, η Παναγία Σουμελά (386 μ.Χ.) και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαζελών (270 μ.Χ.) και οι οποίες έμελλε στα επόμενα χρόνια να διαδραματήσουν σημαντικότατο ρόλο στην ιστορία των Ελλήνων στην περιοχή. Το 1203, ένα χρόνο πριν από την ίδρυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τους Δαυίδ και Αλέξιο Μ.Κ., η Μονή ερημώνεται από περσικές επιδρομές. Μόλις το 1388 ανασυστήνεται από το Θεοφάνη, προήγουμενο της Μονής Σουμελά, ο οποίος αφού ανακαίνισε τα κελιά και το ναό, κάλεσε μοναχούς και ιερομόναχους και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος. Κατάφερε και εξασφάλισε και τη βοήθεια του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιου Γ' Μ.Κομνηνό (1349 - 1390) ο οποίος εξέδωσε και χρυσόβουλο για τη Μονή. Το 1461 το Μοναστήρι έπαθε νέες ζημιές από επιθέσεις και διαρπαγές ενώ το 1483 κάηκε το Άγιο Βήμα του Καθολικού της Μονής από απροσεξία του εκκλησιάρχου Ιωαννίκιου. Από την πυρκαγιά αυτή καταστράφηκαν διάφορα έγγραφα,κώδικες και το Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιου Γ' Μεγάλου Κομνηνού. Το 1493 η Μονή ξαναχτίστηκε με άδεια και προνόμια του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β' (1481-1512). Τα προνόμια αυτά της Μονής ενίσχυσε με ιδιαίτερο Χρυσόβουλο και ο διάδοχος του Βαγιαζίτ, Σουλτάνος Σελίμ Α' (1512-1520). Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Γεννάδιος για να ενισχύσει τη Μονή, με "εκδοτήριο γράμμα" του το 1501 αύξησε την κτηματική περιουσία της Μονής, με την προσθήκη της "τοποθεσίας της εξαρχίας Γαλίαινας". Το 1701 ο πατριάρχης Καλλίνικος Β΄εξέδωσε σιγίλλιο με το οποίο αναγνωρίζει το μοναστήρι αυτό ως σταυροπηγιακό. Το σιγίλλιο αυτό επικυρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα (1706) και από τον Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄. Στην εξαρχία της Γαλίαινας υπάγονταν 953 οικογένειες (στέφανα) και 4000 ψυχές. Κάθε οικογένεια υποχρεωνόταν να καταβάλει στη Μονή 5 οκάδες καλαμπόκι ως ετήσια προσφορά, αντ'αυτού το μοναστήρι εκτός από ιερέα συντηρούσε σε κάθε χωριό ένα δάσκαλο. Επίσης ο Ηγούμενος ως έξαρχος των γύρω χωριών χειροτονεί ιερείς, εκδίδει άδειες γάμων και διαζυγίων και γενικά ασκεί το πνευματικό του έργο ως αναγνωρισμένος ποιμενάρχης. Συνολικά η μονή είχε 392 πολυτελή δωμάτια και πλούσια βιβλιοθήκη αποτελούμενη από 7500 τόμους βιβλίων. Με δικές της ενέργειες, εκτός των άλλων σχολείων που συντηρούσε, συστήθηκε το 1909 η Κεντρική Σχολή της Γαλλίαινας, που ήταν πλήρες τετρατάξιο Ημιγυμνάσιο. Εξάλλου σ'ένα από τα δυο μετόχια του Μοναστηριού στην Τραπεζούντα στεγαζόταν στις αρχές του 19ου αιώνα το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας πριν στεγαστεί σε δικό του διδακτήριο (1845) απ'όπου μεταστεγάστηκε οριστικά στο μεγαλεπήβολο σημερινό κτήριο που εγκαινιάστηκε το 1902. Πολλές μεγάλες προσωπικότητς του Γένους, όπως Πατριάρχες, Μητροπολίτες, καθηγητές και δάσκαλοι είχαν ως πρωταρχική βάση μόρφωσης και εξόρμησης την Μονή του Περιστερεώτα. Χιλιάδες ήταν κατ'έτος οι οικονομικές ενισχύσεις πτωχών και αναξιοπαθούντων οι οποίοι προσέτρεχαν στην Μονή μη έχοντας άλλη ελπίδα για βοήθεια. Η σημαντικότερη όμως προσφορά της Μονής του Περιστερεώτα, όπως και άλλων μεγάλων Μονών του Πόντου, ήταν η διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης στους Έλληνες. Αποτελούσαν την πνευματική, διοικητική και εθνικοκοινωνική ποδηγέτηση των υποδούλων. Το μοναστήρι είχε πολλά κειμήλια αμύθητης αξίας, εκ των οποίων τα περισσότερα χάθηκαν στην Ανταλλαγή. Το 1903 η Μονή είχε 15 μοναχούς. Τα παλαιότερα κτίσματα του Μοναστηριού κάηκαν τον Ιανουάριο του 1904 από πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκαν έπειτα από τον Ηγουμενεύοντα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο, με βοηθούς τους μοναχούς Ιλαρίωνα και Θεοδόσιο. Η Μονή λειτούργησε για έντεκα και πλέον αιώνες διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης και ερημώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 και οι εναπομείναντες μοναχοί, ακολουθώντας τη μοίρα του υπολοίπου ελληνισμού πέρασαν στην Ελλάδα.

    Εύξεινος Λέσχη Ποντίων και Μικρασιατών Ν. Τρικάλων
    Καλαμπάκας 28
    Τ.Κ 42100 Τρίκαλα
    Τηλ./Fax : 2431074588
    www.efxeinostrikalon.gr
    e-mail: pontiakostrikalon@yahoo.gr

    ΜΟΝΗ ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΖΕΛΩΝΑ-ΜΑΤΣΟΥΚΑ-ΣΑΧΑΝΟΗ-
    ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ Η μονή Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, υπήρξε η αρχαιότερη στον Πόντο, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή. Χτίστηκε κατά την παράδοση, στα 270 μ.Χ. στη Ματσούκα κοντά στα χωριά Σαχνόη και Κουνάκα, 40 περίπου χιλιόμετρα Νότια της Τραπεζούντας και δίπλα στον Πρύτανη ποταμό.
    Η ονομασία της προήλθε από παραφθορά της ονομασίας Ζαβουλών.
    Η μονή καταστράφηκε πολλές φορές, κυρίως από Πέρσες και Τούρκους.Το 490 μ.Χ. καταστρέφεται τελείως από τους Πέρσες, οι οποίοι κατάσφαξαν και τους 400 μοναχούς της μονής. Η μονή επανιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, σε κοντινή τοποθεσία, δίπλα στη σκήτη του Προφήτη Ηλία, μετά την απελευθέρωση των ανατολικών περιοχών από τους Πέρσες, από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό και τον στρατηγό Βελισάριο.Στη βυζαντινή και στη μεταβυζαντινή περίοδο, η μονή προσέφερε σπουδαίες θρησκευτικές, πνευματικές και εθνικές υπηρεσίες στον Ελληνισμό του Πόντου, αναδεικνυόμενη σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής. Ιδιαίτερη φήμη, απέκτησε στα χρόνια της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1204-1461).
    Κατά τα έτη των αναταραχών και των πολέμων, αποτελούσε καταφύγιο και πηγή σωτηρίας κάθε καταδιωκόμενου, οιουδήποτε θρησκεύματος και δόγματος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, το 1821 ο ηγούμενος της Μονής, Χρύσανθος, κατόρθωσε να αποτρέψει γενική σφαγή των Χριστιανών 40 χωριών της Ματσούκας, ενώ εκατοντάδες Αρμένιοι διασώθηκαν από τους μοναχούς της μονής το έτος 1915, κατά την γενοκτονία των αρμενίων. Η μονή είχε, πολλές δωρεές και χρυσόβουλλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, των Κομνηνών, ακόμη και Ρώσων. Από το πλούσιο αρχείο της μονής και τους 5 κώδικες που είχε, διασώθηκε μόνο ένας κώδικας, ο οποίος βρίσκεται στο μουσείο του Λένινγκραντ. Τελευταίος ηγούμενος της μονής, ήταν ο πολύ πνευματικός και μορφωμένος Αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ο οποίος το τελευταίο διάστημα πριν την καταστροφή, απουσίαζε στην περιοχή της Κριμαίας - Καυκάσου, για έρανο υπέρ της μονής. Κατά την καταστροφή της μονής το 1922, ο εκτελών χρέη τοποτηρητή της μονής, τότε ιερομόναχος και κατόπιν Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Αμαραντίδης, διέσωσε την εικόνα της αποτομής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, την οποία και φύλαξε, αρχικά στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (Πανοράματος) Σερρών και αργότερα στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας Τούμπας Σερρών. ΠΗΓΗ:http://bazelonas.blogspot.com/2011/03/blog-post.html
    ΜΟΝΗ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΓΙΑ ΤΙΠΙ-ΓΑΡΑΣΑΡΗ Στις 8 Ιανουαρίου του 454, γεννήθηκε στη Νικόπολη από πλούσια οικογένεια ευγενών, ο Ιωάννης ο Ησυχαστής. Σε ηλικία 18 ετών έχασε τους γονείς του Εγκράτιο και Ευφημία, οπότε αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του στους φτωχούς και να μονάσει. Έτσι, περίπου το 475, έχτισε τη Μονή της Παναγίας σε ένα κοίλωμα-σπηλιά του βράχου της Αναλήψεως, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Νικόπολης. Εκεί έμεινε μαζί με δέκα άλλους μοναχούς, μέχρι το 481, όταν σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κολωνείας.
    Με το πέρασμα των αιώνων η Μονή ερημώθηκε και απέμειναν μόνο ερείπια. Έπρεπε να περάσουν 13 αιώνες για να εμφανιστεί άξιος διάδοχος του Αγίου Ιωάννη του Ησυχαστή, κτήτορος της Παναγίας της Γαράσαρης.
    Το 1785 λοιπόν, γεννιέται στο χωριό Χάχαβλα ο Ιωαννίκιος Θωμαϊδης, ο οποίος γύρω στο 1805-1810 εκάρη μοναχός και έβαλε σκοπό της ζωής του να ανοικοδομήσει το μοναστήρι. Τελικά το κατάφερε και περίπου μεταξύ 1812-1815 το οικοδόμημα ήταν έτοιμο και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος της Μονής.
    Το κτιριακό συγκρότημα είχε ισόγειο και τρεις ορόφους και κατασκευάστηκε από πελεκητή πέτρα των λατομείων της Κόρατζας (βόρεια της Νικόπολης).
    Στο ισόγειο ήταν οι αποθηκευτικοί χώροι και μια κρύπτη. Στην άκρη, αριστερά της εισόδου, υπήρχε ένα υπόστεγο με τις επτά καμπάνες του μοναστηριού και λαξευτές δεξαμενές για τη συλλογή του βρόχινου νερού.
    Στον πρώτο όροφο ήταν το γραφείο του Ηγουμένου, ξενώνας για τους επίσημους, δωμάτια για τους προσκυνητές, η τραπεζαρία και το μαγειρείο.
    Στο δεύτερο όροφο ήταν τα κελιά των μοναχών και το Ηγουμενείο.
    Στον τρίτο όροφο ήταν ο ναός της Μονής, με τρούλο που έφτανε μέχρι την οροφή της σπηλιάς. Μπροστά υπήρχε μεγάλος εξώστης με κάγκελα και πίσω ήταν τα αγιάσματα και το εκκλησάκι της Αγίας Άννας.
    Η ανάβαση προς το μοναστήρι ξεκινούσε από τη βάση του βράχου της Αναλήψεως (που έχει 800 μέτρα ύψος) με ένα ελικοειδές μονοπάτι. Στη δεύτερη στροφή του μονοπατιού υπήρχε ένα διώροφο χάνι με στάβλο και αχυρώνα για τα ζώα. Στην τρίτη στροφή βρισκόταν το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας και αμέσως μετά, μέσω κοπιαστικής ανηφόρας, έφτανες στα προπύλαια της Μονής. Για να φτάσεις πλέον στο ναό, έπρεπε να ανεβείς εξήντα σκαλοπάτια.
    Με την πάροδο των χρόνων η φήμη της Μονής εξαπλώθηκε σε όλο τον Πόντο και κάθε δεκαπενταύγουστο έφταναν χιλιάδες προσκυνητών για τη χάρη της. Η προσέλευση και το πανηγύρι άρχιζαν δύο τρεις ημέρες πριν το δεκαπενταύγουστο και κρατούσαν μέχρι τα εννιάμερα της Παναγίας. Βέβαια προσκυνητές έρχονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αφού πίστευαν ότι η Παναγία της Γαράσαρης θεράπευε διάφορες αρρώστιες.
    Στα πρώτα χρόνια η Μονή δεν είχε κτηματική περιουσία, μέχρι που οι κάτοικοι του Καγιά-τιπι (λογικά μετά από προτροπή του Ηγουμένου Ιωαννίκιου) δώρισαν πέντε χιλιάδες στρέμματα γης στο μοναστήρι, με την προϋπόθεση ότι θα τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι και θα πληρώνουν ενοίκιο γι’ αυτή τη χρήση.
    Η περιουσία της Μονής μεγάλωσε τα επόμενα χρόνια, μετά από το εξής περιστατικό. Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος είχε πνευματικά χαρίσματα, ήταν και ρωμαλέος και με όλη τη δραστηριότητά του απολάμβανε σεβασμού από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα του είχαν δώσει το παρωνύμιο Κιοσέ Καραπάς.
    Ο Ιωαννίκος λοιπόν είχε στενή σχέση με τον Τούρκο τσιφλικά του Αγουτμούς, Πεκτές-μπεη. Όταν το 1814 βρέθηκαν και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη, ο Πεκτές-μπέης χτύπησε την έγκυο γυναίκα άλλου Τούρκου αξιωματούχου, με αποτέλεσμα αυτή να αποβάλλει και να πεθάνει. Ο Σουλτάνος Χαμήτ διέταξε να συλληφθεί ο ένοχος και να εκτελεστεί.
    Ξέροντας ο Πεκτές-μπέης ότι ο Ιωαννίκιος βρισκόταν στο Πατριαρχείο, ζήτησε τη βοήθειά του και ο Ηγούμενος παρακάλεσε τον Πατριάρχη Ιωακείμ να μεσολαβήσει στο Χαμήτ. Ο Πατριάρχης επισκέφθηκε το Σουλτάνο και κατάφερε να τον πείσει να δώσει χάρη στον Πεκτές-μπεη. Έτσι ο Τούρκος τσιφλικάς γλίτωσε και για να ευχαριστήσει τον Ιωαννίκιο, δώρισε στο μοναστήρι τα τσιφλίκια του στο Τσιβή-τουτμάζ και στο Ελεκτζή-τουζιού. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κτήματα της Μονής αυξήθηκαν στα δέκα χιλιάδες στρέμματα και έφταναν μέχρι τον ποταμό Λύκο. Από την εκμετάλλευση και την ενοικίαση των κτημάτων, το μοναστήρι είχε έσοδα που χρησιμοποιούσε για τη λειτουργία του και τη φιλοξενία των προσκυνητών.
    Στις 25 Ιουνίου 1924 οι μοναχοί έφυγαν μαζί με τους άλλους κατοίκους της Νικόπολης, παίρνοντας μαζί τους τα ιερά κειμήλια της Μονής. Μέρος αυτών των κειμηλίων κατέληξαν στον ιερό ναό Κορυφών Καβάλας και τα περισσότερα στην εκκλησία της Παναγούδας, στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής στην Καβάλα.
    Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι, πιστεύοντας ότι υπάρχουν κρυμμένοι θησαυροί, κατέσκαψαν και σχεδόν κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Σήμερα η πρόσοψη της Μονής στέκεται μπροστά μας στο ύψωμα της Αναλήψεως, τραυματισμένη και αφημένη στην τύχη της, να ατενίζει την κοιλάδα μέχρι το Σούσεχρη, αδιάψευστος μάρτυρας αιώνων ένδοξης ιστορίας των χριστιανών κατοίκων της Νικοπόλεως.
    ΣΗΜ: Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος Θωμαϊδης που, μετά από 13 αιώνες από την ίδρυσή της, "ανέστησε" την Παναγία της Γαράσαρης και την ανέδειξε σε παμποντιακό προσκύνημα, ήταν από το χωριό Χάχαβλα και πρόγονος του συνταξιδιώτη μας Σάββα Καλεντερίδη (από την οικογένεια της γιαγιάς του Ναζλούς Καλεντερίδου, που εγκαταστάθηκε στη Βέργη Σερρών). ΠΗΓΗ:http://garasari.blogspot.com/2011/03/blog-post.html
    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " ΜΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ "

    Λαζοί "Μύθοι και αλήθειες"

       Οι Λαζοί είναι ένα από τα γηγενή, προελληνικά, έθνη του ανατολικού Πόντου ,που μαζί με το άμεσα συγγενικό τους φύλο, των Μεγρελίων, είναι οι απόγονοι των αρχαίων Κόλχων. Μελετώντας την αρχαία βιβλιογραφία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Λαζοί κατάγονται από τους Μάκρωνες, που ήταν μια από τις φυλές των Κόλχων, οι οποίες, αφομοιώνοντας τα διάφορα έθνη ή φυλές του ανατολικού Πόντου, προέκυψαν στα Ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια ως ένα έθνος με το όνομα Σάννοι, Τζάνοι ή Λαζοί.

      Η πρώτη αναφορά για τους Μάκρωνες γίνεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος σημιεώνει ότι μαζί με τους Μώσχους, Τιβαρηνούς, Μοσσυνοίκους και Μάρες, αποτελούσαν την 19η σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. 


      Ο Ησίοδος τους αποκαλεί Μακροκέφαλους, Πυγμαίους και Ημίκυνας, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι από τη χώρα τους πέρασαν και οι Αργοναύτες.


      Ο Ξενοφών, ο οποίος πέρασε από τη χώρα τους, αναφέρει ότι κατοικούσαν ανατολικά της Τραπεζούντας. Φτάνοντας στη χώρα τους, ο στρατός του Ξενοφώντα συνάντησε δάσος με πυκνή βλάστηση, που καθιστούσε αδύνατη τη διάβασή του. Στην άλλη άκρη του δάσους βρίσκονταν οι Μάκρωνες που πέρασαν τους μύριους για εισβολείς και παρατάχθηκαν για μάχη. Ο Ξενοφών με τη βοήθεια ενός στρατιώτη που ήξερε τη γλώσσα τους, τους εξήγησε ότι δεν είχαν σκοπό να εισβάλουν αλλά να διασχίσουν τη χώρα τους. Οι Μάκρωνες πείσθηκαν και βοήθησαν στον καθαρισμό του δάσους για να περάσουν τα υποζύγια καθώς επίσης βοήθησαν με τρόφιμα και στην ομαλή διάβαση τους από τη χώρα τους. 

    Σύμφωνα με τον Στράβωνα, στην εποχή του τους Μάκρωνες τους ονόμαζαν Σάννους, άποψη που υποστηρίζει και ο Στέφανος Βυζάντιος.
    Μεγρέλιος
    Λαζοί



















      
    Από τον 6ο αιώνα οι Σάννοι είναι γνωστοί με το όνομα Τζάνοι (έτσι αποκαλούν τους Λαζούς, οι Γεωργιανοί σήμερα). Το ίδιο συνέβη και με το όνομα της περιοχής που κατοικούσαν. Μέτα την κατάκτηση από τους Ρωμαίους η Κολχική μετονομάστηκε σε Λαζική (Lazicum). Στα βυζαντινά χρονιά η ονομασία Κολχίδα έπαψε να χρησιμοποιείται και αντικαταστάθηκε με την ονομασία Λαζική. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α', τους υπέταξε το 522 και τους εκχριστιάνισε. Ο Φαλμεράγιερ ονομάζει τους Λαζούς, Κόλχους και τοποθετεί την περιοχή τους από τα νότια της Τραπεζούντας μέχρι ανατολικά. Ένα μέρος των Λαζών, με τον εκχριστιανισμό τους, εξελληνίστηκαν και αφομοιώθηκαν από τον ελληνόφωνο πληθυσμό, που πριν την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία. Σε αυτούς πάλι, που ο εξελληνισμός ήταν επιφανειακός και που δεν έγινε σε βαθύ επίπεδο, ώστε να απολέσουν τη μητρική τους γλώσσα, υπάρχει μέχρι σήμερα ελληνική επιρροή στην γλώσσα τους, ειδικά στο λαζικό ιδίωμα της Αθηνάς (Ατίνα-Παζάρ) η οποία έχει αρκετές ελληνικές λέξεις (μωρό, έλα, κ.α.). Με την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στους Τούρκους, οι Λαζοί άπω τα πρώτα χρονιά, ασπάστηκαν των μωαμεθανισμό.
      Ένας γνωστός μύθος, που υποστηρίζεται συστηματικά από την επίσημη ποντιακή ιστορία, είναι η υποτιθεμένη καταγωγή των Λαζών από τους αρχαίους Αιγυπτίους. Αυτό βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ο οποίος λέει ότι οι Λαζοί κατάγονται από τον στρατό του  Φαραώ Σέσωστι. Αυτό το υποθέτει γιατί οι Λαζοί ήταν το μόνο έθνος στην περιοχή που έκανε περιτομή όπως και οι Αιγύπτιοι. Αλλά αυτό το έθιμο δεν αποδεικνύει συγγένεια ή έστω κάποια μακρινή καταγωγή από τους αιγυπτίους. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι Λαζοί μιλάνε μια γλώσσα που ανήκει στην Νοτιοκαυσιανή ομογλωσσία ενώ η γλώσσα των αιγυπτίων ανήκει στην Αφροασιατική ομογλωσσία. Αν οι Λαζοί ήταν αιγυπτιακής καταγωγής θα μιλούσαν μια γλώσσα που δε θα χε συγγένεια με τους γειτονικούς λαούς.



      Τα Λαζικά μαζί με τα Μεγρέλικα αποτελούν τον πρώτο-Σαννικό κλάδο των Νοτιοκαυκασιανών γλωσσών. Η διάφορα μεταξύ τους είναι σε επίπεδο διαλέκτου και όχι γλώσσας. Οι Μεγρέλιοι, που κατοικούν στη σημερινή Γεωργία, είναι άμεσα συγγενική ομάδα με τους Λαζούς. Και οι δυο ομάδες αποτελούν φυλές του ιδίου έθνους.

     

    O εκχριστιανισμός των γύρω φυλών και η διατήρηση της Ρωμαϊκής ονομασίας τον ανατολικών παράλιων από τους Βυζαντινούς, ως Λαζική,  δημιούργησαν στις λαϊκές μάζες τη γνώμη ότι η χώρα του Πόντου κατοικείται μόνο από Λαζούς. Και επικράτησε δε τόσο η εσφαλμένη αυτή άποψη ώστε, στην Κωνσταντινούπολη και στις πέρα από αυτή χώρες, να ονομάζουν τους Έλληνες του Πόντου, Λαζούς.
    Με το σκούρο Ροζ είναι οι περιοχές όπου κατοικούν οι Λαζοί
      Η λαθεμένη αυτή εντύπωση ότι οι πέραν της Κωνσταντινούπολης εκτάσεις ανήκουν στην Λαζική άρα στους Λαζούς, έδινε μία νέα προσωνυμία στον Ελληνισμό του Πόντου, στη διάδοση της οποίας συνέβαλλαν και οι Βυζαντινοί ιστορικοί του 12ου και 13ου αιώνα, οι οποίοι όταν αναφέρονταν στους Πόντιους αυτοκράτορες, για να τους μειώσουν έναντι των Βυζαντινών, χρησιμοποιούσαν υποτιμητικούς τίτλους όπως "Ο άρχοντας των Λαζών".

      Ακόμη και σήμερα, πολλές φορές οι ίδιοι οι Πόντιοι, αγνοώντας τη διαφορά Ποντίων και Λαζών, αυτοαποκαλούνται Λαζοί.
     
      Άλλος ένας μύθος που προωθούν τα ποντιακά βιβλία ιστορίας είναι το ότι ο Τοπάλ Οσμάν είχε λαζική καταγωγή. Ο Τοπάλ Οσμάν, ο δήμιος του ποντιακού ελληνισμού, καταγόταν από την πόλη Γκιόρελε της Κερασούντας. Η Γκιόρελε κατοικείται από τη φυλή των Τσέπνιδων που είναι Τουρκομανική φυλή και δεν έχει καμία σχέση με τους Λαζούς.
    ΠΗΓΗ:http://pontiakiistoria.blogspot.com/2011/01/blog-post_24.html


    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ... " Λαζοί "Μύθοι και αλήθειες" "